Νόμιζα ότι ήσουν λαϊκό παιδί…

Νόμιζα ότι ήσουν λαϊκό παιδί…

4' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Γιάννης Τσαρούχης την είχε «προαναγγείλει» τη συγκεκριμένη έκθεση. Στο βιβλίο του «Αγαθόν το εξομολογείσθαι», γράφει: «Αντί να εξηγήσω τι παριστάνουν και τι σημαίνουν τα έργα μου, προτίμησα να διηγηθώ μέσα σε τι συνθήκες ζωής τα ζωγράφισα, αφήνοντας τα ταπεινά μου έργα να μιλήσουν μόνα τους για το τι σημαίνουν. Δεν είναι πάντα τόσο άσχετη όσο νομίζουν μερικοί, η ζωή ενός ανθρώπου με τον τρόπο που εκφράζεται στην Τέχνη…». Τη λογική της «εικονογράφησης μιας αυτοβιογραφίας» μέσω της αντιπαραβολής ζωγραφικής–ζωής έχει η έκθεση που ξεκίνησε στο Μουσείο Μπενάκη της Πειραιώς.

Χωρίζεται σε δύο μέρη και το πρώτο, που τώρα παρουσιάζεται, καλύπτει τα χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Τσαρούχη το 1910 ώς το 1940. Η έκθεση δείχνει τα μέρη όπου έζησε, την επίδραση που είχαν στη ζωγραφική του, τους ανθρώπους που συναναστράφηκε, όσους τον ενέπνευσαν.

Οι γονείς του, τα πρώτα χρόνια στον Πειραιά, τα χρόνια στο σπίτι της θείας του Δέσποινας Μεταξά σε ένα σπίτι του Τσίλλερ, τα σχολεία όπου πήγε, ο Καραγκιόζης, το θέατρο της παντομίμας και οι επιρροές που δέχθηκε. Επειτα, τα χρόνια στην Ερμού, η Πλάκα, τα καλοκαίρια στην Κηφισιά, η Σχολή Καλών Τεχνών, ο Φώτης Κόντογλου και ο Κωνσταντίνος Παρθένης, ο Δημήτρης Πικιώνης, ο Νίκος Βέλμος, το πρώτο ταξίδι στο Παρίσι. Η έκθεση εστιάζει και στις παράλληλες ασχολίες του ζωγράφου. Ενώ είναι μαθητής και βοηθός του Κόντογλου, πηγαίνει και στο ατελιέ του Παρθένη, στις Δελφικές Γιορτές, μαθαίνει να υφαίνει και να ψέλνει, κάνει θέατρο με τον Κάρολο Κουν. Θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά παιδικά σχέδια του Γιάννη Τσαρούχη, καθώς και άγνωστες φωτογραφίες της ζωής του. Η έκθεση συμπληρώνεται με κείμενά του, καθώς και με υλικό από το ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Βερνίκου «Σπουδή για ένα πορτρέτο».

Στον Πειραιά

– Γεννήθηκα στο τελευταίο πάτωμα ενός σπιτιού τρίπατου στην οδό Λουκά Ράλλη και Βασιλέως Γεωργίου, στον Πειραιά. Οπως τα περισσότερα νέα σπίτια στον Πειραιά, ήταν νεοκλασικό. Οσο θυμάμαι, δύο μόνο δεν ήταν νεοκλασικά. Το ένα ήταν σαν μεσαιωνικό κάστρο και το άλλο Art Nouveau. Το τελευταίο γρήγορα μεταποιήθηκε για να συμμορφωθεί με τα άλλα.

– Το να βγεις περίπατο στον Πειραιά εκείνη την εποχή ήταν σαν να σεργιανίζεις σε μια γιγάντια σκηνογραφία με βράχια και ωραία σπίτια με αγάλματα και αετώματα. Οταν κάποτε είδα σ’ ένα βιβλίο γαλλικό την εικόνα ενός τοπίου του Κλωντ Λοραίν, ρώτησα αν ήταν ο Πειραιάς την παλιά εποχή. Από τότε, μικρό παιδί ρέμβαζα αυτά τα τέλεια κυμάτια κορινθιακά ή ιωνικά καμωμένα από τραβηχτό σοβά. Ολα αυτά τα πράγματα με γέμιζαν θαυμασμό και συγχρόνως πλήξη.

– Στο νέο σπίτι που πήγαμε, το 1917 αν θυμάμαι καλά, πάλι στην οδό Λουκά Ράλλη, όλα τα ταβάνια ήταν ζωγραφισμένα από έναν Ιταλό ζωγράφο.

Το δωμάτιο όπου έπαιζα ήταν η καθημερινή τραπεζαρία. Το ταβάνι του είχε ένα κεντρικό σχήμα ωοειδές μέσα στο οποίο ήταν ζωγραφισμένοι ο Αδάμ και ο Θεός του Μιχαήλ Αγγέλου. Το ωοειδές σχήμα πλαισιωνόταν από διάφορα κυμάτια και κοσμήματα σε οπτική απάτη σε γκρίζους τόνους. Στο δωμάτιο της μητέρας μου υπήρχε η αλληγορία της ανοίξεως σ’ ένα μεγάλο στρογγυλό εγκόλπιο. Στην καλή τραπεζαρία, μέσα σ’ έναν κύκλο πάλι, το άρμα του Ηλιου προοπτικώς ιδωμένο κατά πρόσωπο. Ολα αυτά ήταν περιστοιχισμένα με ανάγλυφα που μου προξενούσαν σεβασμό και κατάπληξη, αλλά και πλήξη.

Στο σπίτι της θείας του Δ. Μεταξά

– Στο σπίτι της θείας μου φιλοξενήθηκα από το 1920 ώς το 1925 επειδή έλειπαν στο εξωτερικό οι γονείς μου. Ηταν η εποχή που άρχισα να ζωγραφίζω με κάποιες αξιώσεις. Εγκατέλειψα τα παστέλ που χρησιμοποιούσα ώς τότε και άρχισα να ζωγραφίζω με ακουαρέλα.

Για τον Κόντογλου

-Είχα πάρει μαζί μου να του δείξω μερικές ακουαρέλες και σχέδια. Ο Κόντογλου με αποπήρε και μου είπε καθαρά ότι τον απογοήτευσα: «Μου είπαν για ένα παιδί γεννημένο στον Πειραιά. Νόμιζα ότι ήσουν λαϊκό παιδί, που σχεδιάζει καράβια και καραγκιόζηδες. Και βλέπω ένα πληροφορημένο παιδί που ξεσηκώνει τα φιγουρίνια του Παρισιού». Μέρες και μήνες βάσταξε η στενοχώρια μου γιατί θαύμαζα πολύ τον Κόντογλου. Είχε καταρρακώσει όλη μου την αστική περηφάνια, που δεν ήταν και πολύ στέρεη.

Για τον Παρθένη

-Μια απόδειξη της ευαισθησίας του και της ορθότητός του είναι το εξής: Οταν μαθητής επισκεπτόμουν το εργαστήριό του, φεύγοντας από κει, ώσπου να πάω μέχρι τους Στύλους του Ολυμπίου Διός ή την Πύλη του Αδριανού, έβλεπα όλα τα πράγματα με το μάτι του, σαν τα έργα του, γιατί ήταν η γειτονιά του που τον είχε επηρεάσει. Ενα δείγμα γνησιότητος ενός ζωγράφου είναι το να ποτίζεται από το περιβάλλον του και να το μεταδίδει.

​​Η έκθεση πραγματοποιείται στο πλαίσιο των θεματικών παρουσιάσεων του υλικού της συλλογής του Ιδρύματος Γιάννη Τσαρούχη, το οποίο φιλοξενείται από το Μουσείο Μπενάκη από τον Νοέμβριο του 2012 στο Κτήριο της οδού Πειραιώς. Την επιμέλειά της υπογράφει η Νίκη Γρυπάρη και τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό η Λίλη Πεζανού. Θα διαρκέσει μέχρι τις 27 Ιουλίου και όλο το διάστημα θα πραγματοποιηθούν ξεναγήσεις από καλλιτέχνες και ιστορικούς τέχνης, αλλά και πολλά εκπαιδευτικά προγράμματα. Πληροφορίες στο τηλέφωνο 210-34.53.111.

Τα βιβλία του

– «Ως στρουθίον μονάζον επί δώματος»

– «Λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες»

– «Αγαθόν το εξομολογείσθαι»

– «Εγώ ειμί πτωχός και πένης.

– «Μάτην ωνείδισαν την ψυχήν μου» (Από τις εκδόσεις Καστανιώτη)

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή