Υποθεσεις

5' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν και πότε θα καταλήξουν οι ψυχολόγοι, οι κοινωνιολόγοι και οι λοιποί ειδήμονες των ανθρωπίνων σε γενικώς αποδεκτό πόρισμα για τα κριτήρια με τα οποία διαλέγουμε ομάδα (ποδοσφαιρική εννοείται, αφού η μπασκετική, η πετοσφαιρική ή εκείνη του πόλο είναι απλό παρακολούθημα της αρχικής επιλογής συλλόγου από το χώρο του ποδοσφαίρου), για ποιους λόγους δηλαδή ταυτιζόμαστε μαζί της και παθιαζόμαστε όσο σχεδόν σε καμία άλλη εκδήλωση του βίου μας. Οσοι πάντως μελετούν ειδικά τον greek way ταύτισης με ποδοσφαιρική ομάδα (αποτυπωμένη και σε πανό με συνθήματα του είδους «όλη η ζωή μου είναι η Κυριακή, μη μου τη χαλάτε»), θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους ότι δεν παραέχει σχέσεις με την πίστη που διακρίνει, λ.χ., τους οπαδούς της Λίβερπουλ· οι Αγγλοι, μαζοχιστές ή όχι, χάνει-κερδίζει η ομάδα τους, δεν παύουν να της τραγουδάνε ότι «ποτέ δεν θα βαδίσει μόνη της». Πολλοί από μας εδώ αγαπάμε γενικώς την ομάδα μας και δεν την προδίδουμε εύκολα, όμως την αγαπάμε κυρίως και πρωτίστως όταν κερδίζει, όταν πρωτεύει, όταν συλλέγει τρόπαια. Το πάθος μας κορυφώνεται όταν και η ομάδα μας βρίσκεται στην κορυφή. Μάλιστα, για να τη βοηθήσουμε να θριαμβέψει με κάθε θυσία (των άλλων…), σαρώνουμε σαν εχθρικός στρατός τις πόλεις των αντιπάλων (σε μια «αναπαράσταση» των συγκρούσεων ανάμεσα στις πόλεις-κράτη της αρχαιότητας), προπηλακίζουμε διαιτητές για να τους σωφρονίσουμε και να μας δώσουν ένα-δυο σφυρίγματα (αφού ο πόθος κάθε σωστού οπαδού είναι να νικήσει η ομάδα του στο 92΄ με οφσάιντ ή με πέτσινο πέναλτι) και βέβαια στολίζουμε τους αντιπάλους, παίκτες και οπαδούς, σαν μπάσταρδες σπορές έκφυλων γονέων· άνθρωπος καθαρόαιμος δύσκολα βρίσκεται την σήμερον ημέραν.

Επειδή, αντιαμερικάνοι εμείς από κούνια, την κούνια-κοιτίδα της ευγενούς άμιλλας, έχουμε πιστέψει απολύτως ότι «όποιος είναι πρώτος είναι τα πάντα, κι όποιος είναι δεύτερος είναι ένα τίποτα», γινόμαστε ένας δωδέκατος (ή έκτος, στο μπάσκετ) παίκτης βίαιος και επιθετικότατος· μάλλον δεν είναι τυχαίο άλλωστε το ότι η συντριπτικότατη πλειονότητα των οπαδών διαλέγει επιθετικό παίκτη, γκολτζή, για να ταυτιστεί μαζί του, και όχι μπακ ή τερματοφύλακα. Γι’ αυτό και όταν χάνει η ομάδα μας, όταν υστερεί, όταν μένει μακριά από πρωταθλήματα και κύπελλα, οι εξέδρες αραιώνουν, τα τραγούδια του ενθουσιασμού μας αντικαθίστανται ταχύτατα από υβριστικά συνθήματα («παίκτες πουλημένοι» οι μόλις πριν αποθεούμενοι) και αποκαθηλώνονται ακόμα και οι πρόεδροι, κι ας τους έχουμε μόνοι μας υψώσει στους ουρανούς, σαν θεούς της στρογγυλής μικροθρησκείας μας. Κι αν κάποιοι επιμένουν ότι οι «υγιείς οπαδοί» δεν φέρονται έτσι, το μόνο που θα είχα να αντιλέξω είναι πως η έννοια «υγιής οπαδός» έχει μικρότερη αξία, στο γήπεδο της πραγματικότητας, ακόμα και από την έννοια «υγιής άρρωστος».

Φοβάμαι πάντως ότι δεν είναι λίγοι και όσοι αγαπούν με πρωταθλητικό τρόπο και ποδοσφαιρικό ήθος τον τόπο όπου γεννήθηκαν, όπου έτυχε να γεννηθούν. Αγαπούν δηλαδή την πατρίδα τους, εν προκειμένω την Ελλάδα, όχι επειδή, επί παραδείγματι, είναι όμορφη, αλλά επειδή είναι (ή έτσι διατείνονται οι ίδιοι κι ας μην έχουν ταξιδέψει ποτέ και πουθενά) «η πιο όμορφη χώρα του κόσμου», πάνω-κάτω όπως το γενέθλιο χωριό του καθενός μας είναι «το ομορφότερο απ’ όλα στην Ελλάδα», με τον τοπικισμό να αναβαθμίζεται σε εθνικισμό. Τη λατρεύουν, έτσι ορκίζονται τουλάχιστον, όχι επειδή η γλώσσα της τους επιτρέπει να συλλαβίζουν στέρεα τις σκέψεις τους και να δηλώνουν καθαρά τα αισθήματά τους, αλλά επειδή «είναι η πλουσιότερη σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας» (εδώ, για να αφήσουν πίσω τους τις ταπεινές εκατοντάδες χιλιάδες και να περάσουν στα θαυμαστά εκατομμύρια, μετρούν σαν αυτόνομα και αυτοτελή λήμματα τους ποικίλους τύπους της ίδιας λέξης), και επιπλέον επειδή είναι «η μητέρα όλων των γνωστών» (κι όχι μόνο των γήινων αλλά και της γλώσσας που μιλιέται στο «Σταρ Τρεκ»), αλλά και «η μοναδική που διαθέτει τη λέξη «γλέντι», άρα και η μοναδική που επιτρέπει στο γλέντι να αποκτήσει την αυθεντική ουσία του». «Αξίζει, για την ιστορία των λέξεων, να παρατηρηθεί ότι μερικές λέξεις κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικές της ελληνικής ζωής είναι δάνεια, που πέρασαν τόσο βαθιά στη γλώσσα, ώστε να μη φανταζόμαστε την ξενική τους προέλευση», λέει πάντως στο Λεξικό του ο Γ. Μπαμπινιώτης, και συνεχίζει εξειδικεύοντας: «Ετσι το γλέντι παράγεται από το γλεντώ/γλεντίζω, που προέρχεται από το τουρκικό eglenmek. Το μεράκι είναι το τουρκικό merak. Το ίδιο και το λεβέντης πέρασε στην Ελληνική από το τουρκικό levend, το οποίο με τη σειρά του πλάστηκε από το ιταλικό leventi».

Αγαπούν την πατρίδα τους όχι επειδή έχει μακρά ιστορία αλλά επειδή, αν δεν είναι ένα εξωιστορικό θαύμα, πάντως έχει «τη μακρότερη ιστορία από κάθε άλλη χώρα του κόσμου», γι’ αυτό και εύκολα συμπεραίνουν ότι αν δεν πρωτεύει σήμερα, αν δεν ηγείται του σύμπαντος κόσμου, φταίνε οι αλλεπάλληλες συνωμοσίες εναντίον της των όπου γης «ανθελλήνων». Την αγαπούν όχι για τις δόξες της στο πέρασμα των αιώνων αλλά επειδή «είναι η ενδοξότερη της υδρογείου» και επειδή, εκτός των άλλων, διαθέτει ένα κλίμα, το καλύτερο του κόσμου βέβαια, το οποίο επιτρέπει να αναπτυχθούν όλως ιδιαιτέρως τα «γονίδια της νίκης». Την αγαπούν, εν ολίγοις, όχι για αυτό που είναι ή που θέλει και πασχίζει να γίνει αλλά για αυτό που υποθέτουν αυθαίρετα ότι είναι, ταυτίζοντας την επιθυμία τους με την πραγματικότητα, την αλήθεια με την κατασκευή της. Μόνο που όταν αγαπάς μια φαντασίωση, καταλήγεις αναπόφευκτα να μην αγαπάς την καθαυτό μορφή, που έχει πια όλο και πιο μικρές, όλο και πιο σπασμένες σχέσεις με το ιδανικό είδωλο – και, όπως συχνά συμβαίνει στα ανθρώπινα, δεν αργεί να εκδηλωθεί η αποστροφή και η περιφρόνηση.

Ομορφη παραμένει η Ελλάδα, κι ας την έχουμε χαλάσει εμείς οι χρήστες-καταχραστές της, και σπουδαία η ιστορία της, πλούσια σε φως αλλά και σε σκοτάδι. Φτάνουν αυτά για να την αγαπήσουμε και να προσπαθήσουμε να την πάμε μια σπιθαμή παραπέρα. Γιατί ο αχόρταγος και αλαζονικός υπερθετικός βαθμός στον εκθειασμό του μεγέθους και της ποιότητάς της δύο τινά βλέπω να σημαίνει: ή ότι δεν πιστεύουμε ιδιαίτερα στην καθαυτό αξία της και πρέπει να τη φτιασιδώσουμε ή ότι δεν εμπιστευόμαστε την αγάπη μας γι’ αυτήν, για ό,τι όντως τη χαρακτηρίζει, οπότε τα κούφια αισθήματά μας έχουν ανάγκη τη βακτηρία της εξιδανίκευσης, της υπερβολής. Εκτιθέμεθα λοιπόν μέσα από τον ίδιο τον υπερθετικό της ρητορικής μας, που φανερώνει ότι αγαπάμε ένα φάντασμα ή μια ιδεοληψία, όχι ένα πλάσμα που δικαιούται να έχει και τις ατέλειές του και να ομορφαίνει και μέσα από αυτές. Θα δούμε εδώ, την επόμενη Κυριακή, πώς σε αυτό το καθεστώς του Υπερθετικού έχουν υπαχθεί και οι γνωστοί καβαφικοί στίχοι περί του «Ελληνικού» ως της «τιμιοτέρας ιδιότητας της ανθρωπότητας».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή