Αυτοψια

1' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Βράδυ Δευτέρας σε μία κεντρική πλατεία της Αγίας Παρασκευής. Μια ομάδα νέων, ηλικίας από 20 μέχρι 30 και κάτι, συζητά μάλλον άκεφα για καταλήψεις και επιδόματα ανεργίας. Οι πολύβουες νύχτες του καλοκαιριού, όταν τα παγκάκια και οι κερκίδες γέμιζαν κόσμο από ολόκληρη την Αθήνα -χάρη σε ένα μαγαζί με φτηνά κοκτέιλ, που σύντομα έγινε «μόδα»- είναι πια παρελθόν. Ακόμα και οι συνήθως κατάμεστες καφετέριες απόψε μοιάζουν εγκαταλελειμμένες.

«Οπου να ‘ναι θα έρθουν τα όργανα», προειδοποιεί χαμογελώντας λίγο πριν από τα μεσάνυχτα ένας νεαρός με μακριά μαλλιά. Η πρώτη κιθάρα εμφανίζεται μερικά λεπτά αργότερα, και όσοι έχουν καλλιτεχνικές ανησυχίες συνωστίζονται γύρω της, ζητώντας να παίξουν ένα κομμάτι ή προσπαθώντας να θυμηθούν ξεχασμένες μελωδίες.

Η ώρα περνάει και η θερμοκρασία πέφτει, όμως κανένας δεν φαίνεται να ενοχλείται από τη φθινοπωρινή ψύχρα. Τραγουδούν, άλλοι διστακτικά, άλλοι σατιρίζοντας, ώσπου το τραγούδι διακόπτεται από την άφιξη νέων μελών, που φέρνουν μαζί τους μία δεύτερη κιθάρα και ένα τσέλο.

Οι αρχικές προσπάθειες συντονισμού αποτυγχάνουν, ο κάθε μουσικός απορροφάται στους δικούς του πειραματισμούς και η παρέα διαλύεται σε πηγαδάκια. Τελικά όμως, η πλατεία πλημμυρίζει με νότες, καθώς οι τρεις μουσικοί συγχρονίζονται σε έναν ρυθμό που θυμίζει αμυδρά ταινίες του Κουστουρίτσα. Η διάθεση αλλάζει και πάλι, οι συζητήσεις σταματούν, αγόρια και κορίτσια κάθονται οκλαδόν γύρω από τους οργανοπαίκτες.

Τότε κάνει την εμφάνισή του ο ακορντεονίστας. Πλησιάζει παίζοντας, εναρμονισμένος ήδη με τον ήχο των εγχόρδων. «Μαζεύεστε συχνά εδώ;» ρωτάει με θαυμασμό ένας περαστικός. «Ναι», απαντά ο ένας κιθαρίστας. «Οχι», λέει ταυτόχρονα ο διπλανός του. Κοιτάζονται και γελάνε.

Το κλαρίνο πρώτα το ακούμε και ύστερα το βλέπουμε. «Τώρα θα παίξουμε ικαριώτικα. Ποιος ξέρει να χορεύει;». Την αρχή κάνουν οι δύο πιο τολμηροί. Οι υπόλοιποι σηκώνονται ένας ένας, λίγο διστακτικά, λίγο αμήχανα, ώσπου ο χορός εξαφανίζει τις επιφυλάξεις τους. Κανένας πια δεν μιλάει για το αύριο, τα προβλήματα της καθημερινότητας, τις ανασφάλειες για το μέλλον.

Κατά τις τρεις τα ξημερώματα, το κέφι έχει ανάψει για καλά στην κατά τ’ άλλα έρημη πλατεία και τα ικαριώτικα δίνουν τη θέση τους σε μία παρωδία βαλς. Μόνοι θεατές τα αδέσποτα της γειτονιάς, και ένας σιωπηλός ηλικιωμένος, που γεμίζει το καρότσι του με άδεια μπουκάλια μπίρας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή