Για μια ελεγχόμενη αναθεώρηση

Για μια ελεγχόμενη αναθεώρηση

5' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τίποτα καλό δεν μπορεί κανείς να περιμένει από τη σχεδιαζόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος. Κακό είναι άλλωστε και μόνο το γεγονός ότι σχεδιάζεται αμέσως μόλις έληξε η προθεσμία πριν από την οποία η αναθεώρηση απαγορευόταν από το ίδιο το Σύνταγμα – λες και περιμέναμε με κομμένη ανάσα πότε θα επιτραπεί η αναθεώρηση για να την αρχίσουμε. Γνώρισμα του Συντάγματος, του κάθε Συντάγματος είναι -πρέπει να είναι- η σταθερότητά του: σταθεροί κανόνες μέσα στους οποίους αναπτύσσεται η πολιτική δράση, δηλαδή η προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων της κοινωνίας, ιεραρχημένων κατά τη σειρά της επιτακτικότητάς τους. Εδώ, αφήνουμε άλυτα τα προβλήματα και ασχολούμαστε με τους κανόνες της επίλυσής τους, ξανά και ξανά, σαν να θέλουμε να ξεχαστούν τα πραγματικά προβλήματα.

Αλλά και τα προγράμματα της αναθεώρησης, όπως εξαγγέλθηκαν από την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση, τίποτε καλό δεν προμηνύουν. Μόνο κινδύνους διαβλέπω στις προτάσεις αναθεώρησης που φαίνονται ουσιαστικές. Κινδύνους για τα (υπόλοιπα) δάση μας με τη νομιμοποίηση των καταπατήσεων, που δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει ως πράσινο φως για περαιτέρω καταπατήσεις, κινδύνους για τη λειτουργία της δικαιοσύνης με τη δημιουργία ενός νέου δικαστηρίου, άγνωστης σύνθεσης και με την πονηρή μετακίνηση αρμοδιοτήτων, κινδύνους για την ανώτατη παιδεία που χάνει τον δημόσιο χαρακτήρα της με το ζαχαρένιο επίχρισμα του δήθεν μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα της ιδιωτικής, κινδύνους για τη δημόσια διοίκηση με το άνοιγμά της στην κομματικοποίηση, τώρα γαλάζια, αύριο άλλων χρωμάτων. Και μια σειρά προβλέψεων (που θα κάνουν το ήδη μακροσκελές Σύνταγμά μας ακόμα μακροσκελέστερο) με τις οποίες φορτώνουμε στο Σύνταγμα κανόνες που έχουν τη θέση τους το πολύ σε συνηθισμένους νόμους ή σε διατάγματα.

Τα όρια της λαϊκής κυριαρχίας

Βέβαια, η Βουλή που θα αναθεωρήσει το Σύνταγμα είναι η υπέρτατη έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Παρά ταύτα, δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Οχι μόνο γιατί το ίδιο το Σύνταγμα απαγορεύει την αναθεώρηση ορισμένων διατάξεών του αλλά και γιατί ένα πολίτευμα στηρίζεται σε κάποιες ισορροπίες, πολιτικές και νομικές, ανάμεσα στα όργανά του που η ανατροπή τους καταλύει τον δημοκρατικό χαρακτήρα, όπως, για παράδειγμα, όταν η κυβέρνηση πλειοψηφίας μπορεί να διορίζει τα μέλη του «δικαστηρίου» που κρίνουν τη συνταγματικότητα των νόμων.

Πρέπει να προστεθεί ότι η λαϊκή κυριαρχία, για να τροποποιήσει το Σύνταγμα πρέπει να εκφράζεται με άνετες πλειοψηφίες που δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ως προς τη λαϊκή βούληση. Βέβαια, παμψηφίες δεν προβλέπονται γιατί θα σήμαιναν δικαίωμα βέτο σε ασήμαντες μειονότητες, αλλά αυτό δεν πρέπει να κάνει το Σύνταγμα έρμαιο κάθε περιστασιακής πλειοψηφίας: ούτε Σύνταγμα ανεπίδεκτο αναθεώρησης (δηλαδή μόνο ανατρεπόμενο με «επανάσταση») ούτε Σύνταγμα χωρίς το γνώρισμα της σταθερότητας. Την ισορροπία προσπαθεί να διασφαλίσει και το δικό μας Σύνταγμα, καθιερώνοντας κάποιες αυξημένες πλειοψηφίες (και κάποιες προθεσμίες ωρίμανσης της κρίσης ανάμεσα σε επαναλαμβανόμενες ψηφοφορίες).

Διαφορετικές πλειοψηφίες

Πριν δούμε το σύστημα πλειοψηφιών που απαιτεί το Σύνταγμα για την ολοκλήρωση της αναθεώρησης (και κάποιες δυνατότητες που παρέχει αυτό το σύστημα), χρήσιμο είναι να ξεκαθαριστεί ότι η αναθεώρηση χρειάζεται τρεις ψηφοφορίες: με τις δύο πρώτες, που πρέπει να απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον ένα μήνα, η Βουλή καθορίζει ποιες διατάξεις του Συντάγματος χρειάζονται αναθεώρηση· με την τρίτη, που γίνεται από την επόμενη Βουλή, ύστερα από εκλογές, αποφασίζεται το περιεχόμενο της αναθεώρησης δηλαδή ποιες θα είναι οι νέες διατάξεις που θα αντικαταστήσουν τις αναθεωρούμενες. Κρίσιμη σημασία έχει ότι οι δύο πρώτες ψηφοφορίες δεν δεσμεύουν την επόμενη Βουλή ως προς το περιεχόμενο της αναθεώρησης. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι μπορεί άλλα να θέλησε η πρώτη Βουλή και άλλα να αποφασίσει η επόμενη. Παράδειγμα: μπορεί η πρώτη Βουλή να αποφάσισε την αναθεώρηση του άρθρου 3 παρ. 1 για να ενισχυθεί η έννοια της «επικρατούσας θρησκείας» με αναγνώριση κάποιου ουσιαστικού προβαδίσματος απέναντι στις άλλες θρησκείες και η δεύτερη Βουλή να αποφάσισε την ολική απάλειψη αυτής της έννοιας. Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις ποιο είναι το τελικό αποτέλεσμα μιας αναθεώρησης, προπάντων αν αλλάξουν οι κομματικές ισορροπίες.

Και τώρα οι απαιτούμενες πλειοψηφίες: αν η απόφαση ότι μια διάταξη πρέπει κατ’ αρχήν να αναθεωρηθεί ψηφισθεί από 181 τουλάχιστον βουλευτές, το καινούργιο κείμενο μπορεί να αποφασισθεί από 151· αν η απόφαση για την αναθεώρηση παρθεί από 151 βουλευτές και όχι από 181, για το νέο κείμενο πρέπει να ψηφίσουν 181. Μπορεί επομένως να συμβεί, μια πλατιά πλειοψηφία να αποφασίσει την αναθεώρηση επιδιώκοντας ορισμένο στόχο και μια στενή πλειοψηφία να αποφασίσει τελικά το αντίθετο.

Δυνατότητα ελέγχου

Φανερό είναι ότι μια τέτοια τροπή των πραγμάτων θα έπρεπε να εμποδιστεί. H φρόνηση επιβάλλει το τελικό κείμενο του αναθεωρημένου Συντάγματος να βρίσκει την ευρύτερη δυνατή κατάφαση, πάντως μεγαλύτερη από κάποια οριακή πλειοψηφία 151 βουλευτών. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνον αν οι πρώτες αποφάσεις, αυτές που καθορίζουν τις διατάξεις που πρέπει να αναθεωρηθούν, έχουν παρθεί με τη μικρή πλειοψηφία γιατί μόνον τότε η τελική απόφαση για το νέο κείμενο που θα ισχύσει θα χρειάζεται τη μεγάλη πλειοψηφία. Γιατί μόνον έτσι ελέγχεται η αναθεώρηση στην τελική και κρίσιμη φάση της. Αλλιώτικα είναι σαν να παρέχεις «εν λευκώ» εξουσιοδότηση στην όποια οριακή πλειοψηφία της επόμενης Βουλής να ψηφίσει όποιο Σύνταγμα θέλει.

Αφετηρία των περαιτέρω σκέψεων είναι -και πρέπει να είναι- ότι τώρα είναι άγνωστο ποιο κόμμα θα πλειοψηφήσει στην επόμενη Βουλή. Αγνωστο και ίσως αδιάφορο από την άποψη της πλατιάς αποδοχής που πρέπει γενικά να έχει ένα Σύνταγμα και, ακόμα περισσότερο, μια αναθεώρηση. Γι’ αυτό αισθάνομαι τον πειρασμό να υιοθετήσω ως έκκληση μια ιδέα του έγκριτου συνταγματολόγου καθηγητή Αλιβιζάτου: το κόμμα της (σημερινής) αντιπολίτευσης θα πρέπει να καταψηφίσει όλες τις προτάσεις για αναθεώρηση κάποιων διατάξεων, ακόμη και εκείνες με τις οποίες ενδεχομένως συμφωνεί. Μόνο έτσι εξασφαλίζεται ότι το νέο Σύνταγμα που θα βγει από την αναθεώρηση θα είναι προϊόν μιας ευρύτερης συναίνεσης.

Συναινέσεις και κίνδυνος ματαίωσης

Ας μη μου καταλογισθεί η αφέλεια ότι δεν συνεκτιμώ πώς συχνά πετυχαίνεται και τι αποτελέσματα έχουν οι διακομματικές συναινέσεις στο νομοθετικό (και το αναθεωρητικό) έργο. Κατά κανόνα, όταν κάποια σοβαρή διαφωνία μεταξύ των κομμάτων φαίνεται να οδηγεί σε αδιέξοδο και σε ματαίωση της προσπάθειας που χρειάζεται αυξημένη πλειοψηφία, εμφανίζεται κάποια συμβιβαστική λύση που, κυρίως, χάρη στην ασάφειά της, φαίνεται να ικανοποιεί και τις δύο πλευρές. Αν είναι και περασμένη η ώρα, η κόπωση αυξάνει τις πιθανότητες της συναινετικής αποδοχής. Οι συνέπειες θα φανούν αργότερα όπως φάνηκαν στο θέμα της συναινετικής αποδοχής της ρύθμισης περί «βασικού μετόχου» στις επιχειρήσεις μαζικής ενημέρωσης και εργολάβων ή προμηθευτών του Δημοσίου.

Η προτεινόμενη μέθοδος μπορεί να οδηγήσει σε περιορισμό της έκτασης ή και ματαίωσης της σχεδιαζόμενης αναθεώρησης. Μικρό το κακό – όπως μικρό το κακό θα είναι και αν η αναθεώρηση ματαιωθεί εξαιτίας απώλειας της προθεσμίας που προβλέπει το Σύνταγμα. Το Σύνταγμά μας, του 1975, έχει ήδη αναθεωρηθεί δύο φορές (το 1986 και το 2001) και τώρα ετοιμάζεται η τρίτη αναθεώρηση. Με λίγη απλούστευση μπορεί να λεχθεί: κάθε φορά πλουτιζόταν με ρητορικές εξαγγελίες και… χειροτέρευε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή