Οι Ρεπουμπλικανοί και τα άκρα

Οι Ρεπουμπλικανοί και τα άκρα

3' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στην αμερικανική Πολιτεία της Γιούτα, οι τοπικοί παράγοντες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος αρνήθηκαν να ανανεώσουν το χρίσμα για τις εκλογές του φθινοπώρου στον υπερσυντηρητικό Ρόμπερτ Μπένετ, ο οποίος έχει ήδη υπηρετήσει τρεις θητείες στη Γερουσία, επειδή δεν είναι υποτίθεται αρκετά συντηρητικός. Στην Πολιτεία του Μέιν, Ρεπουμπλικανοί ακτιβιστές ζητούν, μεταξύ άλλων, την κατάργηση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας και του υπουργείου Παιδείας των ΗΠΑ. Και είναι πλέον φανερό ότι τη μεγαλύτερη επιρροή στη ρεπουμπλικανική παράταξη ασκούν οι ακροδεξιοί παραγωγοί ραδιοφωνικών σταθμών.

Το φαινόμενο της μετατόπισης των Ρεπουμπλικανών προς τα δεξιά του ιδεολογικού φάσματος δεν διέφυγε φυσικά την προσοχή των μέσων ενημέρωσης, τα οποία όμως κάνουν εσφαλμένα λόγο για αντίρροπη ακριβώς κίνηση και στους Δημοκρατικούς. Για ποιον λόγο άραγε συμβαίνει αυτό; Και γιατί τώρα;

Η απάντηση που δίνει η δεξιά βεβαίως είναι ότι πρόκειται περί φυσιολογικής αντίδρασης στις «σοσιαλιστικές» πολιτικές του προέδρου Ομπάμα, όπως η μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας των ΗΠΑ, η οποία -παρεμπιπτόντως- κινείται στην ίδια κατεύθυνση με το σύστημα που εφάρμοσε ο Ρεπουμπλικανός κυβερνήτης της Μασαχουσέτης, Μιτ Ρόμνεϊ, στην Πολιτεία του. Αλλοι αποδίδουν τη συντηρητική ριζοσπαστικοποίηση των Ρεπουμπλικανών στο χρώμα του δέρματος του Ομπάμα – στο σοκ δηλαδή που προκάλεσε η εκλογή ενός μαύρου στον Λευκό Οίκο. Ενδεχομένως αυτό να έπαιξε κάποιο ρόλο.

Εγώ θα ήθελα να παραθέσω δύο εναλλακτικές υποθέσεις: Πρώτον, ο εξτρεμισμός των Ρεπουμπλικανών ανέκαθεν υπήρχε, απλώς τα μίντια μόλις τώρα αναγνωρίζουν την ύπαρξή του. Δεύτερον, αν πράγματι αυξάνεται η επιρροή των ακραίων στοιχείων στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, αυτό οφείλεται στην οικονομική κατάσταση της χώρας.

Σε ό, τι αφορά το πρώτο μου επιχείρημα, πρέπει να πω ότι αναρωτιέμαι σε ποια χώρα ζούσαν τις τελευταίες δεκαετίες όλοι εκείνοι οι δημοσιογράφοι που τώρα εμφανίζονται «σοκαρισμένοι» από τις προτάσεις των Ρεπουμπλικανών στο Μέιν. Η σκληροπυρηνική δεξιά κυριαρχεί στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα εδώ και σαράντα χρόνια. Αυτά που προτείνουν οι Ρεπουμπλικανοί του Μέιν δεν διαφέρουν σε πολύ από εκείνα που πρότειναν οι Ρεπουμπλικανοί του Τέξας το 2000, όταν τάχθηκαν όχι μόνο υπέρ της κατάργησης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, αλλά και υπέρ της επιστροφής στον κανόνα του χρυσού και της κατάργησης όχι μόνο του υπουργείου Παιδείας, αλλά και της Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος (μεταξύ άλλων). Για κάποιον λόγο όμως, ο ριζοσπαστικός συντηρητισμός δεν προβαλλόταν από τα δελτία των ειδήσεων το 2000, όταν ο Τεξανός Τζορτζ Μπους, που επρόκειτο να γίνει σύντομα πρόεδρος, παρουσιαζόταν ως μετριοπαθής.

Το ίδιο ισχύει και για τους παραγωγούς του ραδιοφώνου. Ο Ρας Λίμποου, για παράδειγμα, δεν άλλαξε ποτέ σαν άνθρωπος. Οπως τώρα υποστηρίζει ότι τρομοκράτες οικολόγοι προκάλεσαν την κηλίδα στον Κόλπο του Μεξικού, έτσι και παλαιότερα έλεγε ότι η Χίλαρι Κλίντον έχει συμμετάσχει σε δολοφονία. Μόνο που το 2002, ο τηλεκριτικός της εφημερίδας Washington Post έλεγε ότι οι επικριτές του Λίμπο «τα έχουν χάσει», αφού πρόκειται για έναν «τυπικό συντηρητικό που μιλάει κυρίως για πολιτικά ζητήματα». Αυτό που άλλαξε λοιπόν, στο μεταξύ, ήταν το κύρος και η αξία που του αποδίδουν τα μέσα ενημέρωσης.

Γιατί συνέβη αυτό; Διότι όταν η κυριαρχία των Ρεπουμπλικανών στην αμερικανική πολιτική σκηνή φαινόταν να εδραιώνεται, λίγοι ήταν διατεθειμένοι να τους κατηγορήσουν για εξτρεμισμό. Χρειάστηκε να επιστρέψουν οι Δημοκρατικοί στον Λευκό Οίκο για να ειπωθεί το αυτονόητο.

Για να είμαστε δίκαιοι πάντως, αν και ο εξτρεμισμός πάντοτε υπήρχε μεταξύ των Ρεπουμπλικανών, οι οπαδοί αυτού του ρεύματος αυξάνονται και πληθύνονται εσχάτως. Γιατί; Προφανώς οι λόγοι έχουν να κάνουν με την οικονομία.

Είναι αλήθεια βέβαια ότι, όταν ξέσπασε η κρίση, πολλοί παρατηρητές, εμού συμπεριλαμβανομένου, περιμέναμε να μετατοπιστεί το εκλογικό σώμα προς τα αριστερά. Στο κάτω κάτω, η κρίση κατέδειξε ότι τα περί «αυτορρύθμισης της οικονομίας» ήταν ανοησίες. Η οπτική μας όμως ήταν αφελής. Οι ψηφοφόροι συνήθως αντιδρούν με το ένστικτό τους και όχι με βάση περισπούδαστες αναλύσεις. Και στους δύσκολους καιρούς, το ένστικτο υπαγορεύει στροφή προς τα δεξιά.

Αυτό άλλωστε είναι και το συμπέρασμα πρόσφατης έρευνας των οικονομολόγων Μάρκους Μπρούκνερ και Χανς Πίτερ Γκρούνερ για τη σχέση μεταξύ οικονομικών επιδόσεων και πολιτικού εξτρεμισμού στα ανεπτυγμένα κράτη. Οι δύο ερευνητές διαπίστωσαν ότι τόσο στην Αμερική, όσο και στην Ευρώπη, η οικονομική στασιμότητα συνδέεται με την αύξηση της επιρροής των λαϊκιστικών και ακραίων εθνικιστικών κομμάτων. Με άλλα λόγια, τα «Πάρτι Τσαγιού» είναι ακριβώς αυτό που έπρεπε να περιμένουμε ότι θα φέρει η κρίση.

Πού οδεύει λοιπόν το πολιτικό μας σύστημα; Η απάντηση είναι ότι πολλά θα εξαρτηθούν από την ανάκαμψη της οικονομίας. Αν η ανάπτυξη συνεχίσει να δημιουργεί θέσεις εργασίας, τότε τα ακροδεξιά «Πάρτι Τσαγιού» θα απολέσουν μέρος της δύναμής τους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα ακραία στοιχεία θα παραδώσουν τόσο εύκολα τον έλεγχο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Εξάλλου, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της παράταξης εδώ και δεκαετίες. Ο χαρακτήρας του κόμματος δεν άλλαξε. Απλώς τώρα το προσέξαμε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή