Πανεπιστήμια κύρους ή δήθεν ιδρύματα;

Πανεπιστήμια κύρους ή δήθεν ιδρύματα;

8' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΗΕυρώπη, κοιτίδα της ιστορικής έννοιας της Universitas, θεμελίωσε ένα πρότυπο παιδείας, στο οποίο στηρίχθηκε η παγκόσμια κυριαρχία του δυτικού πολιτισμού κατά τους τελευταίους αιώνες. Απελευθερώνοντας και πολλαπλασιάζοντας την οργανωμένη παραγωγή και τη μετάδοση νέας γνώσης, όλες οι μετά την αναγέννηση κυβερνήσεις των κρατών του ευρύτερου ευρωπαϊκού χώρου καμάρωναν για τα πανεπιστήμιά τους και ανταγωνίζονταν στις επενδύσεις ενίσχυσής τους σε υλικοτεχνική υποδομή και διακεκριμένο επιστημονικό προσωπικό.

Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα παρατηρήθηκε, τόσο διεθνώς όσο και στον ευρωπαϊκό χώρο μια θεαματική, ποσοτική κυρίως, ανάπτυξη όλων των επιπέδων της παιδείας, η οποία μετατράπηκε σε εκθετικά αυξανόμενη έκρηξη στη ζήτηση πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Σε μια χαρακτηριστική κεντροευρωπαϊκή χώρα, τη Γαλλία, το 1900 οι «φοιτητές» δεν ξεπερνούσαν τους 30.000, έναντι 2,7 εκατομμυρίων σήμερα (90 φορές περισσότεροι!!!) και ανάλογες είναι οι θεαματικές αυξήσεις στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και στην Ελλάδα.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε ορισμένα τμήματα της Βόρειας Ευρώπης επεκράτησε το αγγλοσαξονικό πανεπιστημιακό σύστημα με σπουδές σχετικά περιορισμένης διάρκειας, συνήθως τριών ετών, μετά από τις οποίες χορηγείται ένα πρώτο πτυχίο, γνωστό και ως Bachelor, το οποίο παρέχει σαφή, αλλά περιορισμένα επαγγελματικά δικαιώματα. Το ίδιο σύστημα σπουδών περιέχει τη δυνατότητα μετεξέλιξής τους στο διακριτό δεύτερο και υψηλότερο ή περισσότερο εξειδικευμένο επίπεδο του Μaster.

Στο μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου κυριάρχησε η κεντροευρωπαϊκή δομή πανεπιστημιακής εκπαίδευσης με γερό θεωρητικό υπόβαθρο και σπουδές ελάχιστες διάρκειας, τεσσάρων και μεγίστης έξι ετών. Τα χορηγούμενα πτυχία ή διπλώματα θεωρούνται επιστημονικά επαρκή και διεθνώς ανταγωνιστικά, ισοδύναμα με το αγγλοσαξονικό επίπεδο Master, τόσο για την απευθείας εισαγωγή των αποφοίτων στον ερευνητικό κύκλο εκπόνησης μιας διδακτορικής διατριβής όσο και για την άμεση ένταξή τους στον επαγγελματικό στίβο, με διευρυμένες δυνατότητες απασχόλησης και εξέλιξης.

Παρά τη μεγαλύτερη αρχική ευελιξία του αγγλοσαξονικού συστήματος σπουδών ως προς τις απαιτήσεις της αγοράς κυρίως των βιομηχανικά αναπτυγμένων χωρών, τα μειονεκτήματα ως προς την ευρύτητα και τη διαχρονική αντοχή των γνώσεων που προσφέρει (με τις εξαιρέσεις, ορισμένων κέντρων αριστείας) εντοπίζονται ρητά και αναγνωρίζεται στην πράξη η ορθολογικότερη δομή του κεντροευρωπαϊκού συστήματος όσον αφορά τη σειρά προσέγγισης του γνωσιολογικού υποβάθρου κάθε επιστήμης. Με αποτέλεσμα, παράλληλα με το σύνηθες σύστημα των δύο κύκλων, να αρχίσει στα καλύτερα αγγλοσαξονικά πανεπιστήμια, και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία, η εφαρμογή του κεντροευρωπαϊκού μοντέλου, δηλαδή του ενιαίου κύκλου για την απ’ ευθείας απόκτηση πτυχίου ή διπλώματος επιπέδου Master μεγαλύτερης και μακροβιότερης εμβέλειας.

Οι στόχοι της διακήρυξης της Μπολόνια

Ο συνδυασμός της εκρηκτικής αύξησης της ζήτησης σπουδών με την οικονομική πολιτική συγκράτησης των δαπανών για την παιδεία σε χαμηλά επίπεδα, οδήγησε στην πληθωρική ανάδυση των «οιονεί (ή δήθεν) πανεπιστημίων». Καλύπτουν ως φθηνά σούπερ μάρκετ την αυξημένη ζήτηση πανεπιστημιακών τίτλων, προσφέροντας στην «αγορά» ρηχές και βραχυπρόθεσμα αναλώσιμες γνώσεις και δεξιότητες.

Υπό την πίεση των εξελίξεων αυτών συντάχθηκε και προωθείται το κύριο σημείο τομής της διακήρυξης της Bologna: ικανοποίηση τόσο των βραχυπρόθεσμων απαιτήσεων της αγοράς εργασίας, όσο και των ασφυκτικών πιέσεων των «οιονεί πανεπιστημίων» για θεσμική αναγνώριση των πτυχίων τους, μέσω της γρήγορης και μαζικής χορήγησης πρακτικών και άμεσα αναλώσιμων επαγγελματικών εφοδίων, με παράλληλη δραστική μείωση του κόστους και του επιστημονικού βάθους των ευρωπαϊκών πανεπιστημιακών σπουδών. Υιοθετείται για τον σκοπό αυτό κατά τρόπο υπεραπλουστευμένο, το «λαϊκό σκέλος» των δύο κύκλων του αγλλοσαξονικού συστήματος σπουδών. Τα κεντροευρωπαϊκά πανεπιστήμια πιέζονται για να διαχωρίσουν λειτουργικά και δομικά τις σπουδές τους, σε «προπτυχιακές» και «μεταπτυχιακές», έτσι ώστε να χορηγούν γρήγορα ένα πρώτο «φθηνό» επαγγελματικό πτυχίο.

Με άλλα λόγια, με τη διακήρυξη της Bologna επιχειρείται να δημιουργηθεί ένα μαζικό, μέσου επιπέδου εργατικό δυναμικό, μικρού εκπαιδευτικού κόστους και περιορισμένης, αλλά χρήσιμης για τις άμεσες ανάγκες των βιομηχανικά ανεπτυγμένων χωρών, εμβέλειας, περιορίζοντας δραστικά τις δαπάνες για την Ανώτατη Παιδεία

Οι συνέπειες της συρρίκνωσης

Η ελληνική πανεπιστημιακή εκπαίδευση δομήθηκε κατά τα πρότυπα του κεντροευρωπαϊκού συστήματος σπουδών, με αντίστοιχο επαρκές επιστημονικό υπόβαθρο και συνακόλουθα επαγγελματικά δικαιώματα. Παρά τις αδυναμίες τους και την υποχρηματοδότησή τους, τα ελληνικά πανεπιστήμια βρίσκονται σε γενικές γραμμές σε ένα καλό μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο. Πρόθεση όλων μας είναι ασφαλώς η περαιτέρω αναβάθμισή τους, έτσι ώστε να ενισχύσουν το διεθνές κύρος τους και να αναδειχθούν σε μείζονα αναπτυξιακό μας μοχλό. H ουσία, όμως, δεν κρίνεται στις καλές μας προθέσεις (με τις οποίες στρώνεται ως γνωστόν και ο δρόμος προς την κόλαση), αλλά στις συγκεκριμένες πολιτικές μας επιλογές. Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες, όλα θα έχουν δρομολογηθεί μέσα στην επόμενη τριετία.

Μήπως, παρά τα όσα αναφέρθηκαν, είναι δυνατή η χορήγηση αξιοπρεπούς πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών, σε τρία χρόνια, με αρχικά δεδομένα, τη δομή και το επίπεδο της Μέσης Εκπαίδευσης στην Ελλάδα και τις σύγχρονες και ραγδαία εξελισσόμενες ανάγκες των επιστημών και της τεχνολογίας; ΄H επιτέλους, έστω και αν προφανώς υποβαθμίζονται οι παρεχόμενες πανεπιστημιακές γνώσεις με αυτήν τη συρρίκνωση των σπουδών, μήπως ωφελούνται τελικά οι απόφοιτοι τριετούς φοίτησης από πλευράς απασχόλησης στην αγορά εργασίας και συνακόλουθα ωφελείται και η εθνική μας οικονομία;

Η αφαίρεση θεμελιωδών γνώσεων των επιστημών σε συνδυασμό με τη ρηχή και πρώιμη υπερεξειδίκευση και η αποστήθιση κανόνων ή μοντέλων αφαιρούν την απαραίτητη για τον επιστήμονα πλατιά και βαθιά γνώση της ουσίας των προβλημάτων και τη δυνατότητα αναζήτησης των δυνατών λύσεων. Αλλά και σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, το μετά τριετείς σπουδές πρώτο επαγγελματικό πτυχίο, παρέχει άμεσα απασχολήσιμους αποφοίτους για τις κάθετα εξειδικευμένες θέσεις εργασίας των μεγάλων βιομηχανικών χωρών. Οι πτυχιούχοι μας θα πρέπει να έχουν ένα γερό θεωρητικό υπόβαθρο, ώστε να είναι σε θέση να προσαρμόζονται αυτοδύναμα στο φάσμα θέσεων εργασίας της επιστήμης που επέλεξαν, αλλά και σε συγγενείς επιστημονικές περιοχές, παρακολουθώντας παράλληλα την ταχύτατη τεχνολογική εξέλιξη των υπηρεσιών. Μήπως όμως είναι δυνατή η συρρίκνωση των πανεπιστημιακών μας σπουδών στα τρία χρόνια χωρίς ουσιώδη μείωση του επιστημονικού υπόβαθρου και του εύρους;

Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα, οι αλλαγές που προτείνονται από τη διακήρυξη της Bologna βρίσκονται και σε πλήρη αντίθεση με τα προγράμματα σπουδών των λυκείων τους στα οποία διατηρούν μια δεσπόζουσα θέση τα μαθήματα γενικής παιδείας, σε αντίθεση με το αγγλοσαξονικό σύστημα, κατά το οποίο, για να είναι καλά προετοιμασμένοι οι φοιτητές και να μπορούν να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις ενός τριετούς κύκλου σπουδών, αφιερώνουν κατά μέσο όρο τα δύο τελευταία έτη της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στην απόκτηση εξειδικευμένων γνώσεων (GCE A-level) σχετικών με το αντικείμενο που επιθυμούν να σπουδασουν, εις βάρος των μαθημάτων γενικής παιδείας.

Για την Ελλάδα ο περιορισμός των εξειδικευμένων λυκειακών γνώσεων για την εισαγωγή στις επιστήμες της προτίμησης του κάθε μαθητή, εκτιμάται από τους πανεπιστημιακούς διδάσκοντες ότι επιβαρύνει με αρκετές επί πλέον ώρες διδασκαλίας τα πρώτα εξάμηνα, προκειμένου να διατηρηθεί το επιθυμητό επίπεδο γνώσεων υποδομής. Για τον λόγο αυτό αυξάνονται οι πιέσεις για την προσθήκη των μαθημάτων ενός έως δύο επιπλέον εξαμήνων στα ήδη υπερφορτωμένα προγράμματα πανεπιστημιακών σπουδών (ο αριθμός -και οι ώρες- των υποχρεωτικών -για την απόκτηση πτυχίου- μαθημάτων στα ελληνικά πανεπιστήμια είναι σήμερα κατά 30% έως 70% μεγαλύτερος των αντιστοίχων καλών ευρωπαϊκών πανεπιστημίων επιπέδου master).

Είναι επομένως προφανής η αδυναμία χορήγησης πανεπιστημιακού πτυχίου σε τρία χρόνια χωρίς δραματική συρρίκνωση του εύρους και της ποιότητας των σπουδών και συνακόλουθο δραστικό περιορισμό των επαγγελματικών γνώσεων και συνακόλουθων δικαιωμάτων των αποφοίτων. Αποκτώντας ένα τριετές πτυχίο, το οποίο δεν εμπεριέχει τις δυνατότητες του ευρέος φάσματος και της συνεχούς αφομοίωσης νέων γνώσεων, ο πτυχιούχος καταδικάζεται στην εξάρτηση από περιορισμένο αντικείμενο εργασίας, έχει αδυναμία προσαρμογής στις εξελίξεις της επιστήμης και στην καλύτερη περίπτωση καθίσταται απλός και δύσκαμπτος χρήστης κάποιων τεχνολογιών. Επιπλέον, η γρήγορη, φθηνή και ρηχή υπερειδίκευση αυτοαναιρεί τα όποια οικονομικά της πλεονεκτήματα, δεδομένου ότι οδηγεί σε διαρκείς ανάγκες επιμόρφωσης, μέσω προγραμμάτων συνεχιζόμενης εκπαίδευσης.

Οσο για τη μετάθεση της «ποιότητας» στον μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών ας είμαστε ειλικρινείς με τους 280.000 φοιτητές μας. Πρέπει να τους δηλώσουμε ευθέως ότι επί της ουσίας θα πρέπει να τελειώσουν και τον μεταπτυχιακό κύκλο, αν θέλουν να αποκτήσουν πτυχίο ισοδύναμο με το αντίστοιχο της σημερινής ενιαίας δομής των σπουδών, όπως άλλωστε δηλώνουν με ευθύτητα και τα λίγα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια που υιοθέτησαν, παράλληλα με την παραδοσιακή δομή τους και την εναλλακτική δυνατότητα των δύο κύκλων. Και επειδή στον μεταπτυχιακό κύκλο εισάγεται σχετικά μικρό ποσοστό των αποφοίτων του προπτυχιακού κύκλου (το 25% στις καλύτερες περιπτώσεις) πρέπει να δηλώσουμε καθαρά ότι τρεις στους τέσσερις φοιτητές μας θα συρρικνώσουν τις φιλοδοξίες τους στην απόκτηση ενός πτυχίου, σαφώς υποδεέστερου από το χορηγούμενο σήμερα.

Η ελληνική αναπτυξιακή επιλογή

Η παραγωγική υποδομή της ελληνικής κοινωνίας, συγκριτικά ασθενής και εύθραυστη, δεν τα κατάφερε καλά στο νέο οικονομικό γίγνεσθαι. Παρά την αθρόα εισροή κοινοτικών πόρων, το αντίκρισμα σε βελτίωση υποδομή και αύξηση της παραγωγικότητας υπήρξε πενιχρό. Μέσα από το δυσοίωνο αυτό γενικό πλαίσιο διαφαίνεται μια τελευταία ευκαιρία: H μέσω των καλών πανεπιστημίων παραγωγή σημαντικού αριθμού στελεχών πρώτης γραμμής μπορεί να αποτελέσει ένα μεγάλο συγκριτικό μας πλεονέκτημα.

Πράγματι, με δεδομένο ότι η «αγορά» μετακινεί τις διεθνείς επενδύσεις σε παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών όλο και περισσότερο προς τις χώρες που διαθέτουν το κατάλληλα εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό, (επιλέγοντας βέβαια μεταξύ πολλών περιοχών, αυτές που διαθέτουν όπως και η Ελλάδα, σχετικά φθηνό κόστος εργασίας και διαβίωσης, σταθερό κοινωνικό-οικονομικό σύστημα, επαρκή αναπτυξιακή υποδομή (κυρίως συγκοινωνίες, τηλεπικοινωνίες), και ποιοτικά αναβαθμισμένο και ασφαλές περιβάλλον), η Ανώτατη Παιδεία υψηλής ποιότητας εκ των πραγμάτων μπορεί να καταστεί ο κυριότερος αναπτυξιακός μοχλός της εθνικής μας οικονομίας.

Κάθε σκεπτόμενος Ελληνας θέτει ως πρώτη υπαρξιακή μας προτεραιότητα την καλά μελετημένη, ρεαλιστική, αλλά και γενναία εκπαιδευτική ανασυγκρότηση στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδιασμού επανίδρυσης της ελληνικής παιδείας. O ενιαίος σχεδιασμός των εκπαιδευτικών κύκλων στο πλαίσιο μιας 12χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης με αυστηρή γνωσιολογική χρονική ακολουθία, η ίδρυση ενός τουλάχιστον πρότυπου δημόσιου σχολείου ανά νομό με τους κανόνες και τις προδιαγραφές των πρότυπων σχολείων που καταργήθηκαν, η αυτοδιοίκηση των διαφόρων βαθμίδων της παιδείας βάσει αξιόπιστων αρχών και κανόνων, η επαρκής χρηματοδότηση, για τη γενναία αναβάθμιση της υλικοτεχνικής υποδομής και του ανθρώπινου δυναμικού σε όλες τις βαθμίδες (διπλασιασμός των πόρων για την παιδεία εντός μιας τετραετίας), η αντικειμενική διασφάλιση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου, ο εξορθολογισμός της εισόδου στα AEI, ο Στρατηγικός Σχεδιασμός, η θεσμοθέτηση μόνιμου υφυπουργού και Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, αποτελούν τη σπονδυλική στήλη αυτής της ανασυγκρότησης.

Ο κ. Θεμιστοκλής Ξανθόπουλος είναι πρύτανης ΕΜΠ

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή