Ταυτόχρονη μετάφραση

1' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Τι με θωρείς εσύ, ε; Τι με θωρείς;» έλεγε η Λευκαδίτισσα γιαγιά στην τρίχρονη κόρη μου. «Σκιάχτηκες; Μωρή πιρπίρω!». Ολες οι λέξεις της φράσης της ήταν άγνωστες και η μικρή στράφηκε προς το μέρος μου για βοήθεια. Αυτά τα ελληνικά του ορεινού λευκαδίτικου χωριού με τις μαυροντυμένες γυναίκες δεν τα είχε ξανακούσει. Ούτε είχε δει ανθρώπους να δρασκελίζουν το κατώφλι για να αφήσουν στην αυλή πότε δυο αυγά από την κότα τους, πότε μια ποδιά σύκα.

Επρεπε να της εξηγήσω τις διαφορές συμπεριφοράς και γλώσσας, αλλά πώς; Μένω άναυδη κι εγώ μπροστά στην αυθόρμητη φιλοξενία, στην άνευ λόγου δοτικότητα. Κι από τα βάθη της μνήμης έρχεται μια εικόνα: οι γυναίκες της οικογένειας δέχονται το πεσκέσι και επιστρέφουν το πιάτο μ’ ένα νέο πεσκέσι.

Οι αργόσυρτες φθινοπωρινές διακοπές χτύπησαν ένα νεύρο που δεν πονάει συχνά: το νεύρο της αστικής απάθειας. Είναι τόσο σοφά αποξενωτική η ζωή στις πόλεις που όταν κάποιος έρχεται και σου προσφέρει αυγουλάκι ημέρας είτε τα χάνεις είτε χοροπηδάς σαν το κατσίκι για να δείξεις τη χαρά σου, σαν έξαλλος τουρίστας που θαυμάζει την κοινωνική συνοχή του χωριού.

Κάθε απόγευμα βρίσκαμε το πεσκέσι μας στην αυλή κι ύστερα καθόμασταν έξω, στη δημοσιά, πάνω σε κοντοκομμένους κορμούς δέντρων (σκαμπό τα ονόμαζε η μικρή, αφού μόνο σ ένα μαρμαράκι. «Μη νοιάζεσαι, θα τα σαρώσω εγώ το πρωί», έλεγε η γιαγιά κι εγώ έσκυβα στο αυτί της κόρης μου για τη μετάφραση: «Θα τα σκουπίσει το πρωί λέει».

«Τήρα τον ήλιο», έλεγε η γιαγιά κι εγώ αποφάσισα να αφήσω την ταυτόχρονη μετάφραση και να κοιτάξω τη δύση σε όλη τη μενεξεδένια της υπομονή. Ταυτόχρονα είχα επίγνωση της νοσταλγίας μου για κάτι που δεν έζησα, για λέξεις που δεν άκουσα, για δώρα που δεν έμαθα να κάνω. Κι έτσι βρισκόμουν συνεχώς στο όριο του σεβασμού για το άγνωστο και της αυτοτιμωρίας. Ομως τη ζωή μας, το παρελθόν της, δεν μπορούμε να το αλλάξουμε.

Αν δεν έζησες σε χωριό θα είσαι πάντα κάπως γελοίος στις εκδηλώσεις ενθουσιασμού. Θα προσπαθείς να ανοίξεις ένα λαγούμι συναισθήματος και θα ρίχνεις μαζί και τους τοίχους. Ιδίως όταν επιστρέφεις πια και γράφεις γι’ αυτό που έζησες και που φυσικά δεν χωράει σε λόγια: αυτοκαταστρέφεται όταν δεν το τροφοδοτείς καθημερινά με ανταλλαγές επισκέψεων και τελετουργικές δύσεις. Επιστρέφεις και ριζώνεις ακόμη πιο βαθιά στον εαυτό σου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή