Ενα παραμύθι από την Αθήνα

2' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σ ε μία πόλη σαν την Αθήνα είσαι πάντα προετοιμασμένος για το χειρότερο: πεζοδρόμια που δεν μπορείς να περπατήσεις, διαδηλώσεις των 50 ατόμων που μπλοκάρουν τους δρόμους από τη μία στιγμή στην άλλη, μουτρωμένους συμπολίτες που σπρώχνουν στα λεωφορεία, καπνίζουν στο πρόσωπό σου, μουρμουρίζουν ή δεν λένε τίποτα (αντί για «ευχαριστώ»), όταν τους διευκολύνεις.

Αυτή είναι μια παγιωμένη αθηναϊκή κατάσταση. Την ξέρουμε, την υπομένουμε, έχουμε εθιστεί σ’ αυτήν. Κι όταν κλείσουμε την πόρτα του σπιτιού μας, όσοι ζούμε σ’ αυτήν την πόλη, έτοιμοι για μία καινούργια μέρα, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι εκεί έξω μάς περιμένει μια μικρή ή μεγαλύτερη μάχη με διαφορετικούς κάθε φορά εχθρούς.

Την περασμένη Τετάρτη ξεκίνησα την ημέρα έχοντας μπροστά μου μια δύσκολη επιχείρηση: ήμουν υποχρεωμένος, για επαγγελματικούς λόγους, να μετακινηθώ από μια κεντρική συνοικία της Αθήνας σε μια περιοχή των βορείων προαστίων που πρώτον, δεν γνώριζα σχεδόν καθόλου και δεύτερον, δεν φημίζεται για την καλή της εξυπηρέτηση από τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ημουν έτοιμος λοιπόν για μια ακόμα αθηναϊκή σπαζοκεφαλιά που έπρεπε να λυθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αποφάσισα να χρησιμοποιήσω το μετρό, αντικρίζοντας το ποτάμι από αυτοκίνητα που ανέβαινε αγκομαχώντας τη λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου προς το Χίλτον. Το μετρό είναι πάντα ένα ζεστό καταφύγιο στις δύσκολες ημέρες, μία εντελώς αυτόνομη νησίδα τάξης και αξιοπρέπειας καταμεσής του γενικού χάους. Σε επτά λεπτά (όσα θα χρειαζόμουν, ίσως, για να περάσω με το λεωφορείο το επόμενο φανάρι) βρισκόμουν στον τερματικό σταθμό της Εθνικής Αμυνας. Αυτό σημαίνει ότι σε μηδενικό, σχεδόν, χρόνο (για τα αθηναϊκά δεδομένα), είχα καλύψει μία απόσταση αρκετών χιλιομέτρων και χτυπούσα ήδη την πόρτα των βορείων προαστίων. Μόλις ανέβηκα στην επιφάνεια, ρώτησα τον σταθμάρχη των λεωφορείων αν υπήρχε κατά λάθος κάποια γραμμή – ανταπόκριση για την περιοχή «μου». Υπήρχε. Και ήταν πολύ κοντά.

Το αθηναϊκό μου μυαλό, παρά την ανέλπιστη καλοτυχία, δεν με άφηνε σε ησυχία. Πότε θα περάσει; Κι αν δεν πηγαίνει εκεί που πηγαίνω; Ανακουφίστηκα μόνο όταν είδα αρκετό κόσμο στη στάση. Το λεωφορείο ήρθε σε τρία λεπτά. Ενα ωραίο, άνετο λεωφορείο με σχεδόν όλους τους επιβάτες καθισμένους.

Εκανα ό,τι έκαναν και οι υπόλοιποι: βρήκα μία θέση. Το μόνο που έπρεπε να εξακριβώσω ήταν το όνομα της στάσης «μου». Προτίμησα να ρωτήσω μία κυρία που καθόταν δίπλα μου. Απαραίτητη παρένθεση: το να ρωτάς έναν Αθηναίο πληροφορίες εμπεριέχει πάντα ένα σημαντικό ποσοστό ρίσκου. Θα είναι στις καλές του; Θα έχει ξυπνήσει με κέφια; Θα είναι ευγενικός; Τέλος πάντων. Επιστράτευσα χαμόγελο «Colgate» (περίπου) και θάρρος. H κοπέλα, λίγο μεγαλύτερη από τα 30, αποδείχθηκε καθηγήτρια των καλών τρόπων. Δεν ήταν καθόλου μουτρωμένη ή απότομη αλλά ακριβώς το αντίθετο. Κι επιπλέον, με καθησύχασε για τη στάση: ήταν πολύ κοντά στον προορισμό μου.

Είχα αρχίσει να έχω παραισθήσεις. Πού βρισκόμουν; Στην Αθήνα ή στο Ελσίνκι. Ή ακόμα καλύτερα στην ταινία «Pleasantville» του Γκάρι Κρος, την «τέλεια πόλη με τα τέλεια σπίτια και τους τέλειους κατοίκους».

Στο ραντεβού μου συνεχίστηκε το γαϊτανάκι της καλής τύχης. Ναι, ήταν μια σπουδαία Τετάρτη, γεμάτη καλούς ανθρώπους στον δρόμο μου, γρήγορες συγκοινωνίες, ωραίες εικόνες μίας καθημερινότητας που κοντεύουμε να ξεχάσουμε. Το ξέρω, ακούγεται λίγο σαν αφελές παραμυθάκι. Είναι ταυτόχρονα μια ευοίωνη εικόνα από ένα μέλλον που μπορεί να είναι δικό μας. Ούτως ή άλλως, όλοι έχουμε τις καλές και τις κακές μας στιγμές. Και, ίσως, ήρθε η ώρα και για την Αθήνα να επιτρέπει στον εαυτό της ορισμένες πραγματικά καλές στιγμές.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή