Το παιχνίδι παίζεται στο κέντρο του γηπέδου

Το παιχνίδι παίζεται στο κέντρο του γηπέδου

6' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το πολιτικό παιχνίδι παίζεται αποκλειστικά από δύο κόμματα, τα δύο μεγάλα κόμματα που διεκδικούν την εξουσία και γι’ αυτό αποκαλούνται κόμματα εξουσίας. Ολοι οι μέχρι σήμερα εκλογικοί νόμοι, παρέχοντας στο πρώτο κόμμα, με ποσοστό ψήφων έστω 39% – 40%, απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και το δικαίωμα σχηματισμού κυβέρνησης, διαμόρφωσαν και συντηρούν το καθεστώς του δικομματισμού. Με εξαίρεση τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 1989 και ιδιαίτερα του 1990 που περιόρισε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Ν.Δ… σε μια (και μοιραία) έδρα παρά το υψηλό ποσοστό ψήφων που συγκέντρωσε.

Το δικομματικό σύστημα

Το δικομματικό σύστημα συγκέντρωσε το μέγιστο πολιτικό ενδιαφέρον στα δύο «κόμματα εξουσίας» και εξώθησε τα υπόλοιπα σε θέσεις κατ’ ανάγκην καταγγελτικές (η περίπτωση της Αριστεράς) ή έκφρασης περιστασιακής δυσαρέσκειας (οι περιπτώσεις του κ. Τσοβόλα και του κ. Καρατζαφέρη). Μαζί με το μέγιστο πολιτικό ενδιαφέρον, όπως είναι φυσικό, τα δύο «κόμματα εξουσίας» συγκεντρώνουν και το μέγιστο ποσοστό ψήφων, συνολικά περίπου το 85%, επειδή ακριβώς μεταξύ των δύο, χωρίς την παρεμβολή ουδενός τρίτου, κρίνεται η εξουσία. Παρέχεται έτσι η εντύπωση ότι το δικομματικό σύστημα λειτουργεί με την έγκριση της μέγιστης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. H εντύπωση είναι απατηλή, αλλά και αν δεν ήταν, η θέληση του συνόλου του λαού δεν είναι αρκετή για να νοθευθεί το σύστημα της αντιπροσώπευσης, πάγια καταστατική αρχή του πολιτεύματος.

Μια δεύτερη συνέπεια αυτού του συστήματος είναι ότι η εκλογική αναμέτρηση παίρνει κάθε φορά το χαρακτήρα, τη χοντροκοπιά και την αγριότητα του ποδοσφαιρικού «ντέρμπι», όπου συνήθως εξαφανίζεται η τέχνη του ποδοσφαίρου.

Ετσι και στα εκλογικά «ντέρμπι» εξαφανίζεται η πολιτική, εξαφανίζεται η πολιτική συζήτηση και όλη η προσπάθεια των δύο μονομάχων του «ντέρμπι» συγκεντρώνεται στην εικόνα, στις εντυπώσεις, στη σκηνοθεσία και στα «εφέ» και έτσι προσπαθούν να συγκεντρώσουν και να φανατίσουν όσο το δυνατόν περισσότερους οπαδούς, να μην επιτρέψουν τη χαλαρή διασπορά τους σύμφωνα με πολιτικά κριτήρια. Αυτή η λογική του «ντέρμπι» επέβαλε στο ΠΑΣΟΚ την εντυπωσιακή σκηνοθεσία για την αλλαγή ηγεσίας… ερήμην της πολιτικής.

Μια τρίτη συνέπεια ίσως είναι πιο σημαντική από πολιτική άποψη: η εκλογική νίκη του ενός από τα δύο «κόμματα εξουσίας» εξαρτάται από τη μετακίνηση ενός 3% – 4% του εκλογικού σώματος, συνήθως με συμβατικούς όρους, από την περιοχή του κέντρου, όπου ο πολιτικός φανατισμός δεν είναι αρκετός για να θολώσει την πολιτική κρίση. Είναι πολύ φυσικό τα «δύο κόμματα εξουσίας» να συγκεντρώνουν την προσοχή τους σ’ αυτό το 3% – 4%, το οποίο προσπαθούν να ικανοποιήσουην ή τουλάχιστον να μη δυσαρεστήσουν. Οταν διαπιστώνουν ότι αυτές οι μετακινήσεις είναι πιο πιθανές στο Κέντρο, τότε και τα δύο κόμματα συγκλίνουν πολιτικά προς το Κέντρο! Οι μετακινήσεις αυτές εξασφάλισαν στον Κώστα Σηίτη δύο τετραετίες και όταν διαμορφώθηκε η ισχυρή πιθανότητα να στραφούν προς την αντίθετη κατεύθυνση επινοήθηκε η σκηνοθεσία αλλαγής ηγεσίας, με όνομα που διαθέτει πατρογονικούς δεσμούς με το Κέντρο και με πρόσωπο χαμηλών τόνων, σταθερού δυτικού προσανατολισμού, του οποίου η συμπεριφορά εκφράζει περισσότερο τη μετριοπάθεια του Κέντρου παρά την πασοκική χοντροκοπιά και αγριότητα του άλλου άκρου.Ωστόσο, τη σημερινή διάταξη των πολιτικών δυνάμεων, με πρωταγωνιστές δύο κόμματα που συγκλίνουν προς το Κέντρο, δεν τη διαμορφώνει μόνον ο εκλογικός νόμος. Με οποιονδήποτε εκλογικό νόμο, τα δύο «κόμματα εξουσίας» θα συγκέντρωναν το μέγιστο ποσοστό ψήφων και λαϊκής συγκατάθεσης. Δεν θα μεταβαλλόταν ουσιαστικά η σημερινή διάταξη των πολιτικών δυνάμεων. H απλή αναλογική θα απέτρεπε ίσως τον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης ή θα οδηγούσε σε κυβερνητική συνεργασία τα δύο μεγάλα κόμματα ή τμήματά τους. H κοινή γνώμη θα δεχόταν μάλλον με δυσαρέσκεια το «χάος της ακυβερνησίας», ενώ μια μορφή συνεργασίας μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων θεωρείται από μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης ως ο μόνος τρόπος επίλυσης μεγάλων προβλημάτων, γιατί θα έσπαγε η διελκυστίνδα, όπου το πολιτικό κόστος του ενός «κόμματος εξουσίας» το εισπράττει ως κέρδος το άλλο.

Τα αίτια του δικομματισμού είναι πολλά και βαθύτερα, αλλά το σημαντικότερο φαίνεται ότι είναι η αδυναμία της Αριστεράς να αποκαταστήσει την ενότητά της και να επανακτήσει την ελκτική της δύναμη, στον ρόλο της κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης, αλλά και στον ρόλο του ονείρου και που θα προσέλκυε τη διάχυτη σήμερα και χαραμισμένη ανησυχία των νέων. Αυτοί όμως οι ρόλοι απαιτούν ιδεολογική ελευθερία, ανοιχτά κόμματα χωρίς ιδεολογικά ή οργανωτικά βαρίδια. Προπαντός, όμως, απαιτούν επαφή με το νέο περιβάλλον που διαμορφώθηκε, στη χώρα μας και διεθνώς, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού «σοσιαλισμού» και μετά από όσα αυτή αποκάλυψε.

Αντικαπιταλισμός χωρίς προοπτική

Η Αριστερά, στη χώρα μας και σε ολόκληρη την Ευρώπη (για να μην πούμε σε ολόκληρο τον κόσμο) προ δεκαετιών εγκατέλειψε την ανατρεπτική στρατηγική και τη διατήρησε μόνο στη δογματική ρητορεία. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι αποδέχεται τον καπιταλισμό και την καπιταλιστική ανάπτυξη σαν το γενικότερο πλαίσιο δράσης και προοπτικής, που μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», κυριαρχεί παγκόσμια σαν η μοναδική προοπτική, χωρίς εναλλακτικό παράδειγμα, την οποία ακολουθούν όλοι οι «εργαζόμενοι» και από αυτήν περιμένουν βελτίωση της μοίρας τους.

Το καπιταλιστικό πλαίσιο δράσης είναι ένα τεράστιο πεδίο κριτικής και κοινωνικής αντιπολίτευσης προς την κατεύθυνση όμως της ανάπτυξης, ακόμα ή προπαντός στην «παγκοσμιοποιημένη» μορφή της. Οχι τόσο γιατί είναι αναπότρεπτη, αλλά γιατί συνδέεται με τη ζωή όλων των ανθρώπων, ταυτόχρονα θετικά και αρνητικά. H άσκηση κριτικής και κοινωνικής αντιπολίτευσης προς κατεύθυνση γενικά και δογματικά αντικαπιταλιστική, χωρίς την προοπτική της ανατροπής, έχει καθηλώσει την Αριστερά στην υπεράσπιση όλων των αντικαπιταλιστικών «κεκτημένων», κυρίως του κρατισμού, που τον θεωρεί συνώνυμο του «σοσιαλιστικού μετασχηματισμού», και όλων των «κεκτημένων» και ταυτόχρονα παρωχημένων μορφών εργασίας, σκέψης και ζωής. Δεν έχει και αρνείται την προοπτική την οποία ακολουθούν όλοι οι άνθρωποι, θέλοντας και μη, και στην οποία εντάσσουν τα όνειρά τους και τις ελπίδες τους.

Τα τελευταία τριάντα χρόνια και από την Αριστερά και από όλες τις παρατάξεις καταβλήθηκε τεράστια προσπάθεια να απαλλαγούμε από τις αγκυλώσεις του εμφυλίου πολέμου. Σημειώθηκε μεγάλη πρόοδος, συχνότατα όχι με την κατανόηση των γεγονότων, αλλά με τη λήθη. Ηταν απαραίτητο να γίνει αυτό, προκειμένου όλες οι πολιτικές δυνάμεις να ανασυνταχθούν στο κοινό πλαίσιο της αναγεννημένης δημοκρατίας και η Αριστερά να καταλάβει ισότιμη θέση με τα άλλα πολιτικά κόμματα.

Σε κάθε βήμα όμως της πορείας αυτής ελλοχεύει το ερώτημα, όχι μόνο των «νικητών» του εμφυλίου αλλά και των «ηττημένων»: «Τι θα είχε συμβεί αν η έκβαση του εμφυλίου πολέμου ήταν ακριβώς η αντίστροφη; H Ελλάδα θα είχε τη μοίρα της Αλβανίας και της Βουλγαρίας και ακόμα χειρότερα της Γιουγκοσλαβίας, με αμφίβολη τη διατήρηση ακόμα και της εθνικής ακεραιότητας;».

Οσο και αν είναι άσκοπα τα ιστορικά «αν», όσο και αν η γενιά του εμφυλίου πολέμου βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο του φυσικού τέλους, το ερώτημα καταγράφεται στην ιστορική μνήμη και περιμένει από την Αριστερά σαφή απάντηση και αναθεώρηση όλης της πολιτικής που ακολούθησε στο φιλοσοβιετικό παρελθόν της.

Τα τελευταία τριάντα χρόνια, παρά τη σχεδόν πλήρη ελευθερία δράσης, τα δύο κόμματα της Αριστεράς κινούνται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και βλέπουν την εκλογική τους δύναμη και γενικότερα την πολιτική και κυρίως την ιδεολογική επιρροή συνεχώς να συρρικνούνται. Συμβαίνει και κάτι χειρότερο: σε αυτά τα χρόνια δεκάδες χιλιάδες νέοι πέρασαν από τις τάξεις της Αριστεράς για να την εγκαταλείψουν αμέσως μετά και να αναζητήσουν το μέλλον τους εκεί όπου εκτυλίσσεται η πραγματική ζωή, στην… καπιταλιστική ανάπτυξη. Δεν είναι η Αριστερά που τους έχασε. Είναι η ζωή που τους κέρδισε, επειδή ακριβώς η Αριστερά δεν είναι μέσα στη ζωή.

Είναι άσκοπο να κάνει κανείς προβλέψεις για την έκβαση μιας εκλογικής αναμέτρησης και να στηρίξει σε αυτές τις σκέψεις του. Οποιαδήποτε όμως και αν είναι η έκβαση της προσεχούς εκλογικής μάχης, αφορά αποκλειστικά τα δύο «κόμματα εξουσίας» και δεν φαίνεται πιθανό ότι θα μεταβάλει τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων, ώστε να οδηγηθούμε στον σχηματισμό «νέας πλειοψηφίας», σε ποιότητα και σε εύρος, απαραίτητης για τη λύση των μεγάλων προβλημάτων. Το μόνο που αυτήν την ώρα διαπιστώνεται με αρκετή σαφήνεια είναι το ευρύ και διάχυτο λαϊκό αίτημα για αλλαγή που αναφέρεται όχι τόσο στην ικανοποίηση επιμέρους αιτημάτων, αλλά στον τρόπο διακυβέρνησης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή