«Την 100ή επέτειο από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι μεγάλος ο πειρασμός να συγκρίνουμε τις εξελίξεις στην Ουκρανία με το 1914. Η τρέχουσα κρίση όμως δεν έχει πολλές ομοιότητες με τη γεωπολιτική κατάσταση της εποχής. Οι απαντήσεις που προσφέρει η Ιστορία δεν είναι ούτε μοναδικές ούτε απόλυτες. Η έκτακτη κατάσταση στην Ουκρανία, σε αυτό συμφωνούν όλοι, είναι πλούσια σε ιστορικούς συνειρμούς», γράφει στην αγγλόφωνη ιστοσελίδα του Der Spiegel ο Κρίστοφερ Κλαρκ, καθηγητής σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και συγγραφέας του βιβλίου «Οι υπνοβάτες – πώς η Ευρώπη οδηγήθηκε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο». «Η σύνθετη κατάσταση στην Ουκρανία ξεκινάει ακριβώς από την ποικιλία εντελώς διαφορετικών ιστορικών αφηγήσεων, που εμπλέκονται σε αυτήν. Ενα πράγμα όμως είναι σαφές: η κρίση δεν μπορεί να γίνει κατανοητή, ούτε να επιλυθεί με βάση μία και μοναδική ιστορική λογική», συνεχίζει ο ιστορικός.
Το φάσμα του πολέμου είναι, κατά τον Κλαρκ, χρήσιμο ως υπενθύμιση του τρομερού κόστους, που μπορεί να επιφέρουν η αποτυχία της πολιτικής, ο τερματισμός των συζητήσεων και η αδυναμία συμβιβασμού. Στην πραγματικότητα όμως, οι σημερινές συνθήκες ελάχιστη σχέση έχουν με τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς του 1914. Σήμερα μια ευρεία συμμαχία δυτικών και κεντροευρωπαϊκών κρατών είναι ενωμένη κατά των ρωσικών παρεμβάσεων στην Ουκρανία. Και το άοκνο φιλόδοξο γερμανικό Κάιζερραϊχ του 1914 δεν μοιάζει στην Ε.Ε. – ένα πολυεθνικό ειρηνευτικό πλαίσιο, που δυσκολεύεται να ασκήσει εξουσία και να διαμορφώσει εξωτερική πολιτική.
Ο Κριμαϊκός πόλεμος του 1853-56 ίσως ταιριάζει περισσότερο. Σε αυτήν την περίπτωση τουλάχιστον έχουμε μια συμμαχία «δυτικών» χωρών ενωμένων στην αντίθεσή τους κατά του ρωσικού ιμπεριαλισμού. Αυτός ο πόλεμος που στοίχισε τη ζωή σε πάνω από μισό εκατομμύριο ανθρώπους ξέσπασε όταν η Ρωσία έστειλε 80.000 στρατεύματα στις υπό οθωμανικό έλεγχο Δουνάβιες περιοχές της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Η Ρωσία ισχυρίστηκε πως είχε το δικαίωμα και την υποχρέωση να δράσει ως φύλακας των ορθόδοξων χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως σήμερα πιστεύει ότι μπορεί να λειτουργήσει ως θεματοφύλακας των συμφερόντων των Ρώσων της ανατολικής Ουκρανίας.
Και σε αυτήν την περίπτωση, όμως, θα ήταν λάθος να τραβήξει κανείς την αναλογία πολύ μακριά. Το 1850 οι δυτικές δυνάμεις φοβούνταν ότι οι ρωσικές διώξεις εναντίον Οθωμανών θα αποσταθεροποιήσουν ολόκληρη τη ζώνη από τη Μέση Ανατολή ώς την Κεντρική Ασία, υπονομεύοντας την ασφάλεια της βρετανικής και της γαλλικής αυτοκρατορίας. Με δεδομένο ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν υπάρχει πια, οι μηχανισμοί δια-αυτοκρατορικής αποσταθεροποίησης είναι απόντες στην τρέχουσα κρίση, η οποία περιλαμβάνει τη σχέση μεταξύ της Ρωσίας και μιας σχετικά απομονωμένης χώρας-δορυφόρου της στην περιφέρειά της.
Η ουκρανική εξέγερση τείνει να μονοπωλήσει την προσοχή των ευρωπαϊκών ΜΜΕ. Για τις ώριμες δυτικές δημοκρατίες, το θέαμα δεκάδων χιλιάδων πολιτών, οπλισμένων μόνο με κεριά και πόστερ, διεκδικώντας τα δικαιώματά τους απέναντι σε ένα διεφθαρμένο και αδυσώπητο καθεστώς αποτελεί το υπέρτατο ψυχόδραμα. Τίποτα δεν σκιαγραφεί καλύτερα τις αρετές της δημοκρατίας από την παρακολούθηση των βίαιων σκιρτημάτων της γέννησής της. Η δυσκολία της σημερινής κρίσης, γράφει ο Κλαρκ, βρίσκεται ακριβώς στη συνύπαρξη αυτών των πολύ διαφορετικών αφηγήσεων: του εμφυλίου, της γεωπολιτικής έντασης, της αυτοκρατορικής επέκτασης.
Οπως υπογραμμίζει ο ιστορικός, οιαδήποτε λύση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τις υποχρεώσεις που υπαγορεύει κάθε μία από αυτές τις αφηγήσεις. Η αντιμετώπιση της Ουκρανίας ως υποκατάστατο για να πληγεί η Ρωσία δείχνει έλλειψη ευαισθησίας απέναντι στην ιστορία της περιοχής και απλώς θα οδηγήσει σε περαιτέρω αποσταθεροποίηση. Από την άλλη, επιτρέποντας στους Ρώσους να κάνουν ό,τι θέλουν είναι σαν να προκαλεί κανείς τη Μόσχα να χρησιμοποιήσει την Ουκρανία ως υποκατάστατο για την απώθηση της Δύσης – ο πόλεμος στη Νότια Οσετία, που ξέσπασε λίγο μετά την απόφαση να μην εκχωρηθεί στη Γεωργία συμμετοχή στο ΝΑΤΟ, απέδειξε πόσο γρήγορα μπορεί να εκμεταλλευτεί η Μόσχα την αναποφασιστικότητα των δυτικών συμμάχων της Ουκρανίας. Τέλος, η επένδυση στην ουκρανική εξέγερση είναι επισφαλής, με δεδομένο πόσο απρόβλεπτες είναι όλες αυτές οι ταραχές.
Σε πρόσφατη δήλωσή του ο Γερμανός ΥΠΕΞ, Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ, παραδέχθηκε ότι οι υπουργοί Εξωτερικών της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου, βιάστηκαν να ταυτιστούν με την ουκρανική αντιπολίτευση και άργησαν να λάβουν υπόψη τους τα ευρύτερα γεωπολιτικά ζητήματα που έφερε στην επιφάνεια η κρίση. Το σχόλιο αυτό απηχεί ένα βαθμό αυτοκριτικού προβληματισμού και μια ετοιμότητα για προσαρμογή στις νέες εξελίξεις, εντελώς άγνωστη στους ομολόγους του κατά τις αρχές του 20ού αιώνα. Η ανακοίνωση που εξέδωσε ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο στις 5 Μαρτίου, μετά τη συνάντηση της Κομισιόν, ήρθε ακριβώς τη σωστή στιγμή. Εκανε λόγο για τη σημασία της πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας, καθώς και τον σεβασμό των δικαιωμάτων «όλων των Ουκρανών πολιτών και κοινοτήτων». Οπως επισημαίνει ο Κλαρκ, η προσοχή είναι ίδιον και των δύο πλευρών και αποδεικνύεται τόσο από τις δηλώσεις του προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, όσο και από τη σχετική αυτοσυγκράτηση (μέχρι στιγμής, όπως διευκρινίζει ο ιστορικός) του Βλαντιμίρ Πούτιν.