Προβλήματα του τέλους

5' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πότε ένας άνθρωπος -ή κάποιος άλλος από το περιβάλλον του, γι’ αυτόν- πρέπει να μπορεί να αποφασίζει για το τέλος της ζωής του; Το ερώτημα είναι παλαιό και, κατά καιρούς, αναδύεται στο προσκήνιο της επικαιρότητας εξαιτίας περιστατικών που συγκινούν την κοινή γνώμη. Συνήθως αναφέρεται ως πρόβλημα ευθανασίας, αλλά στην πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκο από ό,τι υποδηλώνει ο όρος, κυρίως όταν δεν επισπεύδεται ένα τέλος αλλά απλώς σταματάει η άσκοπη (και, ενδεχομένως, οδυνηρή) τεχνητή αναβολή αυτού του τέλους – αυτό που απλουστευτικά ονομάζεται «παθητική ευθανασία».

Το πρόβλημα έχει έντονη μεταφυσική διάσταση: ποιος είναι ο δικαιούχος της ζωής, αυτός που μπορεί να αποφασίζει για το τέλος της. Κατά τη χριστιανική διδασκαλία, όλων των δογμάτων, δικαιούχος είναι μόνο ο Θεός, αυτός που τη δίνει και αυτός μόνο που δικαιούται να την πάρει. Για την εγκόσμια, ορθολογική προσέγγιση, δικαιούχος είναι ο κάθε άνθρωπος και αυτός αποφασίζει για το πότε κρίνει ότι πρέπει να απαρνηθεί το αγαθό αυτό, κυρίως όταν η ζωή παύει πια να είναι ή παύει να του φαίνεται αγαθό. Αλλά σε αυτό το επίπεδο το πρόβλημα είναι προορισμένο να μείνει άλυτο, καθώς δεν επιδέχεται λογική προσέγγιση. Ισως κάποιες λύσεις να μπορούν να αναζητηθούν σε κάποιες πιο συγκεκριμένες εκδηλώσεις του προβλήματος.

Ρυθμίσεις και αβεβαιότητες

Στο νομικό επίπεδο, το ισχύον δίκαιο περιέχει διατάξεις που ρυθμίζουν, αποσπασματικά έστω και διστακτικά, κάποιες πλευρές του προβλήματος. H ανθρωποκτονία που γίνεται ύστερα από απαίτηση του θύματος, ανιάτως αρρώστου και από συμπόνια προς αυτόν, τιμωρείται μεν αλλά πολύ ελαφρύτερα από την κανονική ανθρωποκτονία από πρόθεση. H βοήθεια σε αυτοκτονία τιμωρείται και αυτή ελαφρά (Ποινικός Κώδικας, άρθρα 300 και 301). H ίδια η αυτοκτονία δεν τιμωρείται – εννοείται αν δεν πετύχει, γιατί αν πετύχει το θέμα δεν είναι πια του κόσμου τούτου. Ενδιαφέρουσα είναι η ρύθμιση του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας που πρόσφατα ψηφίστηκε: ο γιατρός οφείλει να «λαμβάνει υπόψη» την επιθυμία του ασθενή να πεθάνει όταν αυτός βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί «τη διενέργεια πράξεων που στοχεύουν στην επίσπευση του θανάτου» (προσοχή: που «στοχεύουν» – αν στοχεύουν στην ανακούφιση του ασθενή και ως παρενέργεια έχουν την επίσπευση του θανάτου, οι πράξεις δικαιολογούνται).

Πιο σαφείς λύσεις θα μπορούσαν να αναζητηθούν για κάποια πιο συγκεκριμένα πρακτικά προβλήματα. Και σε αυτά όμως παραμένει η δυσκολία του προσδιορισμού της έννοιας ορισμένων όρων που χρησιμοποιούνται στις σχετικές συζητήσεις αλλά και στη νομοθεσία που αναφέρθηκε. Πώς μπορεί ακριβέστερα να καθορισθεί ποιο είναι το «τελικό» (ή «τελευταίο») στάδιο μιας αρρώστιας; Πόση βεβαιότητα δίνει η ιατρική επιστήμη για το ότι μια κατάσταση είναι «μη αναστρέψιμη;» Τι θα πει «τεχνητή παράταση της ζωής» και γιατί η παράταση με αναπνευστήρα είναι πιο τεχνητή από την παράταση, ας πούμε, με ινσουλίνη; Παρ’ όλα όμως αυτά τα ερωτήματα, βέβαιο είναι ότι, τουλάχιστον σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις, οι απαντήσεις επιβάλλονται πέρα από κάθε αμφισβήτηση και αυτό κατά κανόνα αρκεί.

Η βούληση του ασθενή

Ενα τέτοιο ερώτημα αφορά τη βούληση του ασθενή, εκφρασμένη όταν ακόμα αυτός μπορεί να έχει και να εκφράσει τέτοια βούληση. O Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας λέει ότι ο γιατρός οφείλει να τη «λαμβάνει υπόψη». Αλλά το πραγματικό πρόβλημα είναι αν η βούληση αυτή είναι δεσμευτική για τον γιατρό ή δεν είναι. Και στο ερώτημα αυτό η απάντηση πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να είναι καταφατική. Στον κάθε άνθρωπο πρέπει να αναγνωρίζεται το δικαίωμα να καθορίζει πόσο θέλει να ταλαιπωρηθεί για μια παράταση της ζωής του όταν έχει χαθεί κάθε ελπίδα αποκατάστασής του σε μια, σχετική έστω, κατάσταση υγείας. Ή πόσο προτιμά να τελειώσει η ζωή του πριν χάσει και τα τελευταία υπόλοιπα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Και ακόμα θα έπρεπε να αναγνωρίζεται ως έγκυρος ο ορισμός κάποιου φιλικού ή συγγενικού προσώπου για να παίρνει τις σχετικές αποφάσεις αν ο ασθενής δεν μπορεί πια να εκφράσει τη δική του βούληση.

Βέβαια, παραμένει ένα πλατύ περιθώριο ιατρικών εκτιμήσεων για το πότε θα διαπιστωθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής της βούλησης που έχει εκφρασθεί: πότε έχει χαθεί κάθε ελπίδα, πότε χάνεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, πότε ο πόνος μπορεί να είναι αφόρητος ή αγιάτρευτος; Ομως και παρ’ όλες αυτές τις αβεβαιότητες η δεσμευτικότητα της βούλησης έχει τη σημασία μιας έντονης καθοδήγησης του γιατρού. Και προπάντων έχει τη σημασία ότι ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος ασθενής αποκρούει κάθε αναφορά σε μεταφυσικές (ή θρησκευτικές) αντιλήψεις για την αξία του πόνου ή για την ελπίδα σε θαύματα – δικαίωμά του να μην τα πιστεύει.

Η τεχνητή παράταση

Παρόμοια συμβαίνουν και με την τεχνητή διατήρηση της λειτουργίας κάποιων οργάνων του σώματος που κανονικά είναι σύμπτωμα διατήρησης της ζωής. Εδώ το πρόβλημα γεννιέται από τις προόδους της τεχνικής: η σύγχρονη τεχνολογία επιτρέπει την υποστήριξη (ουσιαστικά, περίπου την αναπλήρωση) για πολύ χρόνο σωματικών λειτουργιών, έτσι που το ανθρώπινο σώμα να καταντάει απλό σημείο συνάντησης διαφόρων σωλήνων και συσκευών.

Και εδώ μπορεί να υπάρχουν προηγούμενες εκδηλώσεις της βούλησης του ασθενή ή προσώπων εξουσιοδοτημένων για την αντιπροσώπευσή του που θα έπρεπε να θεωρηθούν δεσμευτικές. Αλλά και αν ακόμα τέτοια βούληση δεν έχει εκφρασθεί, φανερό είναι ότι η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να συνεχίζεται όσο οι δυνατότητες της τεχνικής επιτρέπουν τη συνέχισή της. Οχι μόνον γιατί το κόστος αυτών των τρόπων παράτασης της ζωής είναι εξαιρετικά υψηλό, ενώ η δαπάνη και τα τεχνικά μέσα θα μπορούσαν να διατεθούν για άλλες περιπτώσεις όπου θα υπήρχε και κάποια ελπίδα θεραπείας, αλλά κυρίως γιατί η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι ασυμβίβαστη με μια τέτοια πλαστή -ίσως και οδυνηρή- διατήρηση μιας φαινόμενης ζωής. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο ρόλος και η ευθύνη του γιατρού είναι μεγάλη. Μπορεί να συμβουλευθεί τους συγγενείς, αλλά τελικά την απόφαση αυτός θα την πάρει, κύριος υπόλογος απέναντι στη συνείδησή του.

Οι συγγενείς και η ευθύνη

Και επειδή έγινε λόγος περί συγγενών, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, από τη μια μεριά, αυτοί είναι που θα έπρεπε να έχουν τον πιο αποφασιστικό λόγο, αφού είναι οι κατά τεκμήριο συναισθηματικά πλησιέστερα στον ασθενή, ένα είδος νόμιμων αντιπροσώπων. Υπάρχουν όμως και οι άλλες όψεις: πρώτον, ότι πολλές φορές η αγάπη μπορεί να τυφλώνει και να οδηγεί σε επιμονή για παράλογη διατήρηση της επιφανειακής ζωής με κάθε θυσία του ασθενή, πρωτίστως)· δεύτερον, ότι οι στενοί συγγενείς είναι συνήθως και κληρονόμοι ή συγγενείς ανήλικων κληρονόμων του ασθενή, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται από συμφέροντα, π.χ. για την αλλαγή της σειράς των κληρονόμων με μια μικρή αλλά μάταιη παράταση της ζωής.

Είναι αλήθεια ότι δεν μπορούν να διατυπωθούν στέρεοι κανόνες και, ακόμη και αν διατυπωθούν, θα αφήνουν περιθώρια για τη διαπίστωση των προϋποθέσεων της εφαρμογής τους. Τελικά, ίσως μόνον μερικές κατευθυντήριες γραμμές μπορούν να διατυπωθούν – και από εκεί και πέρα όλα βρίσκονται στη σφαίρα της κοσμοθεωρίας και της ηθικής ευθύνης του αρρώστου και των γιατρών κυρίως.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή