Μ’ ένα pulp κι έναν λυγμό

3' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ζωή αντιγράφει την τέχνη, η τέχνη καθρεφτίζει τη ζωή, η τέχνη προεικονίζει το μέλλον. Ολα ισχύουν. Το σκέφτομαι όταν βλέπω ταινίες του Κεν Λόουτς, του Μάικ Λι, του Πάολο Σορεντίνο, του Γιάννη Οικονομίδη· αυτοί μου έρχονται στον νου πρόχειρα, κυρίως επειδή πρόσφατα ξαναείδα το Il Divo μαζί με το νέο Grande Belezza του Σορεντίνο και το Μικρό Ψάρι του Οικονομίδη.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να δεις στο Il Divo, τυπικά μια προσωπογραφία του Τζούλιο Αντρεότι, την πυκνή περιγραφή της ιταλικής πολιτικής ζωής στα μολυβένια χρόνια του ’70 και την εκβολή της στον μπερλουσκονισμό. Είναι μια ευτυχής συναίρεση της τέχνης με την πολιτική, της φόρμας με το περιεχόμενο, της ενόρασης του καλλιτέχνη με τη διαύγεια του δοκιμιογράφου. Ο Πάολο Σορεντίνο αφηγείται τον σκοτεινό πυρήνα της πολιτικής, της εξουσίας, σκιτσάροντας ταυτοχρόνως μες στις σκιές την ανθρώπινη ψυχή, και δείχνοντας την εξουσία ως κοινοτοπία με τεράστια τονικότητα. Ο Μακιαβέλι κινηματογραφημένος σαν docudrama.

Με άλλη φόρμα στην Grande Belezza, λιγότερο μπαρόκ αλλά αναλόγως φαντασμαγορική και πολυπρισματική, ο Σορεντίνο κινηματογραφεί πλονζέ και κοντρ-πλονζέ, σε ομόκεντρους κύκλους, την ψυχή της Ρώμης, της Ιταλίας, της Ευρώπης. Σήμερα. Την ψυχική πτώση, την ηθική παρακμή, το πνευματικό γήρας, τη μοναξιά, τον ναρκισσισμό, τον εγωτισμό του Ευρωπαίου διανοούμενου, του αστού, του ανέστιου. Η Ευρώπη υψώνεται σαν σωρός ερειπίων προς το μέλλον· στη βάση του σωρού απομένει το μεταφυσικό ρίγος, η αναζήτηση του απολεσθέντος ιερού, μέσα από οράματα και αμφισημίες. Εδώ ο ιδιοφυής Ναπολιτάνος προεκτείνει τους κινηματογραφικούς διδάχους της italianità, οι οποίοι μέσα απ’ τις «ιταλικές» ταινίες τους έδωσαν αισθητό σχήμα στην ευρωπαϊκότητα, στην ψυχή της Ευρώπης. Ταυτοχρόνως, ανατρέχει και πάλι στους μαέστρους της Αναγέννησης· μετά τον Μακιαβέλι, στον νεοπλατωνικό Μπαλτασάρε Καστιλιόνε. Μα προπάντων ζωγραφίζει την Αιωνία Πόλη, λίκνο της ελληνορωμαϊκής-χριστιανικής Ευρώπης, σαν ενιαίο χώρο ζώντων και νεκρών, όπου η τέχνη είναι πιο δραστική από τους ανθρώπους. Χωρίς να θρηνεί όμως: ο κόσμος αυτός τελειώνει με έναν γδούπο, όχι μ’ έναν λυγμό. Ο Ματέο Ρέντσι χορεύει κάτω από τη φωτεινή επιγραφή Martini το ρεμίξ της Ραφαέλα Καρρά.

Στο Μικρό Ψάρι, ο ρεαλιστής Γιάννης Οικονομίδης ακολουθεί τη στέρεη φόρμα του νουάρ, ειδικότερα του μελβιλικού νουάρ, για να φτιάξει μια διαυγή πολαρόιντ της Ελλάδας της διαρκούς κρίσης, της Ευρώπης της κρίσης, της Ευρώπης-κρίσης. Κάτω από το ψυχρό διαυγές φως του αττικού χειμώνα, περιαστικές γειτονιές χωρίς κανένα χαρακτήρα, απαράλλαχτες με τα γαλλικά, ιταλικά, σκωτσέζικα εργατικά προάστια, μια μεσογειακή-βαλκανική suburbiana, ρημαγμένα εργοτάξια, καφενεία φορτηγατζήδων στα ρέλια της εθνικής οδού, οι ου τόποι ενός ευρωπαϊκού Mid-West.

Διπλές ζωές, κρυμμένες ζωές; Ούτε καν. Γυμνές ζωές. Κενές νοήματος, σαν τα άδεια βλέμματα, σαν τα ασυνάρτητα λόγια. Ολα πουλιούνται, όλα προδίδονται. Οι ήρωες κινούνται σαν ανδρείκελα που τα σπρώχνει βίαια μια μοίρα απανθρωπισμού, που τα καίει η εκδίκηση και η άγρια χαρά της σύγκρουσης, ας είναι και μάταιης, χαμένης από χέρι. Ετσι κινείται αμίλητα ο εκτελεστής Στράτος, το χέρι του δεν το οπλίζει το σχέδιο μιας βούλησης, αλλά το ένστικτο και η ανάγκη, το κακό ως αναπόφευκτο, έως ότου ξεχειλίσει από την αίσθηση του τραγικού.

Στις προηγούμενες ταινίες του (ιδίως, «Σπιρτόκουτο» και «Ψυχή στο στόμα») ο Οικονομίδης προεικόνιζε τη γυμνή ζωή της κρίσης που δεν είχε σκάσει ακόμη, ανασκάπτοντας στα ρείθρα του μέινστριμ, στα χαμηλά της οικογένειας, στο λαϊκό περιθώριο· φιλμάριζε νατουραλιστικά την εξαίρεση και την πρόβαλε στο όλον. Στον καιρό της κρίσης, η εξαίρεση είναι κανόνας. Το Μικρό Ψάρι αποπλέει από αυτό τον κανόνα· μπαίνει πια στα νερά του πιο σκοτεινού pulp, στον ψυχρό κόσμο των διαταραγμένων του Jim Thompson, στον κόσμο των κινηματογραφημένων The Killer Inside Me και Pop. 1280 (Coup de Torchon). Πρόκειται για ατομικές διαδρομές στη δυστοπία, εκτός κοινωνίας· η κοινωνία απλώς ζωγραφίζεται σαν δυσφορικό φόντο.

Σε αυτή τη διαδρομή, η διαυγής σιωπηλή δυστοπία του Οικονομίδη, ένας χορός νεκροζώντανων, συναντά υπογείως, στο πλατωνικό τούνελ της απόδρασης, το ρωμαϊκό κοιμητήριο μορφών, ιδεών και αγαλμάτων του Σορεντίνο, έναν χορό υπερκορεσμένων της παρακμής. Το pulp συναντά απρόσμενα το κάλλος, εφάπτονται, τέμνονται, ανακατεύουν τα χρώματά τους, σκιαγραφούν την Ευρώπη του 21ου αιώνα σαν προσδοκία και σαν φόβο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή