Περί επαναστατικής ορμής και «αγώνων»

Περί επαναστατικής ορμής και «αγώνων»

4' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στην ελλαδική κοινωνία σήμερα κάθε ίχνος επαναστατικής ορμής μοιάζει οριστικά χαμένο – η εικόνα που κυριαρχεί είναι μιας πεθαμένης κοινωνίας. Επαναστατική ορμή δεν σημαίνει την ιδιοτέλεια συμφερόντων που περιφρονούν έμπρακτα την έννομη τάξη, το κράτος δικαίου. Τέτοια έμπρακτη περιφρόνηση υπάρχει και πλεονάζει αναιδέστατα στην ελλαδική κοινωνία σήμερα, αλλά δεν έχει τίποτα να κάνει με την επαναστατική ορμή.

Επαναστατική ορμή είναι η ζωτική δυναμική της τόλμης για συνεπή άρνηση του παλιού και φθαρμένου – με στόχο το γόνιμο καινούργιο, τη δημιουργική πρόκληση, την ποιότητα. Επαναστατική ορμή είναι η αφοβία για το ρίσκο, η πίστη στις δύσκολες συλλογικές στοχεύσεις. Είναι η χαρά της απελευθέρωσης από το αλυσοδέσιμο στους εκβιασμούς φτηνιάρικων «νταβατζήδων», απάτριδων και χυδαίων. Είναι η απολάκτιση, μετά βδελυγμίας, όσων καπηλεύονται ιδιοτελέστατα τα πολιτικά υπουργήματα.

Κάποτε η επαναστατική ορμή σαρκωνόταν στη «διαδήλωση»: στο αυθόρμητο, πηγαίο, αχειραγώγητο λαϊκό ξέσπασμα διαμαρτυρίας ή απαίτησης να εισακουστούν ρεαλιστικά αιτήματα για ζωτικές κοινωνικές ανάγκες. Σήμερα η διαδήλωση έχει εκφυλιστεί στο θλιβερό θέαμα της άνευρης, άψυχης, βοσκηματώδους «πορείας»: ένα αργοσερνάμενο μαζικό σουλάτσο, καθημερινής σχεδόν ρουτίνας στο κέντρο των μεγάλων πόλεων – εικόνα άβουλης, αστόχαστης πλέμπας σε διατεταγμένη υπηρεσία. Συνθήματα δεν γεννιώνται, δεν ξεπηδάνε αυθόρμητα, καταιγιστικά, από κοινό πάθος για τα διεκδικούμενα. Προπορεύεται ο καλοπληρωμένος συνδικαλιστής ινστρούχτορας με την ντουντούκα και υπαγορεύει μισοβαριεστημένος ετοιματζίδικες κοινοτοπίες. Και το κοπάδι μηχανικά, πειθήνια, με απροκάλυπτη πλήξη και ανία, αναμηρυκάζει τις υπαγορεύσεις της ντουντούκας. Αργορεμπελεύουν κουβεντιάζοντας νωχελικά, καπνίζοντας, και κάθε τόσο κάποιοι πειθαρχούν και εκφωνούν τα προκάτ υπαγορευόμενα. Σπαραχτικό ξόδι της επαναστατικής ορμής.

Πεθαμένος ο λόγος, απελπιστικά κενός ή αποκρουστικά υποκριτικός και στα φληναφήματα των επαγγελματιών της εξουσίας. Κάθε μέρα, με πολλαπλές μέσα στη μέρα τηλεοπτικές εμφανίσεις, οι εκπρόσωποι των κομμάτων βεβαιώνουν την ψυχοπαθολογική αποκοπή τους από την πραγματική ζωή, την άμεση κοινωνική πραγματικότητα. Ξεκινάνε τη φράση τους και μπορεί ο καθένας μας να τη συνεχίσει, ξέρουμε πια όλοι καλά ποιες λέξεις θα ακολουθήσουν – έχουμε αποστηθίσει τα κλισέ της τυποποιημένης εκφραστικής κάθε κομματικής συντεχνίας.

Τα ίδια ισχύουν και για τους αρχηγούς των κομμάτων: η νέκρα της συμβατικότητας του λόγου τους, ο εθισμός τους στο «αισιόδοξο» ψέμα, στην πλαστογράφηση της πραγματικότητας, δεν αφήνει περιθώρια για τον δημιουργικό οραματισμό, τις τολμηρές στοχεύσεις, το επαναστατικά καινούργιο. Δεν τους εμποδίζει στο διαφορετικό (είναι πια ολοφάνερο) ούτε η E.E. ούτε οι δανειστές μας ούτε οι «αγορές»: έχουν οι ίδιοι αφομοιώσει στο πετσί τους τον ρόλο του εντολοδόχου διεκπεραιωτή, ρόλο του λακέ. Οπως εκβιάζεται ο «χρήστης» να γίνει «βαποράκι», έτσι εκβιάζεται και ο εξουσιολάγνος να γίνει μαριονέτα.

Ισως το επίπεδο οξύνοιας και κατάρτισης των κομματικών αρχηγών να μην είναι ευκαταφρόνητο, τουλάχιστον τα τυπικά τους προσόντα, των περισσότερων, θεωρούνται επαρκή. Ομως η εκφραστική τους, όλων, είναι αφόρητα τυποποιημένη, ρουτινιάρικη, λογικά διάτρητη, παιδαριωδώς αυτάρεσκη, κωμικά ναρκισσιστική, αθροιστικά μικρονοϊκή. Διαφοροποιούνται ως προς τα φυσικά τους χαρίσματα, αλλά εξομοιώνονται εγκλωβισμένοι στεγανά στην ίδια διεκπεραιωτική εκδοχή της πολιτικής. Παγιδευμένοι, όλοι, στον μονόδρομο του Ιστορικού Υλισμού, στην καταναλωτική σκοποθεσία του βίου, έχουν νεκρώσει μέσα τους κάθε ενδεχόμενο οραματικής τόλμης, κάθε ετοιμότητα για τη διακινδύνευση τομών, κάθε ίχνος επαναστατικής ζωντάνιας.

Και η κορυφαία τραγωδική έκλειψη της επαναστατικής ορμής είναι η περίπτωση της ελλαδικής νεολαίας. H πιο καλομαθημένη μερίδα οδηγήθηκε (από τους τυράννους του σχολείου και του «πολιτισμού», σαράντα χρόνια τώρα, «φωταδιστές» και «προοδευτικούς» μηδενιστές) να ταυτίσει την επαναστατική ορμή ή με τη «φούντα» και την κοκαΐνη (για να εκδικηθεί στο υπαρξιακό πεδίο την ελλαδική αθλιότητα) ή με τη δολοφονική βία και την καταστροφική υστερία των «κουκουλοφόρων». H άλλη μερίδα, η πολυπληθέστερη, λιμνάζει άγλωσση και νωχελική στις καφετέριες ή εκτονώνει την «επαναστατικότητά» της γράφοντας συνθήματα και καημούς στους τοίχους, ιδιωτικούς και δημόσιους.

Μετά τον Μάη του ’68, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες χρειάστηκαν μόλις μερικούς μήνες (κάποιες ένα ή δύο χρόνια) για να καταλάβουν ότι η αναγραφή συνθημάτων στους τοίχους ήταν μεν από τα πιο ζωντανά δείγματα επαναστατικής ορμής και οραματικών στοχεύσεων εκείνης της εξέγερσης, αλλά όχι και «μέσο πάλης», πρακτική «κοινωνικών αγώνων» καθημερινής χρήσης στο διηνεκές. Αυτή την προφανέστατη για τον κοινό νου αλήθεια οι διαδοχικές γενιές της ελλαδικής νεολαίας, σαράντα χρόνια τώρα, είναι αδύνατο να την αντιληφθούν. Τέσσερις δεκαετίες τώρα, ολόκληρη η Ελλάδα –πόλεις, κωμοπόλεις, επαρχιακοί δρόμοι, σχολειά, πανεπιστήμια, δημόσια κτήρια, πινακίδες της τροχαίας– δίνει την εικόνα απροσμέτρητου συλλογικού πρωτογονισμού, υστερίας βανδάλων που υπεραναπληρώνουν, με ψυχανώμαλη προσκόλληση σε ψευδαισθητικά ιδεολογήματα, τη χαμένη τόλμη του επαναστάτη.

Ζούμε οικονομική καταστροφή, διάλυση του κράτους, εφιαλτική ανεργία, καθολικευμένη απόγνωση. Και η γλώσσα των εξουσιαστών μας, που είναι και οι αυτουργοί των δεινών μας, συναυτουργοί (απολύτως) με τους κομματικούς τους αντιπάλους και τις συνδικαλιστικές τους συμμορίες, είναι μια ψυχοπαθολογική «διαδικασία επανάληψης», «νεύρωση του πεπρωμένου». Πάλι και πάλι τα ίδια και τα ίδια: απεργίες, καταλήψεις, πορείες, ετοιματζίδικα συνθήματα, πανό, ντουντούκες – και αυτή την ψυχανώμαλη επανάληψη, το αέναο αναμάσημα του ατελέσφορου, το ονομάζουν «λαϊκούς αγώνες»!

Επαναστατική ορμή θα πει: να αλλάξεις εσύ τους όρους του παιχνιδιού, να φέρεις σύγχυση στον αντίπαλο, να πάψεις να παίζεις στο γήπεδό του. Αντί να απεργήσουν οι εκπαιδευτικοί, να μπουν όλοι στις τάξεις τους, αλλά αρνούμενοι το «πρόγραμμα» του υπουργείου. Ολες τις ώρες, όλες τις μέρες, μαζί με τα παιδιά, να μνημονεύουν Διονύσιο Σολωμό και να μνημονεύουν Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Και να συζητάνε, να συζητάνε ατέλειωτα με τα παιδιά. Να τους μιλάνε μόνο για ό,τι οι ίδιοι αγαπούν, για ό,τι τους ίδιους παθιάζει – θεωρητικά (όχι χρηστικά) μαθηματικά, τη φυσική σαν ερευνητική περιέργεια, την Ιστορία σαν σπουδή των πολιτισμών. Να απεργήσουν με αποχή από τη «λογική» του κομματικού κράτους, όχι απέχοντας από τα παιδιά.

Μόνο έτσι ξεκινάνε επαναστάσεις.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή