«Αλάθητες» ηγεσίες βασανίζουν τη χώρα

«Αλάθητες» ηγεσίες βασανίζουν τη χώρα

4' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενας ηγέτης, με ρεαλιστική εκτίμηση των προσωπικών του ικανοτήτων και πίστη στους στόχους του, δεν δυσκολεύεται να ομολογήσει λάθος. Και ο ηγέτης που δεν φοβάται να ομολογήσει λάθος του γεννάει εμπιστοσύνη, αίσθημα ασφάλειας στον πολίτη. Η ομολογία λάθους βεβαιώνει σθένος, τιμιότητα, αυτοσεβασμό, σοβαρότητα. Δηλαδή, τα κυρίως ηγετικά προσόντα. Τα πολύτιμα και σπάνια στον ιστορικό βίο.

Αλλο η θαρραλέα ομολογία λάθους και άλλο η «επικοινωνιακή» μετριοφροσύνη. Κάποιες γενικόλογες αναφορές ότι «κάνουμε και λάθη», «δεν είμαστε και τέλειοι», προδίδουν ψυχική ένδεια, ανθρώπους δίχως αυτοπεποίθηση και δίχως πίστη σε στόχους. Ο φόβος να ομολογηθεί συγκεκριμένο σφάλμα σημαδεύει την απουσία πραγματικού ηγετικού χαρίσματος, χαρακτηρίζει μετριότητες, σπιθαμιαίους. Ο λαός τους ανέχεται όταν δεν έχει άλλη επιλογή – είναι συνήθως πρωθυπουργοί μιας χρήσεως, έστω σε δύο τετραετίες.

Απεχθέστερη και απείρως επικινδυνωδέστερη η περίπτωση «αλάθητων» ηγετών, ηγετικών ομάδων, κομμάτων. Είναι ο κανόνας των θηρευτών της εξουσίας. Ούτε διανοούνται να ομολογήσουν, ούτε ανέχονται να τους καταλογιστεί λάθος. Λάθη κάνουν μόνο οι αντίπαλοί τους, όλα όσα κάνουν οι αντίπαλοί τους είναι μόνο λάθος. Οι ίδιοι πετυχαίνουν πάντοτε και μόνο το σωστό, το επαρκές ή το τέλειο. Ακόμη και οι παραλείψεις τους (συχνά εγκληματικές) είναι γιατί δεν πρόφτασαν, όχι επειδή δεν τόλμησαν ή δεν ήταν ικανοί. Στην τρίτη αυτή κατηγορία απεμπολείται ακόμη και η φιλοδοξία ρόλου ηγετικού, ηδύνονται οι σπιθαμιαίοι με μόνη τη διαχείριση της εξουσίας, την ψυχοπαθολογική εξάρτηση από τη δημοσιότητα, ίσως και με τη νεοπλουτίστικη κενότητα. Οταν οι «αλάθητοι» κυβερνούν μια χώρα, η συμφορά είναι χειρότερη και από λοιμό.

Η αυτοάμυνα των «αλάθητων» εγγίζει τον τελευταίο καιρό τα όρια της υστερίας, που σημαίνει ότι το βαρόμετρο πέφτει, οι εκλογές είναι «επί θύραις». Και σε κάθε προεκλογική περίοδο ο επαρκούς νοημοσύνης πολίτης μετράει τη γεωμετρική πρόοδο ή δυναμική χιονοστιβάδας των ρυθμών κατάρρευσης του πολιτικού μας συστήματος: Σε κάθε προεκλογική αναμέτρηση οι κενές επαγγελίες καταιγιστικά περισσότερες, η αποσιώπηση των λαθών πιο αδιάντροπη, οι ευτελείς καυχησιολογίες όλο και πιο παιδαριώδεις.

Αυτή τη φορά έχει προστεθεί και ένας καινούργιος παράγων που επιτείνει εντυπωσιακά τον πληθωρισμό της επιθετικής ευτέλειας: Ενα συμπτωματικό γεγονός, με ξεχωριστό ενδιαφέρον όχι κυρίως για τους πολιτικούς όσο κυρίως για τους γλωσσολόγους. Μιλώ για τη σύμπτωση ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μην έχει μητρική του γλώσσα τα ελληνικά.

Θα ήταν αφελές ή πολιτικά απαράδεκτο να θεωρήσουμε το γεγονός σαν έλλειψη ελληνοπρέπειας, υστέρημα πατριωτισμού. Οι αρνητικές επιπτώσεις είναι σε άλλο επίπεδο: Στη μητρική μας γλώσσα προσλαμβάνουμε, μέσα από την εμπειρία της καθημερινής πρακτικής, όχι μόνο το νόημα (σημασία) των λέξεων, αλλά και το κριτήριο (μη συνειδητοποιημένο) της πρέπουσας χρήσης τους: Πότε και πού, σε ποιες συνθήκες και περιστάσεις, περιβάλλοντα και αφορμές χρησιμοποιούμε την κάθε λέξη ή με διαφορετικές λέξεις τις νοηματικές αποχρώσεις της ίδιας σημασίας.

Για παράδειγμα: Αν δούμε τον μικροπαντοπώλη και γείτονα να αυθαιρετεί στο ζύγισμα ή στον υπολογισμό της οφειλής μας, δεν θα του πούμε ποτέ «είσαι κλέφτης». Θα προτιμήσουμε την έκφραση «κάποιο λάθος έγινε» ή κάτι ανάλογο. Αν σε φιλική παρέα βρεθεί κάποιος να ισχυρίζεται τα ανυπόστατα, δεν θα του πούμε «λες ψέματα, είσαι ψεύτης», θα καταφύγουμε στο ερώτημα: «μήπως υπερβάλλεις; Εχεις τεκμήρια γι’ αυτό που λες;». Με αυτά τα κεκτημένα (από τις παιδικές γλωσσικές καταβολές μας) αντανακλαστικά προσαρμόζουμε τη γλωσσική μας συμπεριφορά στην πρωτεύουσα ανάγκη να λειτουργούν στον συλλογικό μας βίο σχέσεις στοιχειώδους κοινωνίας. Εστω και συμβατικές οι καλές σχέσεις επιτρέπουν καλύτερη ποιότητα ζωής.

Αυτή τη «διακριτική» (διάκρισης συνθηκών και περιστάσεων) γλωσσική συμπεριφορά στερείται, άθελά του, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και είναι μάταιο σε αυτή την ηλικία να τον δασκαλέψει κανείς: Να του υποδείξει ποιες λέξεις και εκφράσεις τις χρησιμοποιούμε ανέμελα με φιλαράκια των παιδικών μας χρόνων ή σε παρέα που χαλαρώνει με ελευθεροστομίες. Αλλά ποτέ από το βήμα της Βουλής ή σε δημόσιο λόγο.

Δύο μοιάζει να είναι οι σοβαρές συνέπειες της γλωσσικής «αδιακρισίας» του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης: Ενας αριθμός πολιτών (όσο μεγάλος, άγνωστο) εκδέχεται αυτή την έκδηλη εκφραστική ακρισία ως ανεπάρκεια φυσικού χαρίσματος κριτικής οξύνοιας, δείγμα νοητικής υστέρησης – κάτι που είναι άδικο και εύκολα μπορούν να το καπηλευθούν οι κομματικοί του αντίπαλοι. Δεύτερη συνέπεια είναι το κλίμα της οξύτητας που αναπόφευκτα δημιουργείται όταν ένας πολιτικός αρχηγός διολισθαίνει στην αμετροέπεια. Οι ανοίκειοι για τον χώρο του Κοινοβουλίου χαρακτηρισμοί εξάπτουν τους αντίπαλους αγορητές, τους προκαλούν να επιστρατεύσουν αντίστοιχης ανοικειότητας εκφράσεις, για να μη θεωρηθεί ότι υστερούν σε μαχητικότητα.

Είναι σύμπτωση και μόνο που ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έχει ως μητρική του γλώσσα τα ελληνικά. Ομως, δεν είναι καθόλου συμπτωματική η επιλογή του να μιλάει (ακόμα και με την αθέλητη «αδιακρισία» του) τη γλώσσα των «αλαθήτων». Το κόμμα στο οποίο αρχηγεύει κυβέρνησε είκοσι χρόνια τη χώρα και τώρα, για γαγγραινιασμένα προβλήματα που συνεχώς χειροτερεύουν, του φταίει αποκλειστικά η σημερινή, τριών χρόνων κυβέρνηση. Και την καταγγέλλει με μύδρους και χειρονομίες γραφικού επαρχιώτη εισαγγελέα της δεκαετίας του ’60. Δεν «διακρίνει» ούτε τον αυτοδιασυρμό.

Βεβαίως και αποδείχτηκαν εγκληματικά απροετοίμαστοι και θλιβερά ανίκανοι οι σήμερα κυβερνώντες τη χώρα. Αλλά, στα είκοσι χρόνια που προηγήθηκαν, οι σοσιαλεπώνυμες κυβερνήσεις είχαν μεθοδικά κακουργήσει, με ολόκληρη τη σημασία που έχει αυτό το ρήμα στη γλώσσα της μάνας μας. Βύθισαν την κοινωνία σε τεταρτοκοσμική διαφθορά, αμοραλισμό, αδιαντροπιά, ευτελισμό κάθε ποιότητας. Μπορεί να έχει άλλη εκτίμηση των πραγμάτων ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και είναι φυσικό: Κρίνει μέσα από τον γυάλινο πύργο της φεουδαρχικής δυναστείας την οποία κληρονομικώ δικαιώματι συνεχίζει αμιλλώμενος τους Γλύξμπουργκ. Δεν μπορεί όμως να μην έχει ποτέ σκοντάψει η ευαισθησία του έστω και σε ένα λάθος του κόμματός του ικανό να τον διεγείρει σε δημόσια αίτηση συγγνώμης.

Η λοιμική των «αλαθήτων» βασανίζει τη χώρα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή