Υπάρχει και ο «καταλληλότερος» της αξ. αντιπολιτεύσεως…

Υπάρχει και ο «καταλληλότερος» της αξ. αντιπολιτεύσεως…

4' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το «μέγα δίλημμα» που αντιμετωπίζει ο κ. Γιώργος Παπανδρέου στη χάραξη της νέας αντιπολιτευτικής του στρατηγικής, έναντι της Ν.Δ. περιέγραψε με τρόπο ευφυέστατο ο κ. Θεόδ. Πάγκαλος πριν από μερικές ημέρες στη Βουλή. Οταν άκουσε την απάντηση του υφυπουργού ΠΕΧΩΔΕ κ. Θεμ. Ξανθόπουλου σε ερώτηση για το ενδεχόμενο μολύνσεως της λίμνης του Μαραθώνα, ο κ. Πάγκαλος έκλεισε τη συζήτηση ως εξής: «Είναι η δεύτερη φορά που κάνω ερώτηση στον κύριο υπουργό και θα σκεφθώ πολύ πριν κάνω τρίτη, γιατί και τις δύο φορές έδωσε ικανοποιητική απάντηση, με αποτέλεσμα να με εμφανίζει να κάνω εποικοδομητική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση, πράγμα που δεν είναι, όπως ξέρετε, καλό. Δεν θα μπορέσω ποτέ να βάλω υποψηφιότητα για πρόεδρος του κόμματός μου, αν συνεχίσω να έχω τη φήμη ότι κάνω εποικοδομητική αντιπολίτευση!»…

Βεβαίως, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σ’ αυτό το σπάνιο, για τα ελληνικά δεδομένα, δείγμα πολιτικού πολιτισμού, «πρωταγωνιστές» ήταν από τη μια πλευρά η ειλικρίνεια και η ευθύτητα του κ. Παγκάλου και από την άλλη η βαθιά γνώση του αντικειμένου και η αποτελεσματικότητα που έχει επιδείξει ο κ. Ξανθόπουλος σε όλους τους τομείς, στους οποίους κατά καιρούς υπηρέτησε. Ωστόσο, το ουσιαστικό στοιχείο που προκύπτει από το περιστατικό είναι ότι η εποικοδομητική αντιπολίτευση εξακολουθεί να θεωρείται στο ΠΑΣΟΚ ως μέγιστο σφάλμα στρατηγικής στην προσπάθειά του να ανακτήσει την πλειοψηφία. Τι σημαίνει, όμως, εποικοδομητική αντιπολίτευση; Η έννοια έχει σαφώς θετική σημασία, αφού υποδηλώνει την προσθετική ανάπτυξη – προαγωγή μιας υφιστάμενης ήδη οικοδομής. Το αντίθετό της είναι η κατεδάφιση και η εκθεμελίωση του υπάρχοντος κτίσματος, με την επαγγελία, έστω, μιας εκ βάθρων ανοικοδομήσεως. Κατ’ επέκταση η… κατεδαφιστική αντιπολίτευση αποκλείει και το ελάχιστο ίχνος συναινέσως προς τον αντίπαλο, επιβάλλοντας καθολική άρνηση και ολομέτωπη ρήξη σε όλα τα πεδία της πολιτικής αντιπαραθέσεως.

Ακριβώς με αυτήν τη στρατηγική, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ανήλθε στην εξουσία το 1981. Σε ουδεμία περίπτωση, όμως, τόλμησε ή επεχείρησε την «κατεδάφιση» θεμελιωδών επιλογών της «επάρατης Δεξιάς», όπως ήταν η ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ, η συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ και γενικώς η διασάλευση των δεσμών της με τη Δύση. Εκ των πραγμάτων, οι κυβερνήσεις του Α. Παπανδρέου και στη συνέχεια του κ. Κ. Σημίτη προτίμησαν ή αναγκάσθηκαν να εφαρμόσουν «εποικοδομητική» πολιτική· δηλαδή, να προαγάγουν και να αναπτύξουν τα πολιτικά, οικονομικά, διεθνή, κ.λπ. κεκτημένα της χώρας μας, τα οποία είχαν παραλάβει από τις προηγούμενες, «εχθρικές» ή «φίλιες» κυβερνήσεις. Κατά ποία λογική, λοιπόν, σήμερα ο κ. Γιώργος Παπανδρέου επιμένει στο ρόλο του ανατροπέα και κατεδαφιστή των όποιων επιλογών της νεοκλεγείσης κυβερνήσεως;

Το ερώτημα γίνεται επιτακτικότερο διότι ακριβώς την αντιπολίτευση αυτή άσκησε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κατά τα προηγούμενα τριάμισι χρόνια της ηγεσίας του. Και το αποτέλεσμα ήταν να οδηγήσει το κόμμα του -και μάλιστα υπό τις πλέον αντίξοες για την διακυβέρνηση της Ν.Δ. συνθήκες- σε συντριπτική ήττα. Το ίδιο, όμως, ερώτημα ενέχει και τραγελαφικά στοιχεία. Σύμφωνα με τους μετεκλογικούς ισχυρισμούς του κ. Παπανδρέου, η παταγώδης αποτυχία της αντιπολιτεύσεως που άσκησε, οφειλόταν σε εσωκομματικές υπονομεύσεις, σε εξωθεσμικές παρεμβάσεις κ.λπ. Ζήτησε, έτσι, την ανανέωση της αρχηγίας του από τη λαϊκή βάση (η οποία και του εδόθη με ποσοστό 60%) προκειμένου να επιτύχει όσα δεν κατόρθωσε, όταν είχε την λαϊκή παμψηφία (!). Τότε είχε αναγγείλει «τομές, ρήξεις και ανατροπές» με το ιδεολογικοπολιτικό κατεστημένο του κόμματός τους. Σήμερα, μετά την επανεκλογή του -και τουλάχιστον μέχρι στιγμής- εξαγγέλλει «ρήξεις και ανατροπές», θεωρώντας πρωταρχικό του στόχο τη ματαίωση του κυβερνητικού προγράμματος, το οποίο μόλις προ διμήνου εγκρίθηκε από τη λαϊκή πλειοψηφία. Με άλλους λόγους, δηλαδή, δείχνει να υποτροπιάζει στο θεμελιώδες σφάλμα που διέπραξε και κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο, επιλέγοντας την οξεία και ολομέτωπη αντιπολίτευση, αντί της αναδιοργανώσεως του κόμματός του και της παραθέσεως σαφών και πειστικών αντιπροτάσεων στα προβλήματα της χώρας.

Στα απανταχού του κόσμου δημοκρατικά κόμματα ισχύει η άποψη ότι ο πλέον ενδεδειγμένος αρχηγός είναι εκείνος που διαθέτει την μεγαλύτερη ανοχή στο αντίπαλο στρατόπεδο. Η αντίληψη, δε, αυτή επεκράτησε σε εποχές που οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές των κομμάτων ήταν μεγάλες έως χασματικές, οπότε και η διεισδυτικότητα ενός πολιτικού ηγέτη στο αντίπαλο στρατόπεδο ήταν δυσχερέστατη. Προφανώς, λοιπόν, η θεωρία αυτή ισχύει κατά πολύ περισσότερο σήμερα που οι διαφορές είναι δυσδιάκριτες ή ασήμαντες, οπότε τα ειδικά προσόντα ενός πολιτικού αρχηγού όπως π.χ. η συνέπεια, η ικανότητα, η αξιοπιστία, κ.λπ. μπορεί να έχουν υπέρτερη, έναντι των ιδεολογικοπολιτικών προκαταλήψεων, απήχηση στο χώρο του αντιπάλου.

Με την κοινή λογική, λοιπόν, ο κ. Γιώργος Παπανδρέου δεν θα ‘πρεπε να αντιμετωπίζει δίλημμα αντιπολιτευτικής στρατηγικής. Ιδιαίτερα, δε, αφού η προηγούμενη και «ηττοφόρος» συνταγή αποδόθηκε από τον ίδιο σε εξωθεσμικές και εσωκομματικές πιέσεις ή υπονομεύσεις. Στην πολιτική, όμως, η κοινή λογική δεν είναι πάντοτε εν επαρκεία αγαθόν. Με το δεδομένο αυτό, προσωπικά, τουλάχιστον, ευελπιστώ ότι στο λογικό ερώτημα των δημοσκοπήσεων περί του «καταλληλότερου» πρωθυπουργού δεν θα προστεθεί ένα δεύτερο και σαφώς παράλογο. Το ερώτημα, δηλαδή, που θα αναδεικνύει -και μάλιστα μετά μακρά χρονική δοκιμασία- τον «καταλληλότερο» αρχηγό της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως. Ωστόσο, το ερώτημα αυτό αναπόφευκτα θα τεθεί στις επόμενες ημέρες αν επιβεβαιωθεί ότι ο κ. Γιώργος Παπανδρέου οδηγεί -αυτοβούλως, πλέον, και ανεπηρέστατα- το κόμμα του σε μια τρίτη (!) εκλογική ήττα…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή