Βλάπτει και τους δύο το ίδιο…

Βλάπτει και τους δύο το ίδιο…

4' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εχουμε επισημάνει και άλλοτε ότι το αρνητικότερο, από πολιτικής απόψεως, στοιχείο όλων των δημοσκοπήσεων είναι το υψηλότατο ποσοστό απορρίψεως και των δύο κομμάτων εξουσίας ως προς την ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της χώρας. Ετσι, και στην προχθεσινή έρευνα της VPRC, που διεξήχθη μετά την αποκάλυψη των υποκλοπών και την οξύτατη πολιτική αντιπαράθεση που προκάλεσε μεταξύ Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, το 37% των ερωτηθέντων κρίνει ότι ούτε το ένα ούτε το άλλο κόμμα είναι ικανό να διαχειρισθεί με τρόπο ικανοποιητικό την εξουσία, ενώ οι θετικές απόψεις περιορίζονται στο 29% για τη σημερινή κυβέρνηση και στο 19% με φορέα εξουσίας το κόμμα της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως.

Η έκδηλα αρνητική θέση για τα δύο μεγάλα κόμματα επιβεβαιώνεται και από ένα άλλο στοιχείο της δημοσκοπήσεως. Είναι ενδεικτικό ότι στην ερώτηση για την πρόθεση ψήφου τα μόνα κόμματα που υπερβαίνουν -και μάλιστα κατά σημαντικό βαθμό- το ποσοστό που έλαβαν στις προηγούμενες εκλογές, είναι το KKE (8%) και το ΛΑΟΣ (5%). Ωστόσο τα δύο αυτά κόμματα συμβαίνει να έχουν και το μεγαλύτερο έλλειμμα θετικών κρίσεων στο ερώτημα για το «ισοζύγιο δημοτικότητος». (ΛΑΟΣ -29%, KKE -23%, ΣΥΝ -3%, Ν.Δ. -2% και ΠΑΣΟΚ +3%). Εύλογα, λοιπόν, μπορεί να εικάσει κανείς ότι το αυξημένο ποσοστό που παρουσιάζουν το ΛΑΟΣ και το KKE, ως προς την πρόθεση ψήφου, προέρχεται από μια κατηγορία ψηφοφόρων, η οποία εκδηλώνει «ακραία» αγανάκτηση προς τα δύο κόμματα εξουσίας.

Σίγουρα είναι άδικη αυτή η έντονη απαρέσκεια που εκφράζει η λαϊκή πλειοψηφία έναντι των δύο μεγάλων κομμάτων. Τουλάχιστον ο τρόπος που άσκησαν και ασκούν την εξουσία κατά την τελευταία 15ετία δεν δικαιολογεί τόσο μεγάλο, κατηγορηματικό και περίπου ισομερές ποσοστό απορρίψεώς τους, με τον καταλογισμό ότι είναι ανίκανα να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της χώρας. H διαπίστωση περί αδίκου κρίσεως στοιχειοθετείται και από το γεγονός ότι η συνταγή που εφαρμόζουν κατά τα τελευταία χρόνια οι κυβερνήσεις των δύο κομμάτων, για την επίλυση των υφισταμένων προβλημάτων, είναι περίπου ταυτόσημες. Δεν συγκρούονται ούτε αλληλοαναιρούνται, ώστε ο πολίτης να επιδοκιμάζει ή να αποδοκιμάζει εναλλακτικές επιλογές. H κρίση του έχει περιορισθεί στον τρόπο διαχειρίσεως της εξουσίας και στην κυβερνητική απόδοση, οπότε και η αξιολόγησή του δεν θα ‘πρεπε να είναι τόσο έντονα και αμφιτεροβαρώς αρνητική για τα δύο μεγάλα κόμματα.

Λογικώς, λοιπόν, αυτή η απόρριψη πρέπει να οφείλεται όχι μόνον στα κυβερνητικά πεπραγμένα του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. αλλά, κυρίως, στην εν γένει πολιτική τους συμπεριφορά. Δηλαδή, στο περιεχόμενο, τις μεθόδους και την ποιότητα της μεταξύ τους πολιτικής αντιπαραθέσεως. H πρωταρχική και αδιαμφισβήτητη διαπίστωση που προκύπτει είναι ότι στη χώρα μας το ύφος και το ήθος της πολιτικής αντιπαραθέσεως όχι μόνον δεν έχει προσαρμοσθεί στις μεγάλες (και εν πολλοίς εισαγόμενες) πολιτικοϊδεολογικές αλλαγές της εποχής μας, αλλά ότι τα πολιτικά μας κόμματα εμμένουν σε μεθόδους και τακτικές του παρελθόντος, οι οποίες όχι απλώς δεν έχουν κάποια θετική επιρροή στον Ελληνα πολίτη, αλλά γενικώς προκαλούν την αποδοκιμασία ή και την αποστροφή της κοινής γνώμης.

Συνοπτικά και επιγραμματικά η πολιτική αντιπαράθεση των δύο μεγάλων κομμάτων -και όχι μόνον- εξακολουθεί να διέπεται από τη λογική του ποιος είναι ο χειρότερος και όχι ποιος είναι ο καλύτερος. Δύο χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας η σημερινή κυβέρνηση συνεχίζει να έχει ως άξονα της αντιπαραθέσεώς της προς το ΠΑΣΟΚ τα αρνητικά πεπραγμένα των κυβερνήσεων Σημίτη. H «επικοινωνιακή πολιτική» της δίδει τόσο βάρος και σημασία στη διαιώνιση της εκλογικής καταδίκης του ΠΑΣΟΚ, ώστε ελάχιστα ασχολείται με την προβολή και την αξιοποίηση των όποιων θετικών κυβερνητικών πεπραγμένων. Ακριβώς, στην ίδια λογική κινείται και η αντιπολίτευση του ΠΑΣΟΚ. Είναι καθολικώς, ανεξαιρέτως και οξύτατα απορριπτική όλων των κυβερνητικών ενεργειών ή προθέσεων. Μεγιστοποιεί τα θεμιτά της λάθη, της καταλογίζει ανύπαρκτες ευθύνες και γενικώς προσπαθεί να εμφανίσει τη σημερινή διακυβέρνηση ως χειρότερη της περιόδου Σημίτη. H οποία «συμβαίνει» να έχει πρόσφατα και εμφαντικά αποδοκιμασθεί από τον ελληνικό λαό. Επιλέγοντας την τακτική αυτή το ΠΑΣΟΚ αποφεύγει να εμφανίσει στην πολιτική αντιπαράθεση τις δικές του εναλλακτικές προτάσεις και λύσεις, συμβάλλοντας, έτσι, στη διατήρηση του αρνητικού κριτηρίου «ποιος είναι χειρότερος».

Μπορεί η παραπάνω λογική της πολιτικής αντιπαραθέσεως να είχε κάποια βάση στις 10ετίες του ’70 και του ’80, όταν οι διαφορές μεταξύ των δύο μεγάλων παρατάξεων εμφανίζονταν ως χαώδεις, το δε κριτήριο του εκλογέα έτεινε να εξωθηθεί στην ανάδειξη του σωτήρα και στον εξοβελισμό του ολετήρα του τόπου. Σήμερα, όμως, δεν υπάρχει ψηφοφόρος, είτε του ΠΑΣΟΚ είτε της Ν.Δ., που να πιστεύει ότι η οικονομία, η κοινωνική δικαιοσύνη, η διεθνής μας θέση και γενικώς η εθνική μας υπόσταση εξαρτώνται από το αν έλθει ή φύγει το κόμμα «του» από την εξουσία. Από την αγωνία αυτή πιθανότατα διακατέχονται όσοι διαχειρίζονται, νέμονται και γενικώς έχουν οφέλη από την κατοχή της εξουσίας. Οπως εξίσου άγχωνται και όσοι επιδιώκουν να τους αντικαταστήσουν… Τούτο, όμως, ουδόλως δικαιολογεί την οξύτητα, την αντιπαλότητα και το πνεύμα της μισαλλοδοξίας που εξακολουθούν να προσδίδουν τα δύο μεγάλα κόμματα στην πολιτική αντιπαράθεσή τους. Οχι μόνον διότι έπαψε προ πολλού να είναι πειστική και προσοδοφόρος, αλλά, κυρίως, γιατί η διαμάχη για τον χειρότερο είναι προφανές, σύμφωνα και με την καβάφεια ρήση, κάπως παραφρασμένη, ότι βλάπτει και τους δύο το ίδιο…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή