Υποθεσεις

5' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Θυμόμαστε – δεν θυμόμαστε ότι το ποίημα είναι του Ιωάννη Πολέμη, μπερδεύουμε – δεν μπερδεύουμε τα «άσπαρτα» βουνά με τα «άπαρτα», που μάλλον μας ακούγονται πιο ηρωικά (εδώ μπερδεύουμε, με πρώτον και στομφωδέστερο τον κ. Καρατζαφέρη, την «κόψη του σπαθιού την τρομερή» με την «όψη που με βία μετράει τη γη»), το σίγουρο είναι πως οι στίχοι «Τι είν’ η πατρίδα μας; Μην είναι οι κάμποι; / Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά;» κ.τ.λ. κ.τ.λ., διεκδικούν τα πρωτεία της φήμης από ένα άλλο ποίημα του ίδιου ποιητή που συνεχίζει να πυροδοτεί συζητήσεις, εκείνο για το «Κρυφό Σχολειό». «Τι είν’ η πατρίδα μας», ακριβώς, τιτλοφορούνταν ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1997, με τον υπότιτλο «Εθνοκεντρισμός στην εκπαίδευση», την επιμέλεια της Αννας Φραγκουδάκη και της Θάλειας Δραγώνα και τη συμβολή άλλων πέντε κοινωνικών επιστημόνων.

Για δώδεκα χρόνια το βιβλίο αφορούσε τους κοινωνιολόγους, τους εκπαιδευτικούς κι όσους ακόμα νοιάζονται για το πώς σχηματίζεται η εικόνα του «άλλου», άρα και του εαυτού μας, μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία. Οταν όμως η κ. Δραγώνα έγινε ειδική γραμματέας του υπουργείου Παιδείας, ανέλαβαν δράση οι πολιτικάντες (ο κ. Καρατζαφέρης, ο κ. Γεωργιάδης, που αντιπροτείνει ως εθνικώς πρέπον το εγχειρίδιο ενός χουντικού – εθνικοσοσιαλιστή, ο κ. Τραγάκης της συρόμενης Ν.Δ.), με τη συνεπικουρία εφημερίδων (κυρίως κυριακάτικων) ειδικευμένων στην αγοραία και αγρίως λαϊκιστική «εθνική κατήχηση», και διαφόρων Ενώσεων Αποστράτων (εκείνο το «ένας λοχίας μάς χρειάζεται», δεν λέει ακόμα να φύγει από το μυαλό ορισμένων). Εκοψαν κι έραψαν όλοι τούτοι, που βέβαια δεν μπήκαν στον κόπο να διαβάσουν το καταραμένο βιβλίο ή έστω να το ξεφυλλίσουν (ας είναι καλά τα γκαιμπελικά μπλογκ των αγρυπνούντων ελληνοφυλάκων), κατασκεύασαν φράσεις και τις φόρτωσαν στην πένα των συγγραφέων, έγινε και «διαδήλωση» από το ΛΑΟΣ και τη «Χρυσή Αυγή», με αίτημα «Εξω οι ανθέλληνες από το υπουργείο Παιδείας», όπου «ανθέλληνες» είναι όσοι δυσκολεύονται να συμφωνήσουν πως είμαστε λαός περιούσιος με ιστορία δεκαπέντε χιλιάδων χρόνων και βάλε, άρχοντες της οικουμένης εκ κληρονομίας, αποικιστές του σύμπαντος ήδη από τον καιρό των προσωκρατικών κ.τ.λ. Γνωστά είναι όλα τούτα και, αν εξαιρεθεί η «πορεία διαμαρτυρίας», έχουν ξαναγίνει, εις βάρος του «Εβραίου» κ. Χρήστου Ροζάκη παλαιότερα, της κ. Ρεπούση έπειτα, του πανεπιστημιακού κ. Κόκκινου προ μηνών. Γνωστό είναι επίσης ότι ο εθνικισμός, όταν μάλιστα τρέφεται από εθνικοσοσιαλιστικές «ιδέες» και απολήγει αφεύκτως σε ρατσιστικές κραυγές, δεν είναι απλώς κακέκτυπο του πατριωτισμού, είναι τυχοδιωκτική καπηλεία του και βαρύτατη προσβολή του. Δεν έχει δα κανένας την υποχρέωση να «απολογηθεί» για τη φιλοπατρία του στον κ. Πλεύρη ή πάλι στον κ. Ψωμιάδη ή τον μητροπολίτη Ανθιμο.

Τυπικά οι λαοί που έχουν ανάγκη, αλλά και χρέος, να αναρωτιούνται «τι είν’ η πατρίδα τους» είναι όσοι βρίσκονται στα πρώτα στάδια της εθνογένεσής τους και κάποιος τρόπος πρέπει να βρεθεί για να συμπλεύσει ο νους και η καρδιά τους στη σύνταξη των πρώτων κεφαλαίων του εθνοαφηγήματός τους – κομμάτι δύσκολο βέβαια γιατί τα θερμά αισθήματα συνήθως λογοκρίνουν ή πνίγουν την ψύχραιμη σκέψη. Τυπικά και πάλι, εμείς, περίπου διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821, δεν έχουμε λόγους να μπλέκουμε με το ερώτημα «τι είν’ η πατρίδα μας» και τι εμείς. Ο χρόνος έκανε τη δουλειά του, στρογγύλεψε τα πράγματα, άμβλυνε τς αντιθέσεις, έκοψε τις αιχμές, τακτοποίησε τις αντιφάσεις, έδωσε υλική υπόσταση ακόμα και σε θρύλους, μας παρέδωσε με λίγα λόγια μια στρωμένη και ορθή Εθνική Ιστορία, επίσημη, για σχολική, στρατιωτική και εν γένει κρατική χρήση. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι κάθε λίγο και λιγάκι πέφτουμε σε καβγά για το ποια πρέπει να είναι η διεθνής ονομασία της χώρας μας, Hellas ή Greece, καβγάς που ανακαλεί, έστω κι αν ενίοτε δεν τη γνωρίζει, την προ δύο αιώνων αντιμαχία των λογίων για το πώς ταιριάζει να ονομαζόμαστε, Ελληνες, Γραικοί ή Ρωμιοί, φανερώνει ότι όσα μετράμε σαν λυμένα και αυτονόητα, ίσως δεν είναι· ότι δηλαδή η ιδεολογική σύγκρουση με αντικείμενο τον αυτοπροσδιορισμό μας είναι άπαυτη.

Δεν εννοούμε και δεν ζούμε όλοι με τον ίδιο τρόπο τις κρίσιμες λέξεις, «Ελληνες», «ελληνισμός», «πατρίδα», «πατριωτισμός». Ποτέ δεν τους αποδώσαμε την ίδια σημασία, ούτε καν όταν ο τόπος ταλανιζόταν υπό ξένο ζυγό ή τον σκίαζε τυραννία εσωτερική· ο επίσημος εθνικός μας αυτοπροσδιορισμός προϋπέθετε τον πόλεμο τόσο εναντίον των εξωτερικών εχθρών (οι οποίοι και χαρακτηρίζονταν κατώτεροι, αν όχι βάρβαροι) όσο και εναντίον των «εσωτερικών», οι οποίοι, σαν νοσούντες, αποκόπτονταν από τον υγιή εθνικό κορμό με διατάγματα, ιδιώνυμα, εκτοπισμούς, φυλακίσεις. Για να μη βγαίνουμε έξω από την Ιστορία γλιστρώντας προς τις βολικές περιοχές της μεταφυσικής και της υπερβατικότητας, οφείλουμε να μη λησμονούμε πως δεν έλειψαν ποτέ όσοι, βέβαιοι ότι τυγχάνουν οι μόνοι φορείς των γνήσιων γονιδίων και οι αυθεντικοί εκφραστές της ελληνικότητας, κήρυσσαν «βδελυρούς», «μιάσματα» ή «εθνοπροδότες» τους άλλους, τους αντιπάλους τους στο πεδίο της πολιτικής και της ιδεολογίας. Κι αν δεν τους έστελναν πάντοτε σε νησιωτικούς «Παρθενώνες» προς σωφρονισμό, φρόντιζαν, ακόμα και σε καιρούς δημοκρατίας, όπως σήμερα, να βάζουν μπροστά τη μηχανή του στιγματισμού και του αποκλεισμού: «εκάς οι βέβηλοι», εκάς οι μαγαρισμένοι και μαγαρίζοντες, τα μισαδάκια της ελληνικότητας… Η ελληνομετρία διατηρεί αμείωτους τους οπαδούς της, αφού πάντοτε ξεφυτρώνουν όλο επιθετικότητα οι «γνήσιοι» και «καθαροί»· και ευτυχώς που πια, οδηγημένοι και από τον Καβάφη, ξέρουμε τι να υποθέτουμε όταν ακούμε για «το χρέος προς την πατρίδα και άλλα ηχηρά παρόμοια».

Και μιας και βρισκόμαστε στον χώρο της ποίησης, ας πω και τούτο: Τιμώ τον Διονύσιο Σολωμό και τον Κωστή Παλαμά ως εθνικούς ποιητές (και) για λόγους για τους οποίους κάποιοι θα είχαν ίσως την όρεξη να τους αναθεματίσουν σαν ανθέλληνες ή, τέλος πάντων, σαν ενδοτικούς «θολοκουλτουριάρηδες». Τον μεν Ζακύνθιο για το υψηλό εκείνο «o altra cosa» («ή κάτι άλλο») που πρόσθεσε, μέσα σε παρένθεση, στη γνωστότατη (αλλά φαλκιδευμένα μνημονευόμενη) προτροπή του: «Κλείσε στην ψυχή σου την Ελλάδα (o altra cosa) και θα αισθανθείς μέσα σου να λαχταρίζει κάθε είδος μεγαλείου». Τον δε Μεσολογγίτη για τον συντονισμό του με το ρεύμα της πραγματικής και όχι της μυθοπλασμένης Ιστορίας, όπως την αποκαλύπτουν οι εξής οχληροί για τους γαλαζοαίματους στίχοι του: «Στο αίμα μου κρατώ κι από μια στάλα / ξένες κι οχτρές κάθε λογής πατρίδες. / Και βουργάρα η ψυχή μου και τουρκάλα». Παραδόξως, ακόμα δεν έχει κηρυχθεί εκστρατεία αναδρομικής διόρθωσης επί το εθνοπρεπέστερον του σολωμικού και του παλαμικού έργου. Αλλά ποτέ δεν είναι αργά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή