H «Κόσσα», η «Βλιώρα» και η Εκκλησία

H «Κόσσα», η «Βλιώρα» και η Εκκλησία

3' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στα Γιάννενα, μέχρι την απελευθέρωση (1913), δύο κόμματα καθόριζαν τις εξελίξεις στη ζωή των χριστιανών της πόλης, της «Πολιτείας των Ιωαννίνων». H «Κόσσα», το κόμμα των αρχόντων της πόλης, και η «Βλιώρα», το κόμμα της επαγγελματιών και τεχνιτών, δηλαδή της μεσαίας τάξης. Κάθε Μάρτιο στις εκλογές της κοινότητας τα δύο κόμματα μάχονταν μεταξύ άλλων και για τη διαχείριση του Κοινοτικού Ταμείου. Το ιδιαίτερο αυτού του ταμείου ήταν η διαχείριση των πολύ μεγάλων κληροδοτημάτων που οι πλούσιοι Ηπειρώτες παραχωρούσαν με διαθήκη στην Κοινότητα. Δύο από αυτούς έχουν περίοπτη θέση, όχι μόνο στην Ηπειρο: O Νικόλαος Παύλου Ζωσιμάς και ο Γεώργιος Σταύρος. O πρώτος πέθανε σε μοναστήρι, δεν παντρεύτηκε ποτέ του, έκανε ιδιαίτερα λιτή ζωή και κληροδότησε στην «Κοινότητα» το 1827 ένα αμύθητο ποσό. O δεύτερος ίδρυσε την Εθνική Τράπεζα και ήταν ο πρώτος της διοικητής. Και ως γνωστόν σήμερα περίπου 1.300.000 μετοχές της Εθνικής περιλαμβάνονται στην εκκλησιαστική περιουσία, είναι το γερό της χαρτί – όχι μόνο επειδή αποδίδει σε μερίσματα περίπου 1.000.000 ευρώ τον χρόνο.

Εκείνη την περίοδο, ο μητροπολίτης ήταν και ο πολιτικός εκπρόσωπος της Κοινότητας όπως σε όλες τις οθωμανικές περιοχές. Με την απελευθέρωση και την ίδρυση (από το κράτος) της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι μητροπολίτες έχασαν μεν την προηγούμενη προνομιακή πρόσβαση στην κεντρική διοίκηση (Οθωμανική), αλλά αποτέλεσαν έκτοτε αναπόσπαστο τμήμα του νέου κράτους. Με σχετικό νόμο, τα κληροδοτήματα αποσπώνται από τον έλεγχο των μητροπόλεων. Εξαιρούνται ελάχιστες μητροπόλεις μεταξύ των οποίων αυτή των Ιωαννίνων. H οθωμανική παράδοση επιβιώνει και στο νέο ελληνικό κράτος. Με δύο διατάγματα, ένα του Παγκάλου και ένα του Μεταξά, επιβεβαιώνεται με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο αυτή η εξαίρεση!

Η «Κόσσα» και η «Βλιώρα» δεν έχουν λόγο ύπαρξης στις νέες συνθήκες, αλλά αυτό οδηγεί σε μία υποχώρηση της θέσης των λαϊκών στην ηγεσία των Ταμείων των κληροδοτημάτων. H μητρόπολη, όπως κάθε μητρόπολη, στα χρόνια που περνούν πετυχαίνει να διορίζει η ίδια λαϊκούς και κληρικούς στα Ταμεία. Ουσιαστικά μια περιουσία κληροδοτημένη στην «Πολιτεία των Ιωαννίνων» περνάει, λένε σήμερα από τη σχετική Ομάδα Πρωτοβουλίας στα Γιάννενα, στα χέρια της μητρόπολης. H οποία μητρόπολη καταφέρνει να τη διατηρήσει υπό τον έλεγχό της και να μην την εντάξει ούτε καν στην ευρύτερη εκκλησιαστική περιουσία. Τρεις ισχυρές προσωπικότητες στον μητροπολιτικό θώκο πέτυχαν αυτή την εξαίρεση: O Σπυρίδων Βλάχος (μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Ελλάδος), ο Σεραφείμ (επίσης μετέπειτα αρχιεπίσκοπος) και ο νυν Θεόκλητος. H ισχυρή και ενωτική παρουσία του τελευταίου δεν αφήνει πολλά περιθώρια δράσης. O μητροπολίτης Θεόκλητος απολαμβάνει ευρύτερης εκτίμησης και ουδέποτε έχει κατηγορηθεί για διασπάθιση ή κακή διαχείριση, το αντίθετο. «Ομως τι θα γίνει στο μέλλον;» αναρωτιούνται πολίτες των Ιωαννίνων. Τα χρήματα είναι πολλά για να ποντάρει κανείς στην τύχη (ή στο «ισόβιο» ενός μητροπολίτη).

Το 1984 επί ΠΑΣΟΚ επιχειρείται μία νέα ρύθμιση με τη δημιουργία ενός κεντρικού φορέα διαχείρισης όλων των κληροδοτημάτων στον οποίο ενσωματώνονται και των Ιωαννίνων. H σθεναρή αντίδραση του Σεραφείμ πετυχαίνει και πάλι τη διατήρηση της «οθωμανικής» παράδοσης στην πράξη. Μια σειρά από τοπικούς αγώνες στους οποίους εμπλέκονται όλοι οι τοπικοί φορείς με επικεφαλής κάποιες φορές και τον δήμο δεν φέρνουν αποτέλεσμα. Γνωμοδοτήσεις και δικαστικές αποφάσεις ανατρέχουν στην οθωμανική αυτοκρατορία για να ερμηνεύσουν τη βούληση του διαθέτη!

Το καθεστώς αυτού που σήμερα νεφελωδώς περιγράφεται ως «εκκλησιαστική περιουσία» ούτε απλό είναι ούτε διαχρονικώς κεκτημένο. Και σε καμιά περίπτωση ξεκάθαρο. Ακόμη, όπως είδαμε, και σ’ ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια του.

Η εκκλησιαστική περιουσία είναι πολιτικό προϊόν.

Πολιτικό προϊόν είναι και η μισθοδοσία των κληρικών (η πραγματική κόκκινη γραμμή για την Ιεραρχία).

Οπως λέει ο Γιάννης Κτιστάκις (διδάσκει Νομική στο Πανεπιστήμιο Θράκης), η ελληνική κυβέρνηση του 1945 αν και είχε μια κατεστραμμένη χώρα να διαχειριστεί, περιέλαβε στην κρατική μισθοδοσία και τους ιερείς. Προφανώς για πολιτικούς λόγους (να τους τραβήξει από την επιρροή του EAM και να τους πολώσει μαζί με το «ποίμνιο» απέναντί του). Το ποσό αυτό είναι σήμερα διόλου ευκαταφρόνητο: 350.000.000 ευρώ τον χρόνο. Εκτοτε, η Εκκλησία όποτε ξανακαθίσει στο τραπέζι για να συζητήσει το θέμα της «εκκλησιαστικής περιουσίας» αναδεικνύεται πολλαπλά ενισχυμένη. Φθάνει, παραμονές εκλογών του 2004, να πετύχει την πλήρη φοροαπαλλαγή των εσόδων των ναών – τελικά των εσόδων των μητροπόλεων!

Αυτό που διακυβεύεται στην πράξη με τη φορολογία της Εκκλησίας είναι η αυτονομία των μητροπολιτών, το κεντρικό νευρικό σύστημα της δομής της. Τα προς φορολόγηση έσοδα είναι ουσιαστικά το «πορτοφόλι» της μητρόπολης, ανεξέλεγκτο και ως προς τη χρήση και ως προς το μέγεθος. Την ώρα που ο μητροπολίτης μπορεί να διορίζει δημοσίους υπαλλήλους (με χειροτονία!), ταυτόχρονα εξαιρεί τον εαυτό του από κάθε φορολογικό (και στην πράξη διαχειριστικό) έλεγχο.

Το απαιτεί το «ανεξέλεγκτο» (αφορολόγητο) παρότι μπορεί να ζήσει ακόμη και χωρίς τον μισθό του. Ισοβίως…

Ιnfo

– Θύμιου Τζάλλα (επιμέλεια), Γιώργου Τσαντίκου και Γιώργου Παπαχριστοδούλου (έρευνα) «Κληροδοτήματα, τα πώς και τα γιατί», «Ηπειρωτικός Αγών» 10-11 Δεκεμβρίου 2005 (εξαιρετικό πλήρες και ψύχραιμο αφιέρωμα της εφημερίδας των Ιωαννίνων)

– Σπύρου Εργολάβου «Ηπειρωτικά κληροδοτήματα», Ιωάννινα 1998

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή