Διακρινοντας

3' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Διαθέτει μια παράξενη γοητεία το τρίτο μυθιστόρημα «Ιντερσίτι» του Σάκη Τότλη (Κέδρος, σελ. 198) για την ασυνήθιστη ασυμμετρία που χαρακτηρίζει τη σύνθεσή του. Στην αρχή υπάρχει ένα πολύ δυνατό ολιγοσέλιδο πεζό. Ο αφηγητής εξηγεί ότι η μυστηριώδης εμμονή του στην αλήθεια οφείλεται σε ένα κρίσιμο επεισόδιο της προσχολικής ηλικίας: ένα αθώο ψεματάκι στον παράλογα αυταρχικό πατέρα του τον οδηγεί σε μια ατελείωτη αλυσίδα απίθανων ψεύτικων ισχυρισμών που του δίνουν μια αποκαλυπτική πρόγευση της πραγματικότητας των μεγάλων. «Πού ακριβώς έπεσαν τα χρήματα;» ωρύεται ο εξαγριωμένος πατέρας και ο εκμηδενισμένος έντρομος μικρός δείχνει ένα τυχαίο σημείο στο χώμα «να εδώ… εδώ» – χωρίς να μπορεί να καταλάβει πως όταν χάσεις χρήματα δεν είσαι σε θέση να ξέρεις πού ακριβώς σου έπεσαν, διότι διαφορετικά θα τα είχες μαζέψει.

Το σύντομο αυτό κείμενο φθάνει στα χέρια ενός δεύτερου αφηγητή, κι έτσι περνάμε στο επόμενο τμήμα του μυθιστορήματος. Πρόκειται για έναν περιστασιακό διευθυντή καταστήματος ΠΡΟ-ΠΟ που δεν πιστεύει καθόλου στα τυχερά παιχνίδια και που με τρόπο αφηγηματικά λιτό, δραματικά έντονο και ψυχολογικά εύστοχο, ζωντανεύει τον μικροαστικό πληθυσμό που καταθέτει ελπίδες και χρήματα στο πρακτορείο στοιχημάτων. Ευσεβείς πόθοι, διαψευσμένες επιθυμίες, παρανοήσεις και παραλείψεις. Ενα πλήθος έντιμων βιοπαλαιστών, αλλά και επιδέξιων απατεώνων που περιμένουν ή βάζουν το χεράκι τους για να συμβεί το θαύμα. Κι εδώ, όπως και στο πρώτο μέρος, την αφήγηση κάποια στιγμή διαπερνά το αίσθημα του απίθανου – η δαιμονική εκείνη συνθήκη που δημιουργεί μέσα από έναν απροσδιόριστο αριθμό συμπτώσεων τις προϋποθέσεις για να πραγματοποιηθεί σε μια μόνον στιγμή, όσα για χρόνια είναι δυνατόν να επιδιώκει (ή να προσπαθεί να αποφύγει) κάποιος. Στο τέλος του δεύτερου μέρους, ο αφηγητής ανακαλύπτει ποιος είναι δυνατόν να είναι ο συντάκτης του πρώτου κειμένου. Ανοίγει λοιπόν το ξένο κομπιούτερ και διαβάζει ένα ακόμα γραπτό.

Φτάνουμε έτσι στο τρίτο μέρος του μυθιστορήματος όπου ένας καινούργιος αφηγητής αντιλαμβάνεται, ταξιδεύοντας από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα με την αμαξοστοιχία Ιντερσίτι, πως διαθέτει μια υπερκόσμια ικανότητα να επηρεάζει με την ανάσα του την εσωτερική διάθεση των άλλων, να εισβάλλει με την αναπνοή του μέσα τους, να τους ακουμπά χωρίς να απλώνει κανένα μέλος του σώματός του. Γνώστης των ιδιοτήτων των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων καθότι φυσικός, προσπαθεί να αναπτύξει μια επιστημονική ερμηνεία του ανεξήγητου αυτού φαινομένου.

Διαβάζουμε λοιπόν τρεις ιστορίες εντελώς ασύμπτωτες μεταξύ τους, οι οποίες παραμένουν εκκρεμείς, μετέωρες, δεν καταλήγουν πουθενά. Ο αναγνώστης εικάζει πως ο αφηγητής του πρώτου μέρους είναι ο ίδιος με τον αφηγητή του τρίτου μέρους που δεν είναι άλλος από… – αλλά θα είναι κρίμα να τον αποκαλύψω. Ας αρκεστώ να μαρτυρήσω πως είναι το τελευταίο πρόσωπο που θα μπορούσε να φανταστεί ο συμπαθέστατος διευθυντής του πρακτορείου. Οπως η σύνθεση του μυθιστορήματος είναι ανομοιογενής, έτσι και η ματιά του έντιμου και προσγειωμένου αυτού ανθρώπου διαθέτει τυφλά σημεία. Ο αφηγητής βλέπει, σκέφτεται αλλά τα γεγονότα απατούν. Και η τέχνη στο «Ιντερσίτι» βρίσκεται στην εγκατάσταση εντελώς απροσδιόριστων, υπόγειων διασυνδέσεων ανάμεσα στα φαινομενικώς ασύνδετα και στα επιφανειακώς ξένα μέρη. Διότι ανάμεσα στα κενά και στα χάσματα που αφήνουν οι εκκρεμείς ιστορίες και πίσω από τα τυφλά σημεία της όρασης των ηρώων, κάτι σαν ρεύμα, σαν μια αύρα κυκλοφορεί προσδίδοντας στο κείμενο οργανική ενότητα. Είναι η διαρκής περιπλάνηση και η απότομη διακοπή της, είναι η επιδίωξη της αλήθειας και η αδυναμία σύλληψής της, είναι η προσπάθεια του ορθολογισμού και το εγχείρημα του επιστημονικού τα οποία επιχειρούν να κατανοήσουν, είναι το αίσθημα του παράδοξου και του υπερβατικού που απρόβλεπτα κατά κάποιο τρόπο φωτίζουν. Και γιατί να είναι λιγότερο αληθινή η δυνατότητα τηλεπάθειας όταν οι μακρινές πόλεις και οι άνθρωποι διασυνδεθήκαν τόσο στενά μεταξύ τους; Και σε ποιον βαθμό η απροσδόκητη τύχη δεν είναι κάτι που εξαρτάται εντέλει από εμάς, από μια αφηρημένη μας παραδρομή ή από κάποια έμπνευσή μας; Νομίζω πως το τελευταίο τμήμα του μυθιστορήματος είναι σε αρκετά σημεία πρόχειρα γραμμένο (σελ. 142, 145 λόγου χάρη). Υπάρχει βέβαια η λογικοφανής εξήγηση πως το κείμενο βρίσκεται σε στάδιο επεξεργασίας, καθώς ο αφηγητής το διαβάζει χωρίς άδεια μέσα στη νύχτα. Το γεγονός δεν παύει ωστόσο να ενοχλεί μειώνοντας την απόλαυση ενός μυθιστορήματος το οποίο μπορούμε ίσως να το θεωρήσουμε έκφραση της γενικής μεν και ασαφέστατης, αλλά όλο και εντονότερα κυρίαρχης αίσθησης της έννοιας που ονομάζουμε μεταμοντέρνο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή