Τα μέλη και οι «φίλοι»

4' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οσο και αν τα κόμματα αποτελούν χαρακτηριστικούς θεσμούς της πολιτικής ζωής στην εποχή μας, ως ανοιχτές και ευέλικτες ενώσεις προσώπων που συνδέουν ουσιαστικά την πολιτική κοινωνία με την κοινωνία των πολιτών, εν τούτοις ο συνταγματικός τους ρόλος και η αρμοδιότητα είναι καίριας σημασίας στα κοινοβουλευτικά συστήματα. Σε αυτά ως πρωθυπουργός και επικεφαλής της κυβέρνησης αναδεικνύεται υποχρεωτικά ο αρχηγός του κόμματος που έχει την πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή. Ετσι, ορίζει και το άρθρο 37 του δικού μας Συντάγματος. Στη συνέχεια, με πρόταση αποκλειστικά του πρωθυπουργού διορίζονται τα λοιπά μέλη της κυβέρνησης, είτε είναι βουλευτές (του κόμματός του, εννοείται) είτε όχι (ως εξωκοινοβουλευτικές προσωπικότητες, κατά κανόνα μέλη ή φίλοι του κόμματός του).

Πράγματι, κάθε πολιτικό κόμμα απαρτίζεται από μέλη (ενεργά ή μη) και ψηφοφόρους, οι οποίοι επιλέγουν κάθε φορά υπό συνθήκες μυστικότητας και ελευθερίας να το στηρίζουν ή να αίρουν τη στήριξή τους προς αυτό στις γενικές εκλογές. Η διαφορά των μελών από τους απλούς ψηφοφόρους (σταθερούς ή ευκαιριακούς) ενός κόμματος έγκειται στο ότι τα μέλη υποτίθεται ότι συμμετέχουν (ενεργότερα) στη διαμόρφωση των θέσεων και της πολιτικής του κόμματός τους, καθώς και στην επιλογή των στελεχών των ηγετικών βαθμίδων της οργάνωσής τους. Η ηγεσία έχει επίσης την υποχρέωση της λογοδοσίας στα μέλη για τις πράξεις ή τις παραλείψεις, των οποίων αναλαμβάνει την ευθύνη.

Οι ψηφοφόροι καλούνται στη συνέχεια να εγκρίνουν εάν οι πολιτικές θέσεις και τα πρόσωπα (ηγεσία) που προτείνουν τα κόμματα είναι κατάλληλα για να αναλάβουν ή να διατηρήσουν την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας. Τα μέλη ενός οργανισμού, που επιλέγουν τις θέσεις και την ηγεσία του, ευθύνονται άμεσα για τη λειτουργία και τα αποτελέσματα της δράσης του, οι λοιποί πολύ λιγότερο. Ο κίνδυνος, βέβαια, της εσωστρέφειας των μελών, ιδίως σε περιόδους συρρίκνωσης της εμβέλειας του οργανισμού, είναι πάντοτε υψηλός. Οπως και η αυτοαναφορικότητά τους, μαζί με μια διάθεση διατήρησης των προνομίων, περιλαμβανομένης ενδεχομένως και της ολιγαρχικής διοίκησης του όλου συστήματος (κατά τον σχετικό «σιδηρούν νόμο» του Michels). Για τους λόγους αυτούς, η εσωκομματική δημοκρατία, την οποία προβλέπει το Σύνταγμα αλλά περισσότερο παραβιάζεται παρά τηρείται στην πράξη, προϋποθέτει ενεργά μέλη με δικαίωμα και δυνατότητα συμμετοχής και έκφρασης γνώμης για τις όποιες επιλογές θέσεων ή προσώπων. Μέλη ικανά να ασκήσουν έλεγχο της ηγεσίας, αλλά και διάθεση εκείνης να λογοδοτεί σε αυτά και όχι να το αποφεύγει.

Στην πράξη, η σχετική, τουλάχιστον, κάμψη των ιδεολογικών περιχαρακώσεων, ο πλουραλισμός των αντιλήψεων και η άνθηση των κινημάτων της κοινωνίας των πολιτών, αλλά και λοιπές μεταβολές που συνοδεύουν την ανοιχτή κοινωνία (μεταϋλιστικές αξίες, σιωπηλές πλειοψηφίες, κ.λπ.), έχουν συντείνει στη μείωση της ακτινοβολίας των κομμάτων και την απροθυμία των πολιτών να συμμετάσχουν σε αυτά ως μέλη. Συνήθως προτιμούν να λειτουργούν ως σταθεροί ή και μετακινούμενοι ψηφοφόροι. Η κομματική απροθυμία αν όχι και αδιαφορία της πλειονότητας των πολιτών ίσως αποτελεί, μάλιστα, και σταθεροποιητικό παράγοντα στη δημοκρατία, ενώ συντελεί στην αβεβαιότητα των εκλογικών αποτελεσμάτων. Οσοι, εξάλλου, διαθέτουν την εμπειρία του μέλους, δεν έχουν να πουν πολλά και ουσιαστικά για τη συμμετοχή τους στη διαμόρφωση των θέσεων και της πολιτικής του κόμματός «τους».

Το κοινοβουλευτικό σύστημα λειτουργεί σε γενικές γραμμές στη χώρα μας ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα και έχει πλέον εδραιωθεί στην πολιτική μας κουλτούρα και παράδοση. Οπως και η παντοδυναμία των κομμάτων (ιδίως αυτών της εξουσίας), που δεν αποφεύγουν συχνά την «κομματοκρατία» στη στελέχωση και λειτουργία του κρατικού μηχανισμού.

Δεδομένου, ωστόσο, του πρωθυπουργοκεντρισμού που έχει σημειωθεί στην οργάνωση του κυβερνητικού σκέλους της εκτελεστικής εξουσίας, όσο και του αρχηγικού χαρακτήρα στη διοίκηση των κομμάτων (εξουσίας), είναι εμφανής πλέον η ημι-προεδρική ή λανθάνουσα προεδρική μορφή στην εν γένει λειτουργία του πολιτικού συστήματος (πρωθυπουργοκεντρική δημοκρατία). Ο προεξέχων έως ηγεμονικός ρόλος του εκάστοτε πρωθυπουργού ή υποψήφιου πρωθυπουργού δεν τον απομακρύνει μόνο από τα μέλη και στελέχη του κόμματός του (ή και της κυβέρνησή του), αλλά τον ωθεί να αποζητεί μια οιονεί δημοψηφισματική έγκριση και νομιμοποίηση των επιλογών του απευθείας από το εκλογικό σώμα, την εμπιστοσύνη του οποίου διεκδικεί.

Συνάμα, η πτώση των κομματικών τειχών και στην ανάδειξη της πολιτικής ηγεσίας, που δεν θέλει να γίνεται πλέον με ελεγχόμενες διαδικασίες αλληλοδιαδοχής από την κομματική ολιγαρχία intra muros, επιφέρει ουσιαστικά και την υπέρβαση της διάκρισης μεταξύ των μελών και των απλών ψηφοφόρων των κομμάτων. Η διαφορά ανάμεσα στα μέλη, τα πιο πολλά εκ των οποίων είναι, ούτως ή άλλως, παθητικά και ανενεργά, και τους ψηφοφόρους (σταθερούς φίλους ή ευκαιριακούς «λαθρεπιβάτες») βαίνει ολοένα μειούμενη. Κοντολογίς, τα μέλη δεν διαφέρουν και πάρα πολύ από τους «φίλους», χώρια που κάποιοι από αυτούς διαθέτουν ενίοτε πολύ μεγαλύτερη ισχύ και επιρροή από πολλά μέλη.

Ετσι κι αλλιώς, οι σταθερές και αμετάβλητες πολιτικές ταυτίσεις βρίσκονται πλέον σε σχετική παρακμή κι ένα ποσοστό του εκλογικού σώματος ταλαντεύεται. Ισως σε αυτό συντελεί και η άμβλυνση των διαφορών μεταξύ των κομμάτων (εξουσίας, και πάλι), αλλά και η αλλαγή του ρόλου τους στο πολιτικό σύστημα. Ενα σύστημα που εξελίσσεται προς πρωθυπουργοκεντρικές και δημοψηφισματικές κατευθύνσεις, που αν και δεν απειλούν τη δημοκρατία, ενέχουν όμως τον κίνδυνο του λαϊκισμού και της δημαγωγίας. Ισως αυτή είναι και η «αχίλλειος πτέρνα» τους.

* Ο κ. Αντ. Μακρυδημήτρης είναι καθηγητής της Διοικητικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή