Πιστεύοντες και γνωρίζοντες

Πιστεύοντες και γνωρίζοντες

2' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στους ποιητές -όχι σε όλους, πάντως σε πολλούς, σε όποια γλώσσα κι αν γράφουν- κάθε άλλο παρά αφύσικη είναι η γλωσσοκεντρική θεώρηση των πραγμάτων, και η γλωσσολαγνία ακόμα. Σε ορισμένους, μια τέτοια στάση είναι πιθανό να οδηγήσει σε κάποια ιδεοληψία, αν καταλήξουν να πιστεύουν ότι η γλώσσα έχει πράγματι μαγικές δυνάμεις και ότι οι ίδιοι, σαν υψηλοί χρήστες της, τυγχάνουν μικροί θεοί. Δεν είναι λίγοι οι Ελληνες ποιητές που, από εύλογη λατρεία για τη γλωσσική τους πατρίδα, την τίμησαν με αίνους, συμπεραίνοντας λ.χ. ότι «στον Παράδεισο οι άγγελοι μιλούν ελληνικά». Για ποιητικές διατυπώσεις πρόκειται, αυτό πρέπει να έχουμε κατά νουν, και όχι για εμπειρικές διαπιστώσεις. Δεν έχουμε λόγο λοιπόν να εξισώνουμε την ποιητική τους ομορφιά με φιλολογικό νόμο. Και οι ίδιοι οι ποιητές, έτσι θα ήθελαν να δούμε τους στίχους τους, όχι σαν εξ επιφοιτήσεως αλήθειες.

Εχει ιδιαίτερη σημασία εδώ μια φράση του Οδυσσέα Ελύτη στο βιβλίο «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά»: «Θέλω να πιστεύω -και η πίστη μου βγαίνει πάντοτε πρώτη στον αγώνα της με τη γνώση- ότι, όπως και να το εξετάσουμε, η πολυαιώνια παρουσία του ελληνισμού πάνω στα δώθε ή εκείθε του Αιγαίου χώματα έφτασε να καθιερώσει μιαν ο ρ θ ο γ ρ α φ ί α, όπου το κάθε ωμέγα, το κάθε ύψιλον, η κάθε οξεία, η κάθε υπογεγραμμένη, δεν είναι παρά ένας κολπίσκος, μια κατωφέρεια, μια κάθετη βράχου πάνω σε μια καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοί αμπελώνες, υπέρθυρα εκκλησιών, ασπράκια ή κοκκινάκια, εδώ ή εκεί, από περιστεριώνες και γλάστρες με γεράνια».

Η κρισιμότερη φράση στην περικοπή (που φέρνει στο νου το «se non  vero,  ben trovato») είναι νομίζω εκείνη που αντιδιαστέλλει την πίστη από τη γνώση και κατατάσσει τον ποιητή στους πιστούς: «η πίστη μου βγαίνει πάντοτε πρώτη στον αγώνα της με τη γνώση». O Ελύτης δεν ήταν κάποιος ναΐφ. Οπωσδήποτε γνώριζε ότι, όσο κι αν «ένα τοπίο είναι η προβολή της ψυχής ενός λαού επάνω στην ύλη», για τους ιδρυτές της γλώσσας μας, τους αρχαίους, δεν θα μπορούσε «κάθε οξεία» να είναι «μια κάθετη βράχου», γιατί δεν είχαν οξείες. Γνώριζε ότι τους τόνους και τα πνεύματα τα επινόησε ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, το 200 π.Χ., και ότι η χρήση τους γενικεύτηκε στο Βυζάντιο τον 9ο/10ο αιώνα, όταν καθιερώθηκε η μικρογράμματη γραφή. Γνώριζε τέλος ότι ο Σολωμός, στο «Διάλογο», ειρωνευόμενος τους σοφολογιότατους, χαιρετούσε ειρωνικά τους «θείους τόνους, τις ψιλές και τις δασείες» που «ενέπνευσαν τον Ομηρο πριν γεννηθούν». Τα γνώριζε αλλά προέταξε, ρητά, την πίστη του. H πίστη όμως μόνο στις θρησκείες νομοθετεί, όχι στις επιστήμες.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή