Σε δύσκολα νερά και τα αμερικανικά ΜΜΕ

Σε δύσκολα νερά και τα αμερικανικά ΜΜΕ

3' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Η κατάσταση των Μέσων Ενημέρωσης, 2013» είναι η δέκατη ετήσια έκθεση για την πορεία των αμερικανικών ΜΜΕ, που εκδίδει το σοβαρό ερευνητικό ίδρυμα Pew Research Center της Ουάσιγκτον. Σε αυτήν καταγράφονται οι τάσεις που επικρατούν στο δημοσιογραφικό τοπίο, αλλά και οι προκλήσεις που τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης καλούνται να αντιμετωπίσουν απέναντι στην επέλαση της ψηφιακής ενημέρωσης.

Ενα βασικό συμπέρασμα της έκθεσης είναι ότι και το 2012 συνεχίστηκε η σταδιακή συρρίκνωση των πόρων που διατίθενται για την παραγωγή ειδήσεων. Ετσι, η απασχόληση δημοσιογράφων στις αμερικανικές εφημερίδες μειώθηκε κατά 30% έναντι του 2000, με αποτέλεσμα σήμερα να εργάζονται σε αυτές λιγότεροι από 40.000 επαγγελματίες πλήρους απασχόλησης – ο μικρότερος αριθμός από το 1978. Οι επιπτώσεις στην ποιότητα της ενημέρωσης δεν ήταν αισθητές στα τρία μεγάλα εμπορικά τηλεοπτικά δίκτυα (NBC, ABC, CBS), αφού δεν επηρέασαν τη δομή των δελτίων ειδήσεων και ενημερωτικών εκπομπών τους. Επηρέασαν όμως τα τρία καλωδιακά δίκτυα (FOX, MSNBC, CNN), αφού οι ζωντανές μεταδόσεις, δαπανηρές λόγω χρήσης συνεργείων, έχουν μειωθεί κατά 30% στην περίοδο 2007-2012, ενώ οι οικονομικότερες συνεντεύξεις αυξήθηκαν κατά 31%, καταλαμβάνοντας σήμερα το 51% του διαθέσιμου χρόνου. Στα τοπικά τηλεοπτικά κανάλια το 40% του περιεχομένου των ειδήσεων αφιερώνεται πλέον στον καιρό, στην κυκλοφορία και στον αθλητισμό.

Αυτή η περικοπή υλικών και ανθρώπινων πόρων οδηγεί σε μια ανησυχητική διάβρωση της ικανότητας των ΜΜΕ να καλύψουν σε βάθος τα γεγονότα και να ανακαλύψουν την αλήθεια μέσα από τον όγκο των πληροφοριών που τους σερβίρονται. Ταυτόχρονα, πολιτικοί, κυβερνητικές υπηρεσίες, επιχειρήσεις και άλλοι ενδιαφερόμενοι χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο την ψηφιακή τεχνολογία για να επικοινωνήσουν απευθείας με το κοινό, χωρίς τη διαμεσολάβηση των παραδοσιακών ΜΜΕ. Ετσι, ενώ το 2000, το 50% της ενημέρωσης για τον χαρακτήρα και τις πολιτικές των προεδρικών υποψηφίων προερχόταν από τη δημοσιογραφική έρευνα και το 30% από κομματικές πηγές, στις περυσινές εκλογές η συνεισφορά της ερευνητικής δημοσιογραφίας έπεσε στο 25% και των «παρτιζάνων της πολιτικής» ανέβηκε στο 50%. Ταυτόχρονα, παρατηρείται πολλαπλασιασμός των στελεχών στον χώρο των δημοσίων σχέσεων, αφού σήμερα έφθασαν να είναι τετραπλάσιοι των δημοσιογράφων, ενώ το 1980 η αναλογία ήταν 1,2:1.

Μεγάλο μέρος της έκθεσης αφιερώνεται στην ψηφιακή ενημέρωση, που κερδίζει συνεχώς έδαφος, αφού το 39% του αναγνωστικού κοινού λαμβάνει πλέον τα νέα on-line, με τη ραγδαία εξάπλωση ψηφιακών συσκευών, «έξυπνων» κινητών τηλεφώνων και μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ιδίως μεταξύ των νέων. Συγκρίνοντας τις προτιμήσεις του κοινού μεταξύ των ΜΜΕ, η διαδικτυακή ενημέρωση, όπως μετρήθηκε με την επισκεψιμότητα στους 25 μεγαλύτερους ενημερωτικούς ιστοτόπους, αυξήθηκε κατά 7,2% έναντι του 2011. Ελάχιστη αύξηση κοινού σημειώθηκε στα καλωδιακά δίκτυα κατά 0,8%, ενώ μείωση καταγράφηκε σε ραδιόφωνο και περιοδικά κατά 0,1%, στις εφημερίδες κατά 0,2%, στα εμπορικά τηλεοπτικά δίκτυα κατά 1,9% και στους τοπικούς τηλεοπτικούς σταθμούς κατά 6,5%. Μετά την πτωτική πορεία της τελευταίας δεκαετίας, η κυκλοφορία των ημερησίων εφημερίδων σταθεροποιήθηκε στα 44,3 εκατ. φύλλα, έναντι 55,2 εκατ. φύλλων το 2003, ενώ στα κυριακάτικα φύλλα καταγράφεται μία άνοδος στα 48,8 εκατ., σαφώς όμως λιγότερα από την κυκλοφορία των 58,5 εκατ. φύλλων το 2003. Επισημαίνεται πάντως η αγορά πολλών επαρχιακών εφημερίδων από τον επενδυτή Γουόρεν Μπάφετ, ένδειξη πως οι μικρές εφημερίδες μπορούν να είναι κερδοφόροι.

Αντιμέτωπος με τη δύσκολη οικονομική πραγματικότητα, που έφερε μείωση στα διαφημιστικά έσοδα των εφημερίδων κατά 5,9% και των περιοδικών κατά 10,4% έναντι του 2011 (για κάθε 16 δολ. απώλειας από έντυπη διαφήμιση, ανακτήθηκε μόνο 1 δολ. από ψηφιακή διαφήμιση), ο γραπτός Τύπος στρέφεται στην επί πληρωμή ηλεκτρονική πρόσβαση του περιεχομένου του. Υπολογίζεται ότι 450 από τις 1.380 ημερήσιες εφημερίδες της Αμερικής εφαρμόζουν σήμερα αυτό το μοντέλο, μετά το επιτυχημένο πείραμα των New York Times, που προσθέτοντας 670.000 ψηφιακούς συνδρομητές, κατάφεραν να εξισορροπήσουν τα έσοδα από την κυκλοφορία τους με τα έσοδα από τη διαφήμιση, μια εξέλιξη που ερμηνεύεται ως καλός οιωνός για τις προοπτικές της ποιοτικής δημοσιογραφίας.

Τέλος, όσον αφορά στη διαδικτυακή διαφήμιση, αυτή αυξήθηκε κατά 17% το 2012, για να φθάσει τα 37,3 δισ. δολ., ήτοι το 23% του συνόλου της διαφημιστικής δαπάνης. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή ήταν η έκρηξη της ψηφιακής διαφήμισης στις φορητές συσκευές κατά 80%, στο ύψος των 2,6 δισ. δολ., μια αγορά στην οποία πάντως κυριαρχούν οι γίγαντες της ψηφιακής τεχνολογίας, όπως Facebook και Google.

* Ο κ. Αχιλλέας Παπαρσένος διετέλεσε προϊστάμενος του Γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας της Ελλάδος στην Ουάσιγκτον.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή