Ανορθόδοξα πανεπιστήμια

6' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Συχνά ακούγεται από το υπουργείο Παιδείας ότι το σχέδιο νόμου για τις εκκλησιαστικές σχολές θα είναι παρόμοιο με τον νόμο που διέπει τις στρατιωτικές σχολές, εννοώντας τον ατυχή νόμο Παπαντωνίου 3187/2003, που ελάχιστα έχει δοκιμασθεί στην πράξη. Ο τροποποιητικός νόμος, εξίσου ατελής, πριν από λίγες ημέρες συζητήθηκε στη Βουλή. Είναι επομένως απορίας άξιον πώς το υπουργείο σπεύδει να εναγκαλισθεί το εν λόγω νομικό πλαίσιο. Πιστεύουμε ότι οι όποιες ομοιότητες μεταξύ στρατιωτικών και εκκλησιαστικών σχολών είναι απατηλές και ότι νόμοι παρόμοιοι με τον 3187 είναι ακατάλληλοι και για τις δύο περιπτώσεις.

Ακατάλληλος νόμος

Τα τρία ελάχιστα κριτήρια που πρέπει να ικανοποιούνται για να περιβληθεί μια σχολή τον πανεπιστημιακό μανδύα είναι η αυτονομία, η εκλογή διδακτικού προσωπικού μόνο με ακαδημαϊκά κριτήρια και η ελευθερία στην έρευνα. Ως προς την αυτονομία, θυμίζουμε ότι οι στρατιωτικές σχολές είναι στρατιωτικές μονάδες, διοικούνται από ανώτατους αξιωματικούς και υποστηρίζονται οικονομικά και διοικητικά από το υπουργείο Αμυνας. Τα μέλη του διδακτικού – ερευνητικού προσωπικού είναι δημόσιοι λειτουργοί (ίσως το μόνο καλό του νόμου Παπαντωνίου), όμως οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι -αξιωματικοί και σπουδαστές- σαφέστατα υπακούουν σε εντολές ανωτέρων τους. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για αυτονομία των σχολών, η δε λέξη «Ιδρυμα» στο ακρωνύμιο ΑΣΕΙ (Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα) είναι παραπλανητική. (Ισως είναι σκόπιμο να διαβάσει η υπουργός Παιδείας την αγόρευση Μητσοτάκη κατά τη συζήτηση του ν. 3187 στη Βουλή). Αυτά, βεβαίως, ως προς την ακαταλληλότητα του νόμου. Κατά τα άλλα, η Εκκλησία (εν αντιθέσει προς το υπουργείο Αμυνας) μπορεί να έχει ιδρύματα υπό τη σκέπη της.

Και ο νόμος Παπαντωνίου και η τροποποίηση προβλέπουν ότι στην εκλογή καθηγητή πρέπει να συγκατανεύσουν οι στρατιωτικοί, του δε εκλεκτορικού σώματος προεδρεύει ο αρχηγός του οικείου επιτελείου. Κατ’ αρχήν δεν διαφωνούμε με την πρόνοια του νόμου. Επισημαίνουμε όμως ότι έτσι δεν ικανοποιείται το δεύτερο κριτήριο για τη θεώρηση των στρατιωτικών σχολών ως ισοτίμων με τις πανεπιστημιακές σχολές. Αναρωτιόμαστε ποιος θα προεδρεύει του εκλεκτορικού σώματος στις εκκλησιαστικές σχολές, ποιοι άλλοι -πλην καθηγητών- θα μετέχουν σε αυτό, και κυρίως κατά πόσον ένα τέτοιο σώμα μπορεί να θεωρηθεί στοιχειωδώς σοβαρό. Αν επρόκειτο για μια εσωτερική υπόθεση της Εκκλησίας δεν θα το σχολιάζαμε. Οταν όμως το εν λόγω ίδρυμα παρουσιάζεται ως πανεπιστήμιο, τότε πρόκειται για υπόθεση όλων. Επίσης, στην περίπτωση των στρατιωτικών σχολών πρέπει να δούμε τη σύσταση των εκλεκτορικών σωμάτων και από μιαν άλλη σκοπιά. Οι στρατιωτικοί λαμβάνουν εντολές από τους ανωτέρους τους και τελικώς από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου, κρίνονται δε σε τακτά και συχνά χρονικά διαστήματα. Είναι προφανείς οι πιέσεις τις οποίες θα υφίστανται και από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, αλλά και από καθηγητές της σχολής-μέλη του εκλεκτορικού σώματος, οι οποίοι επιτέλους δεν κινδυνεύουν ποτέ να χάσουν τη θέση τους. Και εδώ, ας γίνει μια διάκριση μεταξύ AEI και στρατιωτικών σχολών: στα AEI, ενδεχομένως να υπάρχουν μερικές φορές ανταλλάγματα μεταξύ ομοίων, στις στρατιωτικές σχολές, όμως έχουμε το ένα μέρος του εκλεκτορικού σώματος τελικώς πιο ευάλωτο από το άλλο.

Αν το κριτήριο της εκλογής καθηγητών ταλαιπωρείται αρκετά από τον νόμο Παπαντωνίου, τινάζεται απολύτως στον αέρα από την τροποποίηση που έχει προσυπογράψει η υπουργός Παιδείας. Κατά την εισηγητική έκθεση «…εμπλουτίζονται τα προσόντα που απαιτούνται για την εκλογή μέλους ΔΕΠ σε ΑΣΕΙ, με αναφορά σε πτυχιούχους των ΑΣΕΙ ως προτιμητέο προσόν» (sic). Είναι απολύτως παράδοξο και πρωτοφανές σε μια υποτιθέμενη επιστημονική αξιολόγηση η υπεροχή του υποψηφίου να προκύπτει όχι από το συνολικό επιστημονικό έργο, αλλά από το είδος του πρώτου πτυχίου. Πιθανόν μια τέτοια πρόνοια -περί προνομιακής μεταχείρισης αποφοίτων- να μπορούσε να μπει στον κανονισμό ενός ιδιωτικού σχολείου, ασφαλώς όμως όχι σε σχολή που χρηματοδοτείται από τον φορολογούμενο. Ας γίνουν οι εκκλησιαστικές σχολές νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και τότε η Εκκλησία θα είναι ελεύθερη να κάνει ό,τι ρυθμίσεις θέλει.

Το κριτήριο για ελευθερία στην έρευνα εντός των στρατιωτικών σχολών στη μεν πράξη προς το παρόν ικανοποιείται, διότι το ελληνικό κράτος μόνο για έρευνα δεν ενδιαφέρεται. Κατά τον νόμο, όμως, η έρευνα γίνεται σε αντικείμενα στρατιωτικού ενδιαφέροντος και αν ποτέ ενεργοποιηθεί αυτή η απαίτηση, τότε το τρίτο κριτήριο θα παύσει να ικανοποιείται και στην πράξη. Βεβαίως, δεν τολμούμε να σκεφτούμε τι θα εννοούσε το υπουργείο Παιδείας με τον όρο «αντικείμενα εκκλησιαστικού ενδιαφέροντος». Σοφότερο το «πίστευε και μη ερεύνα».

Τι είδους σχολές χρειαζόμαστε;

Είναι αυτονόητο ότι το κράτος, έχοντας αναλάβει την ευθύνη της προστασίας των πολιτών από πολεμικές απειλές, έχει αναλάβει και την ευθύνη της εκπαίδευσης του αντίστοιχου προσωπικού. H διάρκεια, όμως, και το είδος των σπουδών δεν έχουν προφανείς απαντήσεις. Για λόγους που δεν χρειάζεται εδώ να αναλύσουμε, η εκπαίδευση ενός μελλοντικού μαχίμου αξιωματικού πρέπει να αρχίσει στην ηλικία των 18 ή 20 ετών. Αλλως θα μπορούσαμε ευκολότατα να παίρναμε πτυχιούχους ορισμένων ειδικοτήτων από πανεπιστήμια ή πολυτεχνεία και να τους εκπαιδεύαμε με ταχύ ρυθμό (κατά το βρετανικό πρότυπο). Ασφαλώς δεν υπάρχει εδώ κανένας παραλληλισμός μεταξύ εκκλησιαστικών και στρατιωτικών σχολών. H Εκκλησία της Ελλάδος δεν είναι κομμάτι του κράτους και το κράτος δεν έχει αναλάβει την ευθύνη της εκπαίδευσης ορθοδόξων ιερέων. Και ως προς την ηλικία, θα είναι αντίθετα πολύ καλύτερο για όλους αν ο μελλοντικός ιερέας έχει προηγουμένως την ευκαιρία να αποκτήσει έναν ευρύ κοινωνικό και πνευματικό ορίζοντα, αντί να μπει από μικρός σε θερμοκήπιο συγκεκριμένης κατεύθυνσης – και βεβαίως δεν πιστεύουμε ότι χρειάζεται να διαπαιδαγωγηθεί ώστε να είναι έτοιμος να πεθάνει για την Εκκλησία της Ελλάδος.

Μια ένσταση που έχει κανείς κατά του νόμου Παπαντωνίου είναι ότι έθεσε το θεσμικό πλαίσιο πριν ξεκαθαρισθούν βασικά ζητήματα πολιτικής. Το φάσμα των μαθημάτων που διδάσκονται στις στρατιωτικές σχολές είναι ευρύτατο, αρχίζοντας από κοινωνιολογία και ιστορία και φθάνοντας στις αντισεισμικές κατασκευές. Είναι απολύτως παράλογο να περιμένει κανείς ότι μια τέτοια σχολή (με σύνολο περίπου εξακοσίων σπουδαστών) θα έχει ποτέ τον κρίσιμο αριθμό διδακτικού προσωπικού, ώστε να γίνεται η ανάλογη έρευνα. Και βεβαίως πρόβλημα θα προκύπτει και στην εκλογή ή εξέλιξη του αντίστοιχου προσωπικού. Θα είναι πολύ υγιέστερο αν, σε μαθήματα όπου από τη φύση τους οι στρατιωτικές σχολές δεν μπορούν να εστιάσουν, καταλήξουμε στη λύση του δανεισμού προσωπικού (όπως προτείνει ο Γ. Κουμάντος, «K», Ιούλιος 2003), έτσι ώστε το διδακτικό προσωπικό των σχολών να επικεντρωθεί σε μαθήματα ειδικού ενδιαφέροντος για τις στρατιωτικές σχολές. Πηγαίνοντας ένα βήμα πιο πέρα θα εξετάζαμε τη δυνατότητα ανάθεσης του διδακτικού έργου για μια τεχνική ειδικότητα (π.χ. των ηλεκτρονικών) στην αντίστοιχη σχολή του Πολυτεχνείου, πάλι κρατώντας για το προσωπικό της σχολής ορισμένα μαθήματα που αυτό μπορεί και πρέπει να διδάξει. Πριν κατηγορηθούμε ότι πάμε να διαλύσουμε τις σχολές, θυμίζουμε ότι και τώρα η λειτουργία τους στηρίζεται σε σχετικά μεγάλο αριθμό συμβασιούχων ωρομισθίων διδασκόντων. Αν υιοθετηθεί η ανωτέρω πρόταση, η ανάθεση διδασκαλίας θα γίνεται με πιο συστηματικό και επιστημονικά πιο έγκυρο τρόπο και θα λυθεί όποιο πρόβλημα σχετικό με την αναγνώριση των πτυχίων.

Ποιος ωφελείται;

Φοβούμεθα ότι θα δούμε και στις εκκλησιαστικές σχολές να παίζεται το ίδιο έργο που παίχτηκε στις στρατιωτικές σχολές με τον νόμο Παπαντωνίου. Η απλή και ξεκάθαρη λύση να κριθούν όλοι οι διδάσκοντες και να ενταχθούν σε βαθμίδα ανάλογη του έργου τους δεν έγινε δεκτή ούτε από τους πρώην ούτε από τους νυν κυβερνώντες. Αυτοί που θα βγουν κερδισμένοι, τώρα όπως και τότε, είναι όσοι από τους καθηγητές δεν αντέχουν σε επιστημονική κρίση και εν τούτοις βρεθούν σε υψηλή βαθμίδα μέσω χαριστικών μεταβατικών διατάξεων. Ας μη μας πουν ότι θα κριθούν για την ένταξη, διότι η επιλογή των κριτών είναι υπόθεση των εκκλησιαστικών σχολών και οι κρινόμενοι έχουν φίλους. Και βεβαίως οι ευεργετούμενοι θα ανταποδώσουν τη χάρη βολεύοντας φίλους των γραμματέων και υπουργών και, το χειρότερο, ανθρώπους χωρίς προσόντα που προέρχονται από το ίδιο κλειστό κύκλωμα. Οταν μέλη κλειστής αυτοτροφοδοτούμενης κάστας αναγορεύουν ως καθηγητές εαυτούς και αλλήλους, βάσει «προτιμητέων» πτυχίων που έχουν χορηγήσει οι ίδιοι, τότε το πράγμα αποκτάει στοιχεία φάρσας. Οταν, όμως, η κάστα με τις ευλογίες κοντόφθαλμων ή υστερόβουλων πολιτικών αποκτάει την κοινωνική και πολιτική επιρροή πανεπιστημίου, τότε το πράγμα γίνεται επικίνδυνο. Ως προς τα στρατιωτικά δεν αυταπατώμεθα: το υπουργείο Αμύνης έχει δυστυχώς εγκλωβισθεί σε ερασιτεχνικούς χειρισμούς. Απλώς περιμένουμε την τροποποίηση της τροποποίησης, που ο χρόνος θα φέρει. Ως προς δε τα εκκλησιαστικά, οψόμεθα.

* O A. Καλογεράκος είναι επισκέπτης καθηγητής της Θεωρητικής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Σάσεξ και μέλος του Βασιλικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων. Διδάσκει στη Σχολή Ικάρων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT