Πολιτική Ευρώπη και οικονομικό καθεστώς

Πολιτική Ευρώπη και οικονομικό καθεστώς

5' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σημειώσαμε στο προηγούμενο κείμενο, ότι το σχέδιο «συνταγματικής» Συνθήκης αντανακλά την επικρατούσα σήμερα οικονομική και κοινωνική φιλοσοφία στην Ευρώπη. Ομως, η ελληνική συζήτηση για τη συνταγματική Συνθήκη εντυπωσιάζει για τη μονομέρειά της. Εδειξε να ενδιαφέρεται πολύ για θέματα καρέκλας, όπως ο ορισμός προέδρου και «υπουργού Εξωτερικών» στην Ενωση, τα ποσοστά ψήφων, η ανά εξάμηνο εναλλασσόμενη προεδρία και ελάχιστα ή, ενίοτε, παραπλανητικά για το μείζον ζήτημα τι έκανε και τι θα κάνει η Ενωση με τις παλαιές και νέες αρμοδιότητες.

Η υποτονικότητα της συζήτησης για την οικονομική και κοινωνική φιλοσοφία της Ενωσης, έχει πολλές αιτίες. Μία από αυτές είναι ότι τα κυρίαρχα «αριστερά» ιδεολογήματα, που καλλιεργούνται ακόμη στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς, δεν έχουν συμβιβασθεί με το απλό γεγονός, ότι η χώρα βρίσκεται σε ένα περιβάλλον, στο οποίο επικρατεί ολοένα και περισσότερο ο ανταγωνισμός, ενώ στενεύουν τα περιθώρια για εκείνους τους ιδιαίτερους δρόμους στην οικονομική και κοινωνική πολιτική που υπακούουν στις κομματικές – πολιτικές ανάγκες. Συνεπώς, ο πολιτικός λόγος της κυβέρνησης είτε αποφεύγει τις κακοτοπιές είτε απλώς παραπλανά. Τυπικό παράδειγμα οι επανειλημμένες δηλώσεις υπουργών ότι το θέμα των συντάξεων έληξε, την ώρα ακριβώς που διαμορφώνεται συναίνεση στην E.E. για τα επόμενα βήματα.

Ο φιλελευθερισμός της Ενωσης…

Ας το πούμε καθαρά: η ώς τώρα θεσμική εξέλιξη της E.E. και η μεταβίβαση εξουσιών σε αυτή συνδέθηκε στενά με την ανάπτυξη ενός κατά βάση φιλελεύθερου μοντέλου οικονομικής πολιτικής, το οποίο όμως:

– δεν είναι ακραίο,

– δεν αποκλείει εθνικούς δρόμους στην πολιτική και

– δεν οδηγεί σε παραίτηση από την πολιτική, όπως υπονοούν ή υποστηρίζουν ρητά το κοινωνικό φόρουμ και άλλοι κριτικοί.

Το μοντέλο δεν είναι ακραίο. Αντίθετα, συμπληρώνεται από πάσης φύσης πολιτικές παρεμβάσεις, όπως π.χ. τα γνωστά μας «κοινοτικά πλαίσια στήριξης» μέσω των οποίων μεταφέρονται πόροι και προς τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες και περιφέρειες της Ενωσης – ανεξάρτητα τώρα από το αν οι τελευταίες τούς χρησιμοποιούν σωστά ή όχι. Αλλά, η βασική φιλοσοφία του μοντέλου είναι φιλελεύθερη.

Ας προσθέσουμε ότι στο πλαίσιο αυτό δεν αποκλείονται διαφορετικές πολιτικές. Οι εθνικές κυβερνήσεις διατηρούν αρκετή αυτονομία στο να τακτοποιούν τα του οίκου τους. Ούτε οι απόψεις για το δέον γενέσθαι συστοιχίζονται σε μία και μοναδική γραμμή όπως έδειξε καθαρά και η πρόσφατη συζήτηση για την τύχη του ΣΣΑ.

Συνολικά, ο μετριοπαθής φιλελευθερισμός του ενωσιακού καθεστώτος δεν συνεπάγεται απουσία πολιτικής, ούτε συνυφαίνεται με το αίτημα της πολιτικής αυτοπαραίτησης. Αντίθετα, μπορεί να απαιτεί περισσότερη πολιτική σε ορισμένα θέματα πάνω από το εθνικό επίπεδο, δηλαδή τρόπον τινά συντονισμένες πολιτικές και δράσεις, π.χ. πανευρωπαϊκά σχέδια επενδύσεων υποδομής, προκειμένου να αναθερμανθεί η ευρωπαϊκή οικονομία, ελάχιστες κοινές προδιαγραφές για την προστασία του περιβάλλοντος και της εργασίας, αλληλέγγυες δράσεις σε περίπτωση τοπικών (εθνικών) κρίσεων. Τα κράτη – μέλη έχουν από καιρό ανακαλύψει την ανάγκη να λύνουν «ευρωπαϊκά» ορισμένα προβλήματα. Ομως, το ενωσιακό καθεστώς συνεπάγεται άλλη και καλύτερη εθνική πολιτική. H τελευταία οφείλει πράγματι να εγκαταλείψει τον παλαιό και νέο κρατισμό, που προστατεύει ή άλλως πως ευνοεί επιχειρήσεις και συντεχνίες εις βάρος του συνόλου, συντηρεί αντιπαραγωγικά στρώματα, στηρίζει εισοδήματα χωρίς παραγωγικό αντίκρισμα, ευνοεί τη διαφθορά και το σπουδαιότερο στέκεται στρουθοκαμηλικά έναντι των δραματικών αλλαγών στα δεδομένα της τεχνολογίας, της δημογραφίας και των ανοιχτών αγορών.

Εξ αντικειμένου, η ευρωπαϊκή ενοποίηση λειτούργησε ως φιλελεύθερη δύναμη για πολλές χώρες και, εν μέρει, για την Ελλάδα. Το σημερινό οικονομικό καθεστώς στη χώρα μας διαφέρει αρκετά από εκείνο που είχε διαμορφωθεί προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80 με τα χαρακτηριστικά του δημοσιονομικά ελλείμματα, τον επίμονο πληθωρισμό που αποδιοργάνωνε την οικονομία (και τον κοινωνικό ιστό), την άν-αρχη εν τέλει επέκταση των κρατικών δραστηριοτήτων και τις ψευδεπίγραφες κοινωνικές αναδιανομές. Ωστόσο, η μεταρρύθμιση έμεινε ημιτελής. Γεγονός είναι ότι πολλές μεταρρυθμίσεις της σημερινής κυβέρνησης είναι νοθευμένες με άφθονο κρατισμό και κομματισμό, προϊόν μη βιώσιμων συμβιβασμών με δυνάμεις του status quo.

…και της «συνταγματικής» Συνθήκης

Στις περισσότερες διατάξεις του σχεδίου «συνταγματικής» Συνθήκης αντανακλάται ακριβώς ο φιλελεύθερος χαρακτήρας του ενωσιακού καθεστώτος. Το σχέδιο ορίζει, ανάμεσα σε άλλα ότι:

– η Ενωση στηρίζεται σε μια «εξαιρετικά ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς» (άρθρο I-3, 3),

– εξασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και κεφαλαίων (άρθρο I-4, 1) ή μια «περιοχή χωρίς εσωτερικά σύνορα» (άρθρο III-11, 2),

– απαγορεύει τις κρατικές βοήθειες που διαστρέφουν τον ανταγωνισμό, ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις ή προϊόντα (άρθρο III-53),

– περιλαμβάνει τον συντονισμό των εθνικών οικονομικών πολιτικών «σύμφωνα με τις αρχές μιας ανοιχτής οικονομίας της αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό» (άρθρο III-66, 1),

– απαγορεύει υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα (III-73) και

– επιζητεί μια συντονισμένη πολιτική απασχόλησης, προκειμένου «να προάγει μια εξειδικευμένη, εκπαιδευμένη και προσαρμόσιμη σε εργατικό δυναμικό και αγορές εργασίας που ανταποκρίνονται στην οικονομική αλλαγή» (άρθρο ΙΙΙ-92).

Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται παράπλευρες διεργασίες, όπως η μεταρρύθμιση της ΚΑΠ που ανοίγεται περισσότερο στον ανταγωνισμό, η σύγκλιση σε ζητήματα κοινωνικής πολιτικής κ.λπ. Οι προτεινόμενες επεκτάσεις των εξουσιών της Ενωσης π.χ. σε θέματα κοινωνικής πολιτικής θα ενδυναμώσουν απλώς τις υπάρχουσες τάσεις για μεταρρυθμίσεις που υπακούουν στο γενικότερο πνεύμα της Συνθήκης.

Η νέα ισορροπία ανάμεσα σε πολιτική και αγορά

Το μεγάλο ζήτημα της μεταρρύθμισης στην Ενωση είναι σήμερα η τροποποίηση της ισορροπίας ανάμεσα σε κράτος και αγορά, η αναμόρφωση του κοινωνικού κράτους, η ενδυνάμωση του ανταγωνισμού. Εν πολλοίς, οι θεσμικές εξελίξεις, ιδίως μετά το Μάαστριχτ, επιβεβαιώνουν την υπόδειξη του James Βuchanaότι σε ομοσπονδιακά καθεστώτα οι κεντρικοί θεσμοί (οφείλουν να) περιορίζουν τον προστατευτικό ακτιβισμό τοπικών κυβερνήσεων προς όφελος ομάδων συμφερόντων. Σε άλλη διατύπωση, οι ομοσπονδιακοί κανόνες είναι ένα μέσο για την πειθάρχηση της (τοπικής) πολιτικής και για την ομαλή λειτουργία της αγοράς και του ανταγωνισμού. Τον σκοπό αυτό θα υπηρετούν και στο μέλλον η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ο μηχανισμός της δημοσιονομικής πειθαρχίας, οι άλλες μορφές συντονισμού της οικονομικής πολιτικής και οι κανόνες της εσωτερικής αγοράς. H Ενωση έχει εν πολλοίς ομοσπονδιακά χαρακτηριστικά.

Η Ελλάδα στην Ενωση δεν αποτελεί προνομιακό χώρο εξαιρέσεων από τις παλαιές και νέες πειθαρχίες. Αλλά το μεγάλο ερώτημα περιμένει ακόμη την τελική του απάντηση: σε ποια έκταση μπορεί πραγματικά η Ενωση να επηρεάσει τον τρόπο που λειτουργεί ένα τοπικό σύστημα, όπως το ελληνικό, που έχει διαμορφωθεί σε μια μακρά ιστορική διαδρομή; Και πόσο μπορεί το τελευταίο να ανθίσταται σε αναγκαίες αλλαγές χωρίς να περιέλθει σε σοβαρή κρίση;

(1) O κ. Π. Καζάκος είναι Καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή