ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

3' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε αναμονή της επανεκπομπής δημόσιου τηλεοπτικού σήματος, το κενό ουσιαστικής συζήτησης για το τι τηλεόραση ακριβώς θέλουμε ή για την ακρίβεια τι είδους δημόσια τηλεόραση χρειάζεται ο τόπος συνιστά, κατά τη γνώμη μας, ήδη την πρώτη απειλή κατά του όποιου εγχειρήματος. Γιατί οι εξαγγελίες περί «ανεξάρτητου φορέα» που δεν θα υπόκειται σε άμεσο κυβερνητικό έλεγχο κ.λπ., κ.λπ., άρα θα απαλλαγεί από τον κομματισμό και την πελατειακή γάγγραινα, κάθε άλλο παρά πρώτη φορά ακούγονται.

Εχουν πλαισιώσει πλήθος «μεταρρυθμιστικές» τροποποιήσεις της λειτουργίας της πάλαι ποτέ ΕΡΤ και για να μη κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, ο λόγος για τον οποίο δεν εφαρμόστηκαν δεν είναι οι λάθος νόμοι, αλλά οι νοοτροπίες εκείνων που επιφορτίζονται με το χρέος της εφαρμογής τους, δηλαδή του πολιτικού συστήματος.

Ουδέποτε υπήρξε νόμος που να επιτρέπει στους υπεύθυνους Τύπου των κομμάτων να τηλεφωνούν κατά βούληση στα δημοσιογραφικά γραφεία της ΕΡΤ, μαλώνοντας ή και απειλώντας δημοσιογράφους γιατί δεν πρόβαλαν όπως εκείνοι ήθελαν τη γραμμή του κόμματός τους. Παράδειγμα νόμου, που επίσης κουρέλιασαν οι κομματικές νοοτροπίες, και εκείνος που καθιέρωσε, προκειμένου να μην παύονται οι πρόεδροι αναλόγως της εκάστοτε κυβερνητικής βούλησης (υπήρξε εποχή που δεν προλάβαιναν να χρονίσουν), να επιλέγονται κατόπιν υποβολής βιογραφικών και ο επιλεγείς να υπογράφει 5ετή σύμβαση. Ωστόσο, όχι μόνο είχε καταντήσει εικονική η υποβολή υποψηφιοτήτων -κάθε φορά είχε προεπιλεγεί ο πρόεδρος- αλλά οι πρόεδροι συνέχισαν να αλλάζουν πριν από τη λήξη της σύμβασής τους, με αποτέλεσμα να έχουν δικαίωμα οι μη «εκουσίως αποσυρθέντες» να διεκδικήσουν τη νόμιμη αμοιβή τους μέχρι τη λήξη της σύμβασης.

Το πρόβλημα είναι ότι σαφής αντίληψη για τη λειτουργία μιας δημόσιας τηλεόρασης ουδέποτε υπήρξε, όχι μόνο για την επιλογή στελεχών αλλά και για τη σύνθεση ενός προγράμματος που θα αντανακλά την εποχή, τις ανάγκες -κοινωνικές, ψυχολογικές, επιμορφωτικές- για τη διαμόρφωση εντέλει μιας εθνικής πολιτισμικής πολιτικής τόσο για τη δημόσια όσο και για την ιδιωτική τηλεόραση, καθώς η μία δεν μπορεί να λειτουργεί ερήμην της άλλης σε μια σύγχρονη Δημοκρατία και μάλιστα σε μια τόσο μικρή αγορά, όπως η εγχώρια.

Δυστυχώς ως προς την επιλογή των στελεχών, από τον πρόεδρο μέχρι τους αρχισυντάκτες των ειδήσεων, είδαμε να θριαμβεύουν μέχρι τέλους στην ΕΡΤ τα κομματικά και όχι τα δημοκρατικά αυτονόητα. Ακόμη και την ώρα που η αυγή της τρικομματικής κυβέρνησης πρόσφερε την ευκαιρία μιας πρωτοφανούς για τον τόπο εθνικής συνεννόησης, που θα μπορούσε να ξεκινήσει από την ΕΡΤ ως ισχυρό συμβολικό πεδίο, αποδείχθηκε ότι οι νοοτροπίες του κομματισμού παραμένουν ακλόνητες. Γιατί αν η θέση του προέδρου είναι πολιτική -όχι βεβαίως κυβερνητική, αλλά έστω και αυτό- γιατί να αλλάξει ο διευθυντής ειδήσεων; Ειδικώς σε μια στιγμή που η ανάγκη για τη δημιουργία μιας νέας αισθητικής της διακυβέρνησης του τόπου ήταν σημαντικότερη -ή θα ’πρεπε να είναι- από το «βόλεμα» της μιας ή της άλλης ενδοκυβερνητικής τάσης.

Κάπως έτσι μπλέκονται τα «αυτονόητα» σε αυτό τον τόπο. Γιατί τα μεν δημοκρατικά αυτονόητα κάτι τέτοια τα απαγορεύουν, αλλά τα παρακμιακά «αυτονόητα» του πολιτικού συστήματος τα επιβάλλουν. Τι μας διασφαλίζει ότι δεν θα κυριαρχήσουν και στο επόμενο βήμα, στη νέα ΕΡΤ, τη ΝΕΡΙΤ ή όπως αλλιώς θα την πούμε;

Λέγεται ότι το σχέδιο που προωθείται για την επόμενη μέρα από τον αρμόδιο για τη νέα δημόσια ραδιοτηλεόραση υφυπουργό Π. Καψή -συνδυασμός των σχεδίων Μόσιαλου και Αλιβιζάτου- προβλέπει συμβούλιο «σοφών» ή κάτι ανάλογο με αυξημένες αρμοδιότητες, το οποίο θα μεσολαβεί μεταξύ κυβέρνησης και δημόσιας τηλεόρασης. Παρόμοια εμπειρία πάντως, αυτή του ΕΣΡ με ευρύτερο βέβαια πεδίο λειτουργίας και αρμοδιότητες, κάθε άλλο παρά αισιοδοξία εμπνέει με τον εκφυλισμό του σε τροχονόμο που μοιράζει πρόστιμα για μικροπαραβάσεις.

Οσο για τον τομέα του προγράμματος, εκεί η νέα δημόσια τηλεόραση έχει μπροστά της μια αγορά, όχι μόνο διαβρωμένη από τις μεθόδους με τις οποίες «μοιραζόταν» το ΕΡΤικό χρήμα, αλλά και εξαντλημένη, να σπαράζει για την επιβίωσή της.

Με άλλα λόγια, το πρόβλημα δεν είναι μόνον η ίδρυση μιας νέας υπηρεσίας απορρόφησης μέρους της ανεργίας του οπτικοακουστικού χώρου, αλλά μια νέα αντίληψη για τη λειτουργία των μίντια, ιδιωτικών και δημόσιων, που αποτελούν παντού στις σύγχρονες Δημοκρατίες τον καθρέφτη και την καρδιά του συστήματος και των αξιών τους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή