Αφηγησεις: Πώς ο Σημίτης ηττήθη κατά κράτος από τους συνδικαλιστές

Αφηγησεις: Πώς ο Σημίτης ηττήθη κατά κράτος από τους συνδικαλιστές

9' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι αλλαγές στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) συνιστούν, όπως έχει αποδείξει η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών, το πιο δύσκολο προς επίλυση πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα για τις κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων χωρών από τις ΗΠΑ με το διάτρητο και άνισο προνοιακό σύστημα μέχρι τη Γερμανία, το προπύργιο του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους. Οταν σε όλες αυτές τις χώρες έρχεται η ώρα να γίνουν αλλαγές στο κλονιζόμενο ΣΚΑ, ξεσπούν πολιτικές κρίσεις και κοινωνικές αναταραχές. Γιατί; Πρώτον, διότι λόγω των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων οι αλλαγές είναι οδυνηρές γιατί οδηγούν σε μείωση των παροχών και δεύτερον θίγονται τα προνόμια των συνταξιοδοτικών ρετιρέ, τα οποία όμως είναι πανίσχυρα πολιτικά και οργανωτικά και συνεπώς, πρωτοστατούν στην εξέγερση. Από τη φύση του λοιπόν, αυτό το δύσκολο πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί με μιας, δηλαδή με μια διαδικασία εγχείρησης και αφαίρεσης του κακοήθους όγκου, ούτε από μια μόνο κυβέρνηση. Το σύνθετο αυτό κοινωνικό πρόβλημα πρέπει να λυθεί σταδιακά και σε βάθος χρόνου από διαδοχικές κυβερνήσεις, οι οποίες με υπευθυνότητα και εξαντλητικό κοινωνικό διάλογο θα παρεμβαίνουν και θα εξαλείφουν τις στρεβλώσεις του συστήματος επιμηκύνοντας τη διάρκεια ζωής του.

Στην Ελλάδα, στα χρόνια της μεταπολίτευσης υπήρξαν κυβερνήσεις με αίσθημα ευθύνης που έφεραν σε πέρας αλλαγές στο σύστημα. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας π.χ. της περιόδου 1990 – 1993, αψηφώντας τις μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις των συνδικάτων και των κομμάτων της τότε αντιπολίτευσης με τους νόμους Σιούφα και Σουφλιά, έδωσε το φιλί της ζωής για 10 χρόνια τουλάχιστον, στο απειλούμενο με χρεοκοπία σύστημα. Εκ των υστέρων στελέχη του ΠΑΣΟΚ, όπως ο Σημίτης, ο Γιάννος Παπαντωνίου, ο Αλέκος Παπαδόπουλος, ο Θεόδ. Πάγκαλος και άλλοι αναγνώριζαν ότι εάν δεν είχαν γίνει οι παρεμβάσεις Σουφλιά – Σιούφα, όταν το κόμμα τους επέστρεψε στην εξουσία το 1993, δεν θα υπήρχαν χρήματα στα Ταμεία για να πληρωθούν οι συντάξεις.

Δέσμευση

Μετά τις εκλογές του 2000 που έδωσαν μια δεύτερη τετραετία στον Κώστα Σημίτη, το ασφαλιστικό τέθηκε ξανά στην πολιτική ατζέντα μια και στο προεκλογικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ αναφερόταν ρητά η δέσμευση ότι μετά τις εκλογές θα ακολουθήσει ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Αλλωστε το επείγον του προβλήματος προέκυπτε από την επανεμφάνιση ελλειμμάτων στο ΙΚΑ, από την κρίση στα ασφαλιστικά Ταμεία των Τραπεζών, αλλά και σε πολλά Ταμεία Ελευθέρων Επαγγελματιών. Ο Σημίτης ανέθεσε το θέμα στον έμπιστό του Τάσο Γιαννίτση, που άλλωστε ήταν και ο αρμόδιος, ως υπουργός Εργασίας. Τον βοηθούσε ο υφυπουργός Νίκος Φαρμάκης, αφού ο έτερος υφυπουργός Χρ. Πρωτόπαπας αφέθηκε στο σκοτάδι μια και η προέλευσή του από τον συνδικαλιστικό χώρο (πρόεδρος της ΟΤΟΕ και μετά της ΓΣΕΕ) τον καθιστούσε ύποπτο για τον Σημίτη!

Οπως εξομολογείται στο βιβλίο του για την περιπέτεια του ασφαλιστικού που έγραψε ο Γιαννίτσης τον Νοέμβριο του 2007 (σελ. 35-36): «Πολιτικά υπήρχαν δύο επιλογές. Να αγνοήσω, να υποβαθμίσω και να αδιαφορήσω για το πρόβλημα, παρουσιάζοντας προτάσεις που δήθεν θα αποτελούσαν απάντηση, θα είχαν περιορισμένη επίδραση στις εξελίξεις, θα προκαλούσαν -όπως πάντα- κάποιες αντιδράσεις, αλλά θα άφηναν άθικτο το πρόβλημα. Είναι ο κλασικός τρόπος λειτουργίας της πολιτικής σε δύσκολα ζητήματα, όταν στόχος είναι να αποτραπεί το προσωπικό πολιτικό κόστος. Η δεύτερη επιλογή ήταν να αποδεχθώ τη σοβαρότητα του προβλήματος και τη σημασία που είχε η κίνηση μιας διαδικασίας πραγματικής αντιμετώπισής του. Το ασφαλιστικό σε βάθος χρόνου, αφορά εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους. Παράκαμψη του προβλήματος και μετατόπισή του στο μέλλον αναγκαστικά οδηγεί το σύστημα σε κρίση και οπωσδήποτε σε πιο «σκληρές» λύσεις για πάρα πολύ κόσμο, καθώς η προβληματική προοπτική που μπορούσε κανείς τότε να διαπιστώσει, με την πάροδο του χρόνου, θα επιδεινωνόταν ακόμη περισσότερο».

Τα στοιχεία

Ο Γιαννίτσης έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά και αξιοποίησε όλα τα επίσημα στοιχεία, εκθέσεις (όχι φυσικά τη γενικόλογη Σπράου) ενώ μελέτησε την εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών χωρών (Σουηδία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία) και ύστερα από διεθνή διαγωνισμό ανέθεσε την εκπόνηση αναλογιστικής μελέτης, στον αγγλικό οίκο «Government Actuaries». Οπως προέκυψε από όλη αυτή την ενδελεχή προεργασία και μελέτη τα ασφαλιστικά ελλείμματα, ακολουθώντας ελαφρώς ανοδική πορεία μέχρι το τέλος του 2010, σημείωναν επιδείνωση στα χρόνια γύρω από το 2015, ενώ στη συνέχεια η επιδείνωση γινόταν ραγδαία.

Στις αρχές Απριλίου ο Γιαννίτσης ήταν έτοιμος και ενημέρωσε τον Σημίτη ότι από τις τρεις εναλλακτικές λύσεις που προέκυπταν από τη μελέτη των Βρετανών η κυβέρνηση είχε την ευχέρεια να επιλέξει την πιο λάιτ, η οποία ήταν και η μόνη εφικτή με δεδομένη την κατηγορηματική άρνηση του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών Γιάννου Παπαντωνίου να συνεισφέρει έστω και μια δραχμή στη χρηματοδότηση του Ασφαλιστικού ο κρατικός προϋπολογισμός. Ο Γιαννίτσης μιλούσε για ήπιες αλλαγές αλλά η αλήθεια είναι ότι προχώρησε και σωστά, σε δραστικές περικοπές των προνομίων των ρετιρέ και πρότεινε να προσαρμοστούν τα όρια ηλικίας στα 65 χρόνια για όλους. Οπως γράφει στο βιβλίο του (σελ. 143-144) στόχος της πρότασής του ήταν: «Να επικεντρωθούμε σε αλλαγές καταστάσεων που είχαν πάρει τη μορφή καταφανών αδίκων προνομίων για περιορισμένες ομάδες επαγγελμάτων και δημιουργούσαν ένα μεγάλο και αδικαιολόγητο χάσμα στον τρόπο αντιμετώπισης των ασφαλισμένων. Γιατί ήταν δίκαιες ρυθμίσεις προηγουμένων δεκαετιών για τη συνταξιοδότηση μητέρων ανηλίκων, σε ηλικίες 45-50 ετών να εξακολουθούν να ισχύουν σε φάσεις πλήρους ανατροπής των δεδομένων; Γιατί έπρεπε να ισχύουν καταχρηστικές υπαγωγές επαγγελμάτων σε βαρέα και ανθυγιεινά; Πόσο δίκαιο ήταν να υπάρχουν ποσοστά αναπλήρωσης συντάξεων σε «ευγενή» Ταμεία από 110% μέχρι και 130%, ή να υπάρχουν Ταμεία όπου η πληρωμή ασφαλιστικών εισφορών γίνεται από τους συναλλασσόμενους πολίτες αντί για τους εργοδότες και τους εργαζόμενους (δημοσιογραφικά Ταμεία); Ολα αυτά τα στοιχεία διαμόρφωναν ένα εξαιρετικά άνισο τοπίο στην ελληνική κοινωνική ασφάλιση. Τέτοιες ανισότητες στο μέτρο που απορρέουν από τη συμβολή των ασφαλισμένων μπορεί να είναι αποδεκτές. Τι γίνεται όμως, όταν τα Ταμεία είναι ελλειμματικά ή όταν το βάρος των εισφορών το φέρουν τρίτοι; Η Ελλάδα έχει τη δεύτερη θέση μεταξύ των 29 χωρών του ΟΟΣΑ σε ό,τι αφορά τα ποσοστά αναπλήρωσης των ομάδων ασφαλισμένων με υψηλά εισοδήματα, ενώ ταυτόχρονα έχει το τρίτο πιο άνισο σύστημα στο συνταξιοδοτικό μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Επρεπε τέτοιες καταστάσεις να παραμένουν όταν την ίδια στιγμή έπρεπε να βρεθούν τρόποι για μια δύσκολη ασφαλιστική μεταρρύθμιση;».

Οπως διαπιστώνει ο αναγνώστης, ο Γιαννίτσης, όπως ο Σουφλιάς το 1990 και η Πετραλιά σήμερα, προσπάθησε να ψαλιδίσει τα προνόμια των ολίγων που χρηματοδοτούσαν φορολογικά οι πολλοί και μικροί, και γι’ αυτό αντιμετώπισε ευθύς αμέσως τη θύελλα της αντίδρασης των ισχυρών συντεχνιών των ΔΕΚΟ, που παρέσυραν και το μέγα πλήθος, διότι ο Γιαννίτσης έκανε το λάθος να θίξει και τους αδύνατους με τις ισχνές συντάξεις. Εν πάση περιπτώσει ο Γιαννίτσης αφού ενημέρωσε τον πρωθυπουργό και πήρε την απόλυτη έγκρισή του, κάλεσε την επομένη, 18 Απριλίου 2001 το βράδυ, στα γραφεία στη Σολωμού 13-15, τους συνδικαλιστές της ΠΑΣΚΕ που ήταν ηγετικά στελέχη στην ΑΔΕΔΥ και τη ΓΣΕΕ και τους ενημέρωσε για πρώτη φορά! Τον άκουσαν σιωπηλοί μέσα σε ένα βαρύ κλίμα, μέχρι που σηκώθηκε από την καρέκλα του ο Χρήστος Πολυζωγόπουλος και εν οργή του είπε: «Αυτά που μας είπες είναι απαράδεκτα. Ηλθες εδώ φορώντας τις «μπότες» του Σιούφα και με ένα μαχαίρι έκοψες στο 60% τις παροχές που ήδη είχε ακρωτηριάσει αυτός!». Ευθύς αμέσως ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ αποχώρησε και η σύναξη των «εμπίστων» συνδικαλιστών, διελύθη εν ριπή οφθαλμού. Οι συνδικαλιστές διεμήνυσαν αργότερα ότι δεν συζητούν καμιά άλλη λύση του ασφαλιστικού πέραν της κάλυψης των ελλειμμάτων από τον προϋπολογισμό. Την ίδια θέση δηλαδή που έχει και σήμερα η ΓΣΕΕ.

Επιχειρήματα

Την άλλη μέρα, αφού προηγουμένως συνεδρίασε η στενή ομάδα στήριξης του ασφαλιστικού (Σημίτης, Παπαντωνίου, Γιαννίτσης, Φαρμάκης), ο Σημίτης βγήκε στην τηλεόραση και έχοντας δίπλα του τον Γιαννίτση ανακοίνωσε τα μέτρα, ενώ ο Πανταγιάς έστειλε ειδικές αναλύσεις με επιχειρήματα υπέρ, στα κανάλια και στον Τύπο. Την επομένη ο πρωθυπουργός προαισθανόμενος τη θύελλα που ήδη λυσσομανούσε στον ορίζοντα συγκάλεσε κοινή σύσκεψη της Κυβερνητικής Επιτροπής και του Εκτελεστικού Γραφείου όπου ο Γιαννίτσης παρουσίασε τις προτάσεις, λέγοντας ότι δεν πρέπει να καταστροφολογούμε και ότι υπάρχει πάντα χρόνος να γίνουν πιο ήπιες οι αλλαγές, δεδομένου ότι το ασφαλιστικό θα μπει σε κρίση μετά το 2015 και ιδίως μετά το 2020. Ολοι οι βαρώνοι όμως της κυβέρνησης και του κόμματος με εξαίρεση τον Γιάννο που τη «φύλαγαν» στον Σημίτη (Απ. Κακλαμάνης, Βάσω Παπανδρέου, Θεόδ. Πάγκαλος, Κώστας Λαλιώτης, Αλέκος Παπαδόπουλος, Κ. Σκανδαλίδης, Ευάγ. Βενιζέλος, Χρ. Πρωτόπαπας, Χρ. Παπουτσής, Π. Ευθυμίου, Τόνια Αντωνίου) γιατί δεν τους είχε ενημερώσει, ούτε ποτέ είχε ζητήσει τη γνώμη τους, κράτησαν αποστάσεις, δεν συμφώνησαν με την παρουσίαση του Γιαννίτση και ζήτησαν από τον πρωθυπουργό να αρχίσει με τους κοινωνικούς φορείς τον διάλογο που είχε αμελήσει να πραγματοποιήσει στο στάδιο επεξεργασίας των μέτρων.

Οπως λέει με θλίψη ο Γιαννίτσης η συνεδρίαση εκείνη ήταν η αρχή του τέλους για το ασφαλιστικό που σαρώθηκε από τις απανωτές διαδηλώσεις, που οργάνωσε η «νεκρή» μέχρι τότε ΓΣΕΕ, το κύρος και την ισχύ της οποίας ανέστησαν με τις αδεξιότητές τους ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εργασίας. Ο Γιαννίτσης ξανακάλεσε ύστερα από 10 μέρες, στη Σολωμού, τους συνδικαλιστές για συζήτηση, αλλά προσέκρουσε και πάλι σε ένα τείχος άρνησης και ανεβαίνοντας στον επάνω όροφο πήρε στο τηλέφωνο τον Σημίτη, του είπε ότι δεν γίνεται τίποτε και κατεβαίνοντας ανήγγειλε την απόσυρση των μέτρων. Την επομένη έθεσε στη διάθεση του πρωθυπουργού την παραίτησή του, ο οποίος ήδη τον είχε εγκαταλείψει και σε λίγους μήνες, με τον ανασχηματισμό, τον όρισε υπουργό αναπληρωτή Εξωτερικών.

Η απόσυρση από τον Σημίτη της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού, που είχε επεξεργαστεί ο Γιαννίτσης, δεν ήταν απλώς μια μεγάλη πολιτική ήττα για τον τότε πρωθυπουργό, που στην πιο κρίσιμη επιλογή της δεύτερης θητείας του εγκαταλείφθηκε μόνος από όλους τους υπουργούς του και τα πρωτοκλασάτα κομματικά του στελέχη. Ηταν, προπαντός, μια μεγάλη εθνική ήττα. Αν η μεταρρύθμιση είχε προχωρήσει, το ασφαλιστικό μας σύστημα θα εξυγιαίνετο, τα δημόσια οικονομικά θα ελαφρύνονταν και η οικονομία θα πετούσε. Με υγιές το σύστημα μέχρι το 2030, η σημερινή κυβέρνηση της Ν.Δ. και οι επόμενες που θα τη διαδέχονταν θα βελτίωναν τις παροχές και με οργανωτικές αλλαγές (ενοποιήσεις Ταμείων), θα ενίσχυαν περαιτέρω τη βιωσιμότητα των Ταμείων. Μια μεγάλη ευκαιρία χάθηκε τότε!

Οι συντεχνίες

Η ευθύνη για την απώλεια αυτή που κατέστησε αναπόφευκτα τα σημερινά σκληρά μέτρα, βαρύνει βεβαίως, πρωτίστως, τις συντεχνίες, που τότε και τώρα, ως δυνάμεις συντήρησης και αδράνειας καταπολεμούν κάθε αλλαγή που περιορίζει τα προνόμιά τους. Ομως, επειδή τα δραματικά αυτά γεγονότα του 2001 τα έζησα από πολύ κοντά και σαν δημοσιογράφος με τα ρεπορτάζ και σχόλιά μου προσπάθησα να βοηθήσω, πρώτον, τον κ. Γιαννίτση και μετά τον πρωθυπουργό, όπως τα ξανασκέφτομαι σήμερα από την απόσταση μιας ολόκληρης επταετίας πρέπει, μετά λόγου γνώσεως, να καταθέσω ότι την κερκόπορτα για να περάσουν οι συντεχνίες την άνοιξαν διάπλατα, με τη φραξιονιστική νοοτροπία και συμπεριφορά τους οι Σημίτης και Γιαννίτσης.

Ο Σημίτης αντί να ευλογεί καθημερινά τον Κύριο που πήρε κοντά του τον Ανδρέα και τον Γεννηματά και του χάρισε έτσι την ηγεσία του μεγάλου κόμματος της Κεντροαριστεράς, αντί να ενώσει και να εμπνεύσει τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, από το πρωί μέχρι το βράδυ, ασχολείτο πώς θα αλλάξει το ΠΑΣΟΚ, καπελώνοντάς το από τη φράξια των «εκσυγχρονιστών». Γι’ αυτό απο φάσιζε όχι μαζί με τα στελέχη του την πολιτική της κυβέρνησής του, αλλά κρυφά με τα έμπιστα μέλη της φράξιάς του! Και όπως ήταν αναμενόμενο, οι αποδιοπομπαίοι αντιδρούσαν!

Ο Γιαννίτσης σε μια αμλέτεια αποστροφή γράφει στο βιβλίο του: «Πήρα στα σοβαρά ένα θέμα, το οποίο εκτός του πρωθυπουργού σχεδόν κανείς άλλος δεν ήταν διατεθειμένος να πάρει στα σοβαρά». Και δικαιολογούμενος για την αποτυχία του προσθέτει: «Ηταν προφανές ότι ΠΑΣΟΚ και ασφαλιστικό κινούνταν σε διχαστική τροχιά».

Αγαπητέ κ. Τάσο, τις μεγάλες αλλαγές δεν τις κάνουν τα κόμματα, αλλά οι ηγέτες τους, που έχουν όραμα και τη δύναμη για να πείσουν ή και να εξαναγκάσουν τους βουλευτές και τα στελέχη τους να ψηφίσουν τις αλλαγές. Αυτό έκανε ο Μητσοτάκης το 1991 και αυτό κάνει τώρα ο Κώστας Καραμανλής. Εσείς δεν το πετύχατε το 2001, διότι είχατε έλλειμμα ηγεσίας! Και απόδειξη ότι μετά «κάθισε» η κυβέρνησή σας, παρέλυσε και «άραξε», όπως ο ίδιος γράφεις (σελ. 156), μέχρι το 2004 στις απολαύσεις της διαφθοράς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή