Υποθεσεις

5' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα λεξικά φταίνε, οι γραμματικοί και οι λεξικογράφοι. Αν είχαν αποφασίσει χρόνια τώρα πόθεν η κοινή, κοινότατη λέξη «αλαλούμ», αν είχαν συμφωνήσει δηλαδή πούθε κρατάει η σκούφια της, θα είχαμε υιοθετήσει κι εμείς την ερμηνεία τους και δεν θα… αλαλουμίζαμε κάθε λίγο και λιγάκι και με μοναδικό στόχο να βρούμε τη διαφεύγουσα ρίζα της λέξης την ώρα ακριβώς που η σημασία της πραγματώνεται και αποθεώνεται. Το «Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής» του Ν.Π. Ανδριώτη, για να πάρουμε τα πράγματα από κάποια αρχή, δεν έχει σχετικό λήμμα, όπως δεν έχει ούτε το Λεξικό του Δημητράκου ούτε το Λεξικό του Σταματάκου, και δεν ξέρω αν αυτό λέει κάτι για την ηλικία της λέξης. Στο «Νέο ελληνικό λεξικό της σύγχρονης δημοτικής γλώσσας» του Εμμανουήλ Κριαρά διαβάζουμε: «αλαλούμ: 1. (παλαιότερα) εύθυμη τελετή, αστεϊσμός (καζούρα) ή δοκιμασία (καψόνι, νίλα), σε βάρος νέου μαθητή στρατιωτικής σχολής ή πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού. 2. κοιν. για δήλωση αταξίας, αναρχίας, ασυναρτησίας, ακαταστασίας κ.ά. [πιθ. τουρκ. alalim (= ας τον πάρουμε) του ρ. almak, προτροπή που επικύρωνε την εισδοχή νέου σε ομάδα».

Το «Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας» του Γ. Μπαμπινιώτη δίνει την ερμηνεία «κατάσταση σύγχυσης και αναστάτωσης», ενώ για την ετυμολογία της λέξης σημειώνει: «Πιθ. από τη φράση «άλλα άλλων» με παρετυμολογική επίδραση από εκφραστ. λ. όπως γιουσουρούμ ή πλαστή λ. από παιδικά παιχνίδια και τραγούδια». Τέλος (;) στο «Λεξικό της κοινής νεοελληνικής» του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη διαβάζουμε: «αλαλούμ: α. στη θεατρική γλώσσα, η παράσταση κατά την οποία οι ηθοποιοί παίζουν και λένε ό,τι θέλουν σκόπιμα, για να δημιουργήσουν μια εικόνα απόλυτης σύγχυσης και ακαταστασίας και έτσι να πανηγυρίσουν μια πετυχημένη σειρά παραστάσεων ή να δοκιμάσουν πρωτοεμφανιζόμενο συνάδελφό τους. β. γενικά για οτιδήποτε παρουσιάζει μια εικόνα απόλυτης σύγχυσης, ακαταστασίας και παραλογισμού [ίσως αραβ. επιφ. ulalum με υποχ. αφομ. [u-a > a-a ]]». «Ουλαλούμ», θυμίζω, ήταν ο τίτλος της πρώτης ποιητικής συλλογής του Γιάννη Σκαρίμπα, εν έτει 1936, ενώ το «Ουλαλούμ» το έχει τιμήσει ποιητικά και ο Εντγκαρ Αλλαν Πόε.

Λοιπόν, όπως απέδειξε και η προ ημερών παράσταση παραλογισμού στο θέατρο του Λυκαβηττού (που άνοιξε για να κλείσει κι έκλεισε για ν’ ανοίξει), με συμπρωταγωνιστές τον Δήμο Αθηναίων, το υπουργείο Πολιτισμού, την Εταιρεία Τουριστικών Ακινήτων και το Φεστιβάλ Αθηνών (και ατυχέστατους κομπάρσους τους καλλιτέχνες και τους θεατές), το αλαλούμ, παρά τις εικασίες, ούτε αραβικό είναι ούτε τουρκικό. Ελληνικό είναι, ελληνικότατο, όπως άλλωστε είναι και δεκάδες χιλιάδες λέξεις που Αγγλοι, Γάλλοι, Κινέζοι και Αβορίγινες της Αυστραλίας πιστεύουν με κάποια σωβινιστική αφέλεια πως είναι δικές τους. Οχι, το «αλαλούμ» δεν προέρχεται ούτε από την αρχαία πολεμική κραυγή «αλαλά» ούτε από την ηχητικώς συγγενή (και λεξικογραφημένη) «αλαλομάρα», την παραφροσύνη δηλαδή, τη διασάλευση των φρενών, με την οποία πάντως έχει στενότατες σχέσεις. Είναι το άλλο όνομα της πατρίδας μας, ένα γλαφυρό παρανόμι της που επιχειρεί να συνοψίσει και να αποδώσει την ιδιοσυγκρασία της, τον «τρόπο» της: Ελλαλούμ. Αυτό είναι το σωστό, «ελλαλούμ», κι ας ακούγεται πια στην εκδοχή «αλαλούμ».

Ισως μάλιστα μερικούς αιώνες πίσω το πλήρες όνομα να ήταν «Ελλασρούμ», η Ελλάδα των Ρωμιών δηλαδή (αφού Ρουμ αποκαλούσαν τους Ελληνες οι Αραβες, κι οι Τούρκοι τους χριστιανούς της Κωνσταντινούπολης). Χάριν ευφωνίας όμως, και εξαιτίας της υγρής έλξης που ασκούν τα δύο λάμδα της Ελλάδας, το ενδιάμεσο «σρ», το οποίο δεν πάει και πολύ στη γλώσσα μας, έγινε και αυτό λάμδα: Ελλαλούμ. Πληροφορούμαστε ωστόσο ότι ο υπουργός Τουρισμού, ήδη καταπονημένος από τα θερινά του λουτρά στην ακριτική Μύκονο, έχει προτείνει να επανέλθουμε στο «Ελλασρούμ» για να προωθηθεί ο τουρισμός μας. Διότι ποια άλλη εθνική κραυγή έχει η Ελλάς, το καλοκαίρι ιδίως, παρά το «ρουμ! ρουμ! ρουμ του λετ!»

Η φαρσοκωμωδία του Λυκαβηττού, ή ιλαροτραγωδία ή όπως αλλιώς την πούμε, δεν είναι μια παράσταση προορισμένη να παιχτεί μία και μόνη φορά. Ετσι κι αλλιώς έχει ανέβει αναρίθμητες φορές στο παρελθόν, όσο κι αν γκρινιάζουν οι θεατές, όσο κι αν υπόσχονται αναπροσανατολισμό οι σκηνοθέτες, και αναρίθμητες επίσης φορές θα ανέβει στο μέλλον. Και τώρα άλλωστε μπορούμε να την παρακολουθήσουμε να παίρνει σάρκα και οστά (και νεύρα, και χρόνο, και χρήμα) στα δεκάδες γραφεία της επικράτειας που υποδέχονται όσους οφείλουν να δηλώσουν τα ακίνητά τους για να συμπεριληφθούν στο Κτηματολόγιο. Τα συνήθη γνωρίσματα πανηγύρισαν και σε αυτήν τη «μείζονα εθνική υπόθεση», όσα εμπεριέχονται στο ερμήνευμα του λήμματος «αλαλούμ»: προχειρότητα, σύγχυση, ακαταστασία, με τους υπαλλήλους ελλιπώς προετοιμασμένους και τους «πελάτες» ελλιπέστατα πληροφορημένους, σίγουρους για ένα μόνο πράμα: ότι θα πληρώσουν, εξού και η δυσφορία τους.

Οταν βέβαια είναι να λάβει, το κράτος μας και σφιχτές προθεσμίες ορίζει και αυστηρά πρόστιμα προβλέπει. Οταν είναι να δώσει όμως (και μάλιστα όχι από τον δικό του κορβανά, αλλά από όσα έθεσε εντός του η γενναιόδωρη συλλογική αλληλεγγύη), τότε ξέρει να αργοπορεί, και το ξέρει επειδή το θέλει, το έχει ανάγκη, και πάλι για ταμειακούς λόγους: Οι πυρόπληκτοι της Ηλείας και της Αρκαδίας ακόμα περιμένουν τη διανομή των ερανικών ποσών, αφού τους ζητούν αποδεικτικά που μπορεί και να μην υπήρχαν ποτέ και χαρτιά που ίσως κάηκαν μαζί με το σπιτικό τους. Θα περίμενε κανείς ότι η γραφειοκρατία θα έβγαινε από το λήθαργό της τη στιγμή που πολλοί πυρόπληκτοι έγιναν και σεισμόπληκτοι, απλώς όμως στο χαρτομάνι που χρειαζόταν προστέθηκε τώρα και καινούργιο.

Χαρτομάνι; Ούτε πενήντα ούτε εξήντα είναι τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για να δοθεί (σε μια τριετία περίπου) άδεια ίδρυσης και λειτουργίας σούπερ μάρκετ. Ενενήντα τέσσερα είναι, ένα αλαλούμ στο τετράγωνο. Ας παρηγοριόμαστε όμως γιατί στην υπόθεση «χωματερές» ή «ανοιχτοί δημόσιοι χώροι» το αλαλούμ υψώνεται στον κύβο. Επειδή λοιπόν μια χωματερή, από τις δεκάδες που στολίζουν το τοπίο, υπάγεται στις αρμοδιότητες του γειτονικού δήμου (ή δήμων), της νομαρχίας (ενίοτε και της υπερνομαρχίας) και του ΥΠΕΧΩΔΕ, τελικά δεν υπάγεται σε κανέναν· κανείς λοιπόν δεν παίρνει τα στοιχειώδη μέτρα, κι έτσι οι χωματερές λειτουργούν σαν φιτίλια κάθε καλοκαίρι, ενόσω εμείς καταγγέλλουμε στις κάμερες ότι «είδαμε δυο τύπους να φεύγουν με μοτοσικλέτα», κι ενόσω οι πολιτικώς υπεύθυνοι ανακαλύπτουν «ασύμμετρες απειλές». Αλλά πώς να ξέρουμε σε ποιον ανήκει μια χωματερή όταν δεν ξέρουμε σε ποιον ανήκει το Πεδίον του Αρεως (πλην του κ. Μ. Κυριακού εννοείται), ή ποιος ακριβώς έχει την ευθύνη για τον καθαρισμό των φρεατίων, αφού ο Αννας στέλνει πακεταρισμένη την ευθύνη του στον Καϊάφα, ο δε Καϊάφας στον γνωστό φαρισαίο Αλαλούμ; Αλαλα τα χείλη των αφελών, που άλλα θα περίμεναν από μια «συντεταγμένη πολιτεία».

Μιας όμως και θυμηθήκαμε λίγο παραπάνω τον Γιάννη Σκαρίμπα, ίσως λίγοι στίχοι του, από το ποίημα «Το εισιτήριο», εικονογραφούν με ενάργεια μεγαλύτερη από ό,τι λέξεις επί λέξεων την πορεία του σκάφους μες στο οποίο στριμωχνόμαστε με την ψευδαίσθηση ότι και γερό σκαρί είναι και καπεταναίους διαθέτει και προορισμό έχει: «Ω διάολε!… Ολα να ‘χουν χαθεί και να ‘χουν πάει / κι οι ανθρώποι δραπετεύσει από τους τόπους, / κι αυτό το πλοίο να τραβάει και να τραβάει, / χωρίς μηχανικούς, χωρίς ανθρώπους… // Και χωρίς φώτα. Ακυβέρνητο. Και όλο / να χλιμιντράει στο χάος». Ας ελπίσουμε τουλάχιστον ότι δεν θ’ ακουστεί ό,τι ακούγεται να λέει ο πλοίαρχος στο τέλος ενός άλλου ποιήματος του Σκαρίμπα, του «Πλοίου»: «-Μα βέβαια, βυθιζόμεθα, Κυρία!…»

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή