Ο εθνικός καθρέφτης

5' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Στέφανος υπήρξε, σύμφωνα με μελετητές, ένας «γοητευτικός τυχοδιώκτης». Θεωρείται ως ο -αποδεδειγμένα- πρώτος Ελληνας στη Νότια Αφρική. Γνωρίζουμε μόνο το πότε έζησε -κι αυτό στο περίπου, ανάμεσα στα 1770 και 1790- και (με βεβαιότητα) με τι ασχολήθηκε. Εζησε ως «προφήτης» σε μία μεγάλη (νοτιο) αφρικανική κοινότητα, των Κόρα.

Ας υποθέσουμε πως αύριο ένας Νοτιοαφρικανός ισχυρίζεται (και «αποδεικνύει») ότι ο Στέφανος υπήρξε πέμπτος – έκτος προπροπάππους του. Με βάση το ισχύον καθεστώς για την ιθαγένεια (και στα απόνερα της διαβούλευσης για ψήφο στους «ομογενείς»), η ιθαγένεια θα δοθεί (δηλαδή τα δικαιώματα του Ελληνα πολίτη) στον αιτούντα, καίτοι αυτός δεν πληροί τις κοινά αποδεκτές προϋποθέσεις «ελληνικότητας»: Ούτε γλώσσα, ούτε θρησκεία, ούτε (χμμμ) «Παιδεία».

Πληροί όμως ένα: Το γονίδιο, το «κοινό αίμα».

Την ίδια στιγμή ας υποθέσουμε καταθέτει αίτηση και η Κατερίνα. Γεννήθηκε στην Ελλάδα από γονείς σουδανικής υπηκοότητας. Μιλάει μόνο ελληνικά και τώρα περιμένει με αγωνία την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων στα AEI. Καταθέτει, επίσης, την ίδια αίτηση. Να αποκτήσει την ιθαγένεια, να ψηφίζει στη χώρα που γεννήθηκε, στην πατρίδα που θέλει να ζήσει γιατί σ’ αυτήν έκοψε, όχι έναν, αλλά πολλούς ομφάλιους λώρους.

Η Κατερίνα, σε αντίθεση με τον Στέφανο τον 6ο, πληροί όλους τους προαναφερθέντες «κοινά» αποδεκτούς όρους «ελληνικότητας» εκτός από έναν: Του αίματος.

Πρόκειται για μια («νομική») εμμονή στο γνωστό και σε άλλες χώρες, αλλά εδώ στην ακραία του εκδοχή, «δίκαιο του αίματος». Ακραία, επειδή εφαρμόζεται (και) στο εσωτερικό της ελληνικής πολιτικής κοινότητας, όχι εντάσσοντας μακρινούς «συγγενείς», αλλά εξαιρώντας όλους τους «αλλογενείς» (μετανάστες). Ακόμη κι αν τα «ελληνικά» τους, (ήτοι) η γνώση των (κοινών) προβλημάτων, είναι καλύτερα (-η) από αυτά ενός τρίτης ή τέταρτης γενιάς «ομογενή».

Μοναδικό στήριγμα αυτού του ιδεολογήματος, της μεσσιανικότητας της καταγωγής, μία θολή αλλά απόλυτη διατύπωση: H «ελληνικότητα» – παρότι η εννοιολόγησή της δεν είναι ούτε προαιώνια ούτε αμετάβλητη. Αντίθετα: Εξαρτήθηκε στενά από την πολιτική συγκυρία και όχι λίγες φορές χρησιμοποιήθηκε και ως μέτρο επιβολής «τάξης». Πολλοί Ελληνες (και «γονιδιακά» αλλά και με κοινή γλώσσα και θρησκεία) απώλεσαν την ιθαγένειά τους π. χ. μετά τον Εμφύλιο ή επί Χούντας. Το ίδιο είχε συμβεί και παλαιότερα, για άλλους λόγους: Επί παραδείγματι υπενθυμίζεται ότι ο μέγας ευεργέτης Σίμων Σίνας χρειάστηκε το 1927 (ως Βλάχος) ειδική υπουργική ρύθμιση για να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια.

Ενα παράδειγμα της «ελληνικότητας – λάστιχο» υπενθυμίζει ο ιστορικός Λάμπρος Μπαλτσιώτης. Είναι η ιστορία των Χατάι. «Οι Αραβόφωνοι ορθόδοξοι του Πατριαρχείου Αντιοχείας, Εδώ και περίπου 20 χρόνια, οικογένειες Χατάι μεταφέρονται στην Πόλη για να προμηθεύσουν ιερείς στο Οικουμενικό Πατριαρχείο – και νέα μέλη στη φθίνουσα κοινότητα των Ρωμιών. Το 1990 αναγνωρίζονταν ως «Ελληνες» και αποκτούσαν την υπηκοότητα αλλά αργότερα τα πράγματα έγιναν πιο δύσκολα. Και μετά άλλαξαν πάλι… Υπήρχε έτσι πιθανότητα τρία αδέλφια Χατάι (με χρονική διαφορά 3ετίας μεταξύ τους) να αναγνωρίζονται ο ένας ως «Ελληνας», ο δεύτερος ως «τουρκικής καταγωγής» και ο τρίτος ως «αδιευκρίνιστης» καταγωγής.

Το προ-τελευταίο πολιτικό παιχνίδι με την (αμετάφραστη στα αγγλικά) «ομογένεια» παίχθηκε από το ΠΑΣΟΚ στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Κυρίως με τους Πόντιους στο εσωτερικό και, στο εξωτερικό με την ίδρυση του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού, ενός οργάνου -δίκην ομπρέλας- εκπροσώπησης αδιευκρίνιστου αριθμού «ομογενών». Αντίθετα, φημολογείται πως οι κυβερνήσεις της N. Δ. έχουν περίπου κλείσει την στρόφιγγα επιχορηγήσεων προς το ΣΑΕ προσβλέποντας σε δική της προνομιακή πρόσβαση μέσω νέων μηχανισμών στο Σώμα -και στην Αγορά- των «ομογενών».

Στη μέση βρίσκονται οι «ομογενείς». Για τους οποίους λίγες έρευνες υπάρχουν, αλλά πολλά εύκολα στερεότυπα. Ως να μην έχει ο «Ελληνας» της Αυστραλίας διαφορές από τον «ομογενή» της Γερμανίας ή των ΗΠΑ. Ως να μην έχουν τα διαφορετικά δικά τους προβλήματα, ως να είναι ίδιοι οι «ομογενείς» – μετανάστες του ’47 μ’ αυτούς του ’20 ή του ’60.

Ακόμη και σε αντίθετα μέτωπα πολέμησαν, όπως για παράδειγμα στη Νότια Αφρική. (Βρετανοί και Μπόερς είχαν από έναν Ελληνα ήρωα στις τάξεις τους).

Σαφώς υπήρξαν περίοδοι συγκινητικής συστράτευσης στις κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας μας. Πολλοί καταδιωκόμενοι ή απελπισμένοι βρήκαν καταφύγιο στις φιλόξενες κοινότητές τους. Αλλά σε ποιες; Σε όλες; Παντού; Ταυτόχρονα; Ούτε καταγράφηκαν διαφωνίες;

Ο (δήθεν) υπερεθνικός θεσμός της Ομογένειας δεν άφησε χώρο για τέτοια ερωτήματα.

Ωστόσο, εκεί μακριά υπάρχουν ομάδες στις οποίες δεν κεφαλαιοποιήθηκε η «ελληνικότητα» ως ιδεολογία, αλλά περισσότερο ως πρακτική βάση δημιουργίας δικτύων αλληλοβοήθειας και κοινωνικής εξέλιξης. Αν ήταν Ιρλανδοί, το ίδιο θα έκαναν. Ηταν τόσο ευάλωτη η θέση τους στις νέες κοινωνίες που ακόμη κι αν δεν είχαν, θα ανακάλυπταν μια χωριστή ταυτότητα (αρχικά για να μείνει ανοιχτός ο δρόμος επιστροφής και στη συνέχεια για να διευκολυνθεί η ενσωμάτωσή τους στη νέα πατρίδα).

Η ταυτότητά τους διαμορφώθηκε (και διαμορφώνεται) στο πλαίσιο της συμμετοχής στη ζωή μιας μακρινής κοινωνίας και στο πλαίσιο της απουσίας από τη χώρα καταγωγής.

Οπως καταλήγει στη σχετική του μελέτη για τους απόδημους στις ΗΠΑ ο Τσαρλς Μόσκος, καθηγητής κοινωνιολογίας σε πανεπιστήμιο του Ιλινόις, «αντί να θεωρούμε τον ελληνοαμερικανικό εθνικό πολιτισμό ως μια ολοένα και πιο χλομή αντανάκλαση του ελληνικού πολιτισμού, καλό θα ήταν να τον αντιμετωπίζουμε με σεβασμό ως μία αυτόνομη και αυθύπαρκτη οντότητα».

Ωστόσο, οι «μητέρες Πατρίδες» απαίτησαν το περισσότερο – και με τον βολικότερο τρόπο. Αυτό, όπως θα πει χαρακτηριστικά η ιστορικός Λίνα Βεντούρα, «δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, δηλαδή η (πολιτική) χρησιμοποίηση «ομογενών» από τις χώρες καταγωγής. Και οι Ιταλοί (πρώτοι) και οι Πολωνοί αναδεικνύουν τους δεσμούς τους με τις πολυάριθμες κοινότητες μεταναστών τους στις ΗΠΑ. Ολοι το κάνουν. Ωστόσο στην Ελλάδα η συζήτηση για την ψήφο γίνεται όχι μόνο πάνω σε λάθος βάση, αλλά και με εξαιρετικά προσβλητικό τρόπο για ομάδες πληθυσμού που εξαιρούνται αν και ζουν χρόνια στη χώρα μας. Πού σταματάει η «ελληνικότητα» για τους «ομογενείς» και από πού αρχίζει για τους διπλανούς μας;».

Το θέμα της συμμετοχής στην πολιτική κοινότητα «Ελλάδα» δεν είναι ούτε απλό, ούτε εύκολο. Είναι όμως ένα κρίσιμο πολιτικό ζήτημα για το οποίο δεν μπορεί να προκριθεί κοινωνιοβιολογική λύση. Ούτε όμως -και για τους ίδιους λόγους- να αποκλειστούν όσοι από την τρίτη ή τέταρτη γενιά επιθυμούν την ιθαγένεια.

Αυτό που επειγόντως πρέπει να αλλάξει είναι το «ελληνόμετρο».

Να διαμορφωθεί στο πλαίσιο του ευέλικτου κοσμοπολιτισμού στον οποίο μύησε την κοινωνία μας, σε μεγάλο βαθμό, η Διασπορά. Αλλά και στο πλαίσιο (να το ξεκαθαρίσουμε προς όλους) της σταθερής προσήλωσης στο κοινό ευρωπαϊκό σπίτι που αποφάσισε η εντός των τειχών Ελλάδα. Με όσα αυτό απαιτεί…

Ιnfo

– Richard Clogg (επιμ.) «H Ελληνική διασπορά στον 20ό αιώνα», Αθήνα 2004, εκδ. Ελληνικά Γράμματα

– Robin Coehn «Παγκόσμια Διασπορά», Αθήνα 2003, εκδ. Παπαζήση

– Ιωάννας Λαλιώτου «Διασχίζοντας τον Ατλαντικό», Αθήνα 2006, εκδ. Πόλις

– Βασίλη Λαδά «Μουσαφεράτ», Αθήνα 2009, εκδ. Futura

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή