Θουκυδίδη μήνυμα: Περισσότερο Περικλή και λιγότερο Αλκιβιάδη

Θουκυδίδη μήνυμα: Περισσότερο Περικλή και λιγότερο Αλκιβιάδη

5' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Θα ήθελα με τη σειρά μου να σχολιάσω την κριτική που μου άσκησε ο κ. Σ. Παπαθεμελής («Καθημερινή», 15/04/06) σχετικά με τις απόψεις μου περί της ασυμβατότητας του «επιθυμητού» και του «εφικτού» σε τρεις κρίσιμες περιπτώσεις της εξωτερικής μας πολιτικής: Μικρασιατική Καταστροφή, Κυπριακό και Σκοπιανό. Κεντρική παραδοχή του Μακεδόνα βουλευτή είναι ότι «…λαοί που δεν έχουν εθνικές επιθυμίες, «επιθυμητό», δηλαδή όραμα, είναι καταδικασμένοι». Θα συμφωνήσω μαζί του. Θα διαχωρίσω, όμως, τη θέση μου από το δεύτερο σκέλος της δικής του υπόθεσης, ότι στο παρελθόν είχαμε όραμα (τη Μεγάλη Ιδέα) ενώ σήμερα δεν έχουμε τίποτα.

Διαβάζοντας το σχόλιο του κ. Παπαθεμελή θυμήθηκα ένα περιστατικό που συνέβη λίγο μετά την παλιννόστησή μου στην Ελλάδα τον Μάιο του 1983. Είχα προσκληθεί από τον αείμνηστο στρατηγό Μιχάλη Βενετάκη (τότε διοικητή της Σχολής Ευελπίδων) να μιλήσω στους ευέλπιδες και το διδακτικό προσωπικό της σχολής. Ανέπτυξα στο κατάμεστο αμφιθέατρο την εξής προβληματική: η ιστορία της χώρας μας στον εικοστό αιώνα χωρίζεται σε δύο περίοδους· την «ηρωική» (1909-1974) και τη «διαχειριστική» (1974 μέχρι τις ημέρες μας). Τότε, υποστήριξα, στην ηρωική περίοδο, η Ελλάδα ήταν οικονομικά υπανάπτυκτη, πολιτικά ασταθής, βαθύτατα διχασμένη και πολλαπλώς εξαρτημένη από τις αντιμαχόμενες παρεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων που διαγκωνίζονταν για την προώθηση των συμφερόντων τους στη στρατηγική περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Παρ’ όλα αυτά, με στρατηγικό όραμα τη μεγάλη ιδέα, επιτύχαμε ένα μεγάλο τμήμα των αλυτρωτικών στόχων μας διπλασιάζοντας σχεδόν την εδαφική επικράτεια της πατρίδας μας. Πρόσθεσα επίσης ότι αν είχαμε αποφύγει τις τραγικές επιπτώσεις των δύο μεγάλων διχασμών του 20ού αιώνα, η εδαφική μας ολοκλήρωση θα είχε πιθανότατα συμπληρωθεί (με ειρηνικά μέσα) στη Βόρειο Ηπειρο, στην Κύπρο και σε μεγάλο τμήμα της ανατολικής Θράκης.

Μετά το 1974, στη «διαχειριστική περίοδο», η εσωτερική κατάσταση της χώρας μας βελτιώθηκε ραγδαία. Οι μεγάλοι διχασμοί γεφυρώθηκαν, οι δημοκρατικοί θεσμοί εδραιώθηκαν, οικονομικά ξεφύγαμε από τη ζώνη της υπανάπτυξης και με την ένταξη και παραμονή μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια απαντήσαμε τελεσίδικα στο υπαρξιακό ερώτημα της μεταδικτατορικής εποχής για το «πού ανήκει η Ελλάδα». Τέλος, υποστήριξα ότι η μεγάλη πρόκληση της εξωτερικής μας πολιτικής -πέρα από το όραμα της ενσωμάτωσής μας στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα- προέρχεται από τις αναθεωρητικές βλέψεις της Τουρκίας, μιας προβληματικής, αμφίθυμης, αλλά στρατιωτικά ισχυρής γείτονος. Συμπέρανα, επομένως, ότι πάση θυσία θα έπρεπε να διατηρήσουμε μια επαρκή ισορροπία στρατιωτικών δυνάμεων για την αποτροπή μελλοντικών τετελεσμένων γεγονότων – τύπου τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Ταυτοχρόνως, συνέστησα ότι με σύνεση και από θέση ισχύος θα έπρεπε να πάρουμε τη διπλωματική πρωτοβουλία για έναν έντιμο συμβιβασμό στα δύο μεγάλα μέτωπα της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, στην Κύπρο και στο Αιγαίο.

Στις ερωταπαντήσεις, πήρε αμέσως τον λόγο ένας νεαρός εύελπις. H τοποθέτησή του ήταν γνήσια πατριωτική, αλλά γεμάτη άγχος και ανησυχία για το μέλλον του τόπου μας. Τηρουμένων των αναλογιών, απηχούσε σχεδόν όλες τις απόψεις του κ. Στέλιου Παπαθεμελή. Υποθέτω ότι είχε ενοχληθεί από την αναφορά μου σε μια σχέση αμοιβαίου κατευνασμού στις ελληνοτουρκικές σχέσεις με πρότυπο την πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου κατά τήν περίοδο 1928-1932. «Κύριε καθηγητά», μου είπε, «με τη δική σας νοοτροπία δεν θα είχαμε αποτολμήσει την Επανάσταση του 1821 και θα ήμασταν ακόμη υπόδουλοι των Τούρκων».

Σχεδόν αυθόρμητα του απάντησα -παραφράζοντας και λίγο τον Μαρξ- ως εξής: «Τότε, φίλε μου, δεν είχαμε να χάσουμε τίποτα παρά τις αλυσίδες μας, ενώ σήμερα είμαστε μια χώρα δημοκρατική, οικονομικά αναπτυγμένη και ενταγμένη στην ευρωπαϊκή οικογένεια ειρήνης και οικονομικοπολιτικής αλληλεξάρτησης. Τότε, το 1821, το ζητούμενο ήταν η απόκτηση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας μας. Σήμερα, το ζητούμενο είναι η περιφρούρηση της εδαφικής μας ακεραιότητας, ο εκσυγχρονισμός των θεσμών μας και η εδραίωση της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών στην ταραγμένη περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου».

Δυστυχώς, ο περιορισμένος χώρος μιας επιφυλλίδας δεν θα μου επιτρέψει να επεκταθώ σε σχόλια και αντιπαρατηρήσεις στις επί μέρους τοποθετήσεις του κ. Παπαθεμελή για τη μικρασιατική μας περιπέτεια, το Κυπριακό και το Σκοπιανό. Διαβάζοντάς τον, όμως, σχηματίζω την εντύπωση πως πιστεύει ότι ακόμη ζούμε στην εποχή του Μακεδονικού Αγώνα, των Βαλκανικών Πολέμων, του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, της Συνθήκης των Σεβρών, της Μικρασιατικής Καταστροφής και επέκεινα. Θα περιοριστώ μόνο -τηλεγραφικά- σε τρεις πρόσθετες δικές μου επισημάνσεις για τις θέσεις και τις ιδέες του κ. Παπαθεμελή.

Πρώτον, συμφωνώ ανεπιφύλακτα μαζί του ότι δεν πρέπει να διαχωρίζουμε τους Ελληνες σε «υπερπατριώτες» και «μειοδότες», «αδιάλλακτους» και «κατευναστικούς», «απορριπτικούς» και «πράκτορες». Δυστυχώς, όμως, αν διαβάσει κανείς το άρθρο του κ. Παπαθεμελή θα διαπιστώσει ότι πρόσωπα (όπως η ταπεινότητά μου) και ιδρύματα (όπως το ΕΛΙΑΜΕΠ) κατηγορούνται ότι «καλλιεργούν το φοβικό σύνδρομο των ελλαδικών ελίτ».

Δεύτερον, διαφωνώ απόλυτα με την εισήγηση του πρώην υπουργού, ότι πρότυπο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής θα έπρεπε να αποτελέσει το παράλογο, άκαμπτο και ανυποχώρητο προφίλ της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) την οποία χρόνια τώρα, κατά τον κ. Παπαθεμελή, «ταΐζουμε, ποτίζουμε και στηρίζουμε». Παρεμπιπτόντως, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 χρησιμοποιούσα τη φράση «σκοπιανοποίηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής», διότι πίστευα ότι «πολιτικές πυγμής», όπως το εμπάργκο του 1994, ή προτάσεις για τη δημιουργία μιας ελληνικής ζώνης ασφάλειας στη νότια περιοχή των Σκοπίων, θα μπορούσαν να κλιμακωθούν και να καταλήξουν στη χρήση στρατιωτικής βίας ως μοχλού επιβολής της άποψής μας στο θέμα του ονόματος. Διέβλεπα τότε τον θανάσιμο κίνδυνο να κινηθεί προσχηματικά η Τουρκία (ως προστάτιδας μουσουλμανικών πληθυσμών) και να δημιουργήσει νέα τετελεσμένα στην Κύπρο, το Αιγαίο και τη Δυτική Θράκη.

Τρίτον, συμφωνώ ότι ο Θουκυδίδης παραμένει επίκαιρος και ότι έχουμε πολλά μαθήματα να αντλήσουμε από την ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου. Αλλά τι χρειαζόταν το παράθεμα από το έργο του πατέρα της Ιστορίας που επιλέγει ο κ. Παπαθεμελής «… το σώφρον του ανάνδρου πρόσχημα»; Σε μια εποχή που γυναίκες διεκδικούν, καταλαμβάνουν και διαχειρίζονται κορυφαίες υποθέσεις κρατών -ιδίως στις αναπτυγμένες δημοκρατίες- τι είδους μηνύματα εκπέμπονται από έννοιες όπως «ανανδρία» και «ανδρισμός»; Πολιτικά ορθά υποκατάστατα θα ήταν λέξεις όπως τόλμη, προσήλωση στους στόχους και ανένδοτη στάση απέναντι στις βλέψεις και απαιτήσεις των όποιων «τρίτων». Δεν αντιλαμβάνεται επί τέλους ο έγκριτος Μακεδόνας πολιτικός ότι 50% και πάνω των ψηφοφόρων του είναι γυναίκες;

Είναι καιρός να αντιληφθούμε, πως το σημαντικότερο μήνυμα που εκπέμπει ο Θουκυδίδης για την εποχή μας είναι ότι χρειαζόμαστε περισσότερο τα χαρίσματα ενός Περικλή και λιγότερο τα μειονεκτήματα ενός Αλκιβιάδη.

* O κ. Θ. Κουλουμπής είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και γενικός διευθυντής του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή