Αναδρομες Σε Γεγονοτα Και Προσωπα

Αναδρομες Σε Γεγονοτα Και Προσωπα

6' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα γεύματα με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή είχαν κάποιους άγραφους -και άγνωστους στους πολλούς- κανόνες. Θα ‘πρεπε να τους γνωρίζουν και να τους αποδέχονται όσοι καλούσαν σε γεύμα τον μεγάλο Ελληνα πολιτικό, αλλά και εκείνοι τους οποίους καλούσε ο ίδιος, συνήθως τα κυριακάτικα μεσημέρια, στα «καθιερωμένα» εξοχικά κέντρα και σπανιότερα στην κατοικία του στην Πολιτεία.

Ο Κων. Καραμανλής καλούσε τους φίλους του για το καθιερωμένο γεύμα της Κυριακής από την Παρασκευή, μέσω του Θόδωρου. Συνηθέστεροι τόποι ήταν το Γκολφ Γλυφάδας, ο «Ψαρόπουλος» και ο «Λεωνίδας» στη Βαρυμπόμπη. Σπανιότερα η «Λιμνούπολη» στην ίδια περιοχή και το «Μπλου Πάιν» στην Κηφισιά. H πρόσκληση για δείπνο μερικές φορές συμπεριελάμβανε και τις συζύγους, αλλά συνήθως η συντροφιά ήταν αμιγώς ανδρική. Αλλωστε η συζήτηση ήταν κατά κανόνα πολιτική και οι κυρίες μάλλον έπλητταν. Περίπου δέκα δημοσιογράφοι, άλλοι τόσοι πολιτικοί και τρεις από τον καλλιτεχνικό χώρο (ο Αλέξης Μινωτής, ο Τάκης Χορν και ο Μάνος Χατζιδάκις) ήμασταν εκ περιτροπής οι οκτώ με δέκα καλεσμένοι σε κάθε γεύμα.

Οταν οι συνδαιτυμόνες ήμασταν πολύ γνωστοί μεταξύ μας πληρώναμε τον λογαριασμό συλλογικώς. Μερικές φορές ο Καραμανλής καθόριζε ο ίδιος τον «υπόχρεο». «Στέφανε, είσαι ο πλουσιότερος στην παρέα. Να πληρώσεις τον λογαριασμό». Και ο Στέφ. Μάνος, οσάκις βρισκόταν στη συντροφιά, ανταποκρινόταν πρόθυμα και χαμογελώντας. Οταν οι προσκεκλημένοι ήταν λιγότερο γνωστοί στον Καραμανλή ο λογαριασμός πληρωνόταν από τον διευθυντή του γραφείου Τύπου της Προεδρίας της Δημοκρατίας, ο οποίος συνήθως μετείχε στο γεύμα.

Υπήρχαν, όμως, πολλές προσκλήσεις και σε φιλικά του σπίτια. O Καραμανλής, που ήθελε πάντοτε να έχει τον απόλυτο έλεγχο στις κοινωνικές του σχέσεις, είχε θέσει τους όρους αποδοχής της προσκλήσεως. Θα ‘πρεπε να γνωρίζει ποιοι είναι οι προσκεκλημένοι. Οταν το κάλεσμα ήταν πολυπρόσωπο, συχνά συμπλήρωνε ο ίδιος προσκεκλημένους, που μπορεί να ήταν άγνωστοι ή ελάχιστα γνωστοί στον οικοδεσπότη, καθορίζοντας πάντοτε τα πρόσωπα που θα κάθονταν στο τραπέζι του. Ετσι απέφευγε και τυχόν ανεπιθύμητα στον ίδιο άτομα, που θα ήθελε, ίσως, ο οικοδεσπότης να τιμήσει τοποθετώντας τα στο κεντρικό τραπέζι.

Πολύ σπάνια και ελάχιστοι είχαν την τύχη να προσκληθούν για γεύμα στην κατοικία του Καραμανλή. Αν το γεύμα ήταν επίσημο τα πάντα ήταν άψογα, αφού αναλάμβανε όλη την προετοιμασία και φροντίδα η Νίκη Καραμανλή, σύζυγος του Αχιλλέα και αγαπημένη νύφη του προέδρου. Οταν, όμως, η πρόσκληση ήταν ανεπίσημη και φιλική, εκτός από τη θερμή οικειότητα του οικοδεσπότη, την οποία πράγματι χαιρόμασταν, «αντιμετωπίζαμε» και την παροιμιώδη λιτότητα του μεγάλου Ελληνα πολιτικού. Οπως συνέβη μια ανοιξιάτικη Κυριακή του 1994.

Μη έχοντας λάβει την Παρασκευή το περίπου ανά μήνα τηλεφώνημα του Θόδωρου, αγόρασα το Σάββατο ένα μικρό γουρουνόπουλο και κάλεσα δύο ζευγάρια φίλων μου για να το συμφάγουμε, στον φούρνο με πατάτες.

Οι φίλοι ήλθαν και το ψητό άρχισε να μοσχομυρίζει, ανοίγοντας πρόωρα την όρεξη. Ημασταν στα ορεκτικά ουζάκια όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσα. Ηταν ο ίδιος ο Καραμανλής (προφανώς ο Θόδωρος είχε ρεπό) και με ρώτησε: «Τι θα κάνεις το μεσημέρι Στάμο;». Γνωρίζοντας τη λιτότητα του Καραμανλή, ιδίως στα θέματα διατροφής, σκέφτηκα ότι δεν υπήρχε λόγος να του πω λεπτομέρειες για το φαγοπότι που ετοιμάζαμε. Αλλωστε, δεν είχα καταλάβει ότι η ερώτηση ήταν πρόλογος αιφνιδιαστικής πρόσκλησης. «Να, εδώ κύριε πρόεδρε, θα φάμε με τη γυναίκα μου», απάντησα. «Μια και δεν έχεις να κάνεις τίποτε, δεν έρχεσαι να φάμε μαζί; Είμαστε και γείτονες. Περιμένω τον Τάκη (Λαμπρία) και τον Μάνο (Χατζιδάκι)».

Ο αιφνιδιασμός ήταν πλήρης. Περιθώριο αρνήσεως δεν υπήρχε πλέον. «Ευχαριστώ πολύ, κύριε πρόεδρε. Ερχομαι», μουρμούρισα. Εξήγησα στη γυναίκα μου και στους φίλους μου τι συνέβη, στράφηκα προς το ροδοψημένο γουρουνόπουλο για μια τελευταία μυρωδιά και έφυγα για την Πολιτεία.

Οταν έφτασα στην κατοικία του Καραμανλή ήταν ήδη εκεί ο Χατζιδάκις και ο Λαμπρίας. H συζήτηση ήταν για το πού θα μπορούσαμε να πάμε για φαγητό. «O «Λεωνίδας» είναι μακριά και ήδη είναι αργά», είπε ο πρόεδρος. «Εσύ Στάμο που είσαι Κηφισιώτης, ξέρεις κανένα κέντρο εδώ κοντά»; Το μόνο που ήξερα ότι λειτουργούσε και το μεσημέρι της Κυριακής ήταν το «Συμπόσιο» της Πολιτείας, δυο βήματα κοντά μας. Το πρότεινα, αλλά ο πρόεδρος το απέρριψε αμέσως. «Πήγα προ καιρού και ήταν σχεδόν άδειο». «E, καλύτερα κύριε πρόεδρε. Θα ‘χει ησυχία και θα μπορέσουμε να μιλήσουμε άνετα, χωρίς να μας διακόπτουν», παρατήρησε ο Τάκης Λαμπρίας. O στενός συνεργάτης και φίλος του Καραμανλή ήξερε, βεβαίως, ότι ο πρόεδρος ήθελε την πολυκοσμία και χαιρόταν τις εκδηλώσεις αγάπης των συνδαιτυμόνων από τα άλλα τραπέζια στα κυριακάτικα γεύματα. Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο πρόεδρος διέγνωσε μια τάση φιλικής ειρωνείας στην παρατήρηση του Λαμπρία και βιάσθηκε να προσθέσει: «Για να μην πηγαίνει ο κόσμος, σίγουρα δεν θα ‘ναι καλό το φαΐ. Αυτό εννοούσα».

Αφού έγιναν δυο-τρεις ακόμη προτάσεις, που επίσης απορρίφθηκαν από τον ίδιο, ο Καραμανλής πήρε την απόφαση: «Τι λέτε; Δεν μένουμε εδώ να μας φτιάξει η Μαρία (επί χρόνια πιστή του οικονόμος) κάτι πρόχειρο;». H ερώτηση ήταν, όπως πάντα, ρητορική. Αλλωστε συμπληρώθηκε με την εξής παρατήρηση. «Χρόνια το λέμε Μάνο ότι δεν πρέπει να τρως πολύ. Το ίδιο και εσύ Τάκη, παραπάχυνες τελευταία. Να, ο Στάμος που προσέχει είναι μια χαρά».

Εδώ ας κάνουμε μια παρένθεση. H λαιμαργία του Μάνου Χατζιδάκι ήταν σε όλους μας γνωστή. Εκτός δε του Καραμανλή και οι άλλοι φίλοι του τον πρόσεχαν ιδιαίτερα. Ενα καλοκαιρινό βράδυ του 1990 ο Μάνος βρέθηκε στη συντροφιά μας στις Σπέτσες. Είχε ήδη ψωνίσει πέντε – έξι μικρά βάζα με σπιτίσια γλυκά του κουταλιού και άρχισε να τα «δοκιμάζει» καθώς καθήσαμε για φαγητό στο «Ποσειδώνιο». O δικηγόρος Γιώργος Στεφανάκης, αλλά και ο Μάκης Μάτσας, πιο στενοί του φίλοι από τη συντροφιά, προσπάθησαν να τον σταματήσουν. «Μάνο, άσε τα γλυκά, θα φάμε τώρα».

Ο Χατζιδάκις τους άκουσε, δυσανασχετώντας μέσα του. Οι ίδιες συστάσεις επανελήφθησαν τη στιγμή της παραγγελίας και ο Μάνος περιορίσθηκε σε ένα σκέτο φιλέτο, φανερά δυσαρεστημένος. Οταν ήρθε η σειρά του φρούτου, το γκαρσόνι άρχισε από τον μεγάλο μουσικοσυνθέτη μας. «Καρπούζι ή πεπόνι;» τον ρώτησε. Και ο Μάνος ξέσπασε: «Εσένα ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να μου θέτεις τέτοια διλήμματα; Θέλω και καρπούζι και πεπόνι».

Ας γυρίσουμε, όμως, σε εκείνο το κυριακάτικο μεσημέρι στην Πολιτεία.

Ο Καραμανλής φώναξε την κυρία Μαρία και μπροστά μας έγινε ο εξής διάλογος:

Πρόεδρος: Τι έχεις πρόχειρο να φάμε;

κ. Μαρία: Τίποτε.

Πρόεδρος: Δεν έχεις ούτε αυγά για ομελέτα;

κ. Μαρία: Τέσσερα.

Πρόεδρος: Φέτα;

Η κυρία Μαρία, που δεν έκρυβε τη δυσφορία της για τους αιφνίδιους καλεσμένους, έδειξε με κάθετη τη μια παλάμη της τη βάση των δακτύλων της άλλης. «Τόσο». «Μας φτάνει», απεφάνθη ο Καραμανλής και η κυρία Μαρία έφυγε για την κουζίνα.

Η ομελέτα ήρθε σε λίγο, καλοφτιαγμένη σε ρολό, μαζί με μια ντοματοσαλάτα. Πρώτος αυτοσερβιρίστηκε ο πρόεδρος, αποσπώντας περίπου το εν τρίτον του κοινού γεύματος. Με τη σειρά μας οι τρεις καλεσμένοι φροντίσαμε να σαλαμοποιήσουμε ένας-ένας το υπόλοιπο κομμάτι, ώστε να μείνει και μια μικρή φέτα στην πιατέλα. Με μικρές μπουκιές και μασώντας αργά-αργά κατορθώσαμε να παρατείνουμε το γεύμα σε κάποια λογική διάρκεια. Μόλις δείξαμε ότι τελειώσαμε, ο Καραμανλής στράφηκε προς την κ. Μαρία που ήλθε να σηκώσει τα πιάτα: «Είδες; Οχι μόνο μας έφτασε η ομελέτα, αλλά περίσσεψε κιόλας».

Κατεβαίνοντας αργά το απόγευμα την εξωτερική μαρμάρινη σκάλα της κατοικίας, ο Λαμπρίας γύρισε και με ρώτησε: «Στάμο, τι είχες ετοιμάσει για το μεσημέρι, σπίτι σου;». «Γουρουνόπουλο ψητό με πατάτες» του απάντησα χαιρέκακα, αλλά και με αυτοσαρκασμό. «Καλά να πάθετε», παρενέβη ο Χατζιδάκις. «Εγώ από την εποχή που συναντιόμασταν με τον Καραμανλή στο Παρίσι, έβαλα μυαλό. Κάθε φορά που τρώγαμε σε εστιατόριο γκρίνιαζε συνεχώς για την υγεία μου και μέτραγε τις μπουκιές μου. Οταν μέναμε σπίτι του έτρωγα, όσο φάγατε και εσείς σήμερα. Ετσι, κάθε φορά που με καλεί για γεύμα φροντίζω και τρώω προηγουμένως σαν λύκος. Σήμερα με δυσκολία έφαγα και την ομελέτα»…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή