Ιστορία μιας γενιάς

2' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εξι μήνες προσπαθούσε να βρει δουλειά ο Αργύρης. Προσπαθούσε; Δεν ξέρω. Γιατί πολλοί από τους νέους, ακόμη κι όταν υπήρχαν δουλειές, δεν ήξεραν πού να τις αναζητήσουν. Μέσα από τον ΟΑΕΔ; Δεν προσφέρει παρά μόνον σε αυτούς που έχουν ένσημα και μπορούν να πάρουν επίδομα. Μέσω γνωστών; Δεν είχε δα και σπουδαίο κύκλο η οικογένεια. Η Σχολή; Σιγά μην ενδιαφερθούν οι καθηγητές, όταν δεν είσαι αστέρι για να σε ξεχωρίσουν. Ποτέ δεν ήταν άριστος για να τον βραβεύσουν. Απλώς, ένας απόφοιτος των ΤΕΙ, ένας από τους 800.000 ανέργους. Γι’ αυτό και αποφάσισε να φύγει.

Σπούδασε μια ειδικότητα από αυτές με το ωραίο όνομα και ανύπαρκτη πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Και αμέσως μετά, έσπευσε να κλείσει την υποχρέωση προς την πατρίδα. Τέλειωσε το στρατιωτικό και άρχισε να ψάχνεται. Μέχρι και ουζερί άνοιξε, αλλά δεν φανταζόταν πόσο γρήγορα χρεοκοπείς όταν συνέχεια κερνάς τις παρέες. Και τότε, σκέφτηκε την Ολλανδία. Οχι, δεν είχε πάει ποτέ του. Δεν είχε ταξιδέψει ποτέ στην Ευρώπη. Κι ας ήταν ήδη 23 ετών. Αλλά στο μυαλό του η Ολλανδία ήταν πάντα συνυφασμένη με ελευθερίες και ευκαιρίες. Μη νομίσετε πως σκεφτόταν τα τσιγαριλίκια. Κάθε άλλο. Ποτέ δεν κάπνισε χασίς ή κάτι συναφές και μόνο η φυσική περιέργεια θα τον οδηγούσε να επισκεφθεί τα περίφημα coffee shops, για να έχει να λέει ότι πήγε κι εκεί.

Είπε, λοιπόν, «θα φύγω τη Δευτέρα». Κι έφυγε. Με 800 ευρώ και με εισιτήριο αεροπορικής εταιρείας χαμηλού κόστους, αφίχθη μεσάνυχτα στο Αμστερνταμ. Ακόμη και η επιλογή δρομολογίου ήταν λάθος. Και τότε ήταν που τον έπιασε η κρίση πανικού. Αλλά ο Αργύρης, πείσμων και ξερόλας όπως οι Ελληναράδες, ούτε γι’ αυτό δεν είχε προνοήσει. «Ψυχάκιας είμαι να πάρω χημικά;», έλεγε κάθε φορά που τον προέτρεπε η φίλη του να επισκεφθεί ένα ψυχίατρο για τα ψυχοσωματικά του. Ετσι, όταν εκείνο το πρώτο βράδυ κατακυριεύθηκε από κρίση πανικού, ήταν παντελώς απροστάτευτος.

Δεν ήταν μόνο το άγνωστο στο οποίο καλό είναι να φτάνεις με φως, αλλά το ξάφνιασμα από την αστυνομία του αεροδρομίου που τον ρωτούσε επίμονα και με ειρωνεία πού πάει, σε ποιον θα μείνει, πόσα λεφτά έχει μαζί του… Στέγνωσε το στόμα του. Σαν να ξέχασε και τα αγγλικά που ήξερε. Κι έπειτα έφτασε σε εκείνο το φρικτό Hostel, όπου όλοι κάπνιζαν και οι μυρωδιές ήταν ανυπόφορες. Χρειάστηκε να περάσουν ακόμη δύο ημέρες για να εξοικειωθεί με την ιδέα της επιστροφής και να αποφασίσει πως πρέπει να βγάλει ένα εισιτήριο με ανοιχτή επιστροφή.

Η ιστορία εξελίσσεται. Ας δώσει, λοιπόν, ο καθένας τη συνέχεια που θέλει… Αλλωστε, έχει ελάχιστη σημασία η εξέλιξη όταν από την αφετηρία ξεκινάει κάποιος τόσο αγύμναστος. Γιατί τα παιδιά μας είναι αγύμναστα. Χορτάτα, ανεκπαίδευτα στις δυσκολίες και στις αβεβαιότητες θα πονέσουν, να αποδεχθούν ότι σε λίγο θα λένε «Ελληνες» και θα τους ταυτίζουν με τους άλλους Ανατολικοευρωπαίους μετανάστες της Βαλκανικής.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή