Αυτοπεποίθηση και αυταπάτη

Αυτοπεποίθηση και αυταπάτη

4' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η εβδομάδα που πέρασε έφερε μια σημαντική τόνωση στο ηθικό όχι μόνο της κλυδωνιζόμενης κυβέρνησης, αλλά και της οικονομίας στο σύνολό της. Τι σημαίνει όμως η ισχυρή ανταπόκριση από την πλευρά των επενδυτών και τι άλλαξε στην πραγματικότητα; Προφανώς, η επίτευξη της άντλησης κεφαλαίων αρκετά νωρίτερα απ’ ό,τι πολλοί περιμέναμε, το ποσοστό της υπερκάλυψης και το σχετικώς χαμηλό επιτόκιο έδωσαν στην κυβέρνηση αφορμή για πανηγυρισμό. Δικαίως, μιας και λίγοι, πριν από δύο χρόνια, περίμεναν αυτήν την εξέλιξη. Η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος, η σημαντική βελτίωση στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών και η συμφωνία για διαρθρωτικές αλλαγές έπεισαν τους επενδυτές, αλλά ήρθαν και τη σωστή στιγμή.

Η Ελλάδα στάθηκε τυχερή ως προς τις συγκυρίες: Τους τελευταίους μήνες πληθαίνουν οι ενδείξεις «φούσκας» στις αγορές κεφαλαίου. Καίτοι οι μνήμες της κρίσης του 2008 μπορεί να είναι ακόμη νωπές, η πολιτική παροχής ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες και η προοπτική περαιτέρω νομισματικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ οδηγούν τους επενδυτές σε επιθετικές τοποθετήσεις. Πριν από λίγες ημέρες, η Ισπανία δανείστηκε με κόστος 3,4% – όσο περίπου κοστίζει και στην αμερικανική κυβέρνηση. Αυτό δεν ήταν ψήφος εμπιστοσύνης στην ισπανική κυβέρνηση, όσο ήταν ένδειξη του άγχους των επενδυτών να τοποθετήσουν τα διαθέσιμά τους. Οσο για τη χώρα μας, η εκτίμηση των επενδυτών είναι ότι θα ακολουθήσει τα συνήθη πρότυπα χωρών που βγαίνουν από βαθιά ύφεση, δείχνοντας ικανή μεγέθυνση. Αλλωστε, το γεγονός ότι ο δανεισμός αυτός διέπεται από αγγλικό και όχι ελληνικό δίκαιο σημαίνει ότι είναι δυσκολότερο να δημιουργηθεί πρόβλημα από δυνητική αθέτηση των Ελλήνων.

Η Ελλάδα εκμεταλλεύτηκε –όπως άλλωστε θα όφειλε– αυτήν τη συγκυρία, και η ελπίδα είναι ότι η επιτυχία αυτή θα ενθαρρύνει επενδυτές που εδώ και αρκετό καιρό κοιτούν την ελληνική αγορά, χωρίς να τοποθετούν σημαντικά κεφάλαια, στοχεύοντας κυρίως εξαγορές μετοχών. Η εξέλιξη αυτή θα βοηθήσει να εκδηλωθεί το ενδιαφέρον για την πραγματική οικονομία και όχι μόνο τον κρατικό δανεισμό. Μολαταύτα, οι δυσκολίες παραμένουν. Και παρότι είναι σημαντικό να χτίσουμε την αυτοπεποίθηση που χρειάζεται για να μπούμε σε αναπτυξιακή τροχιά, δεν θα πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες ούτε για το πού βρισκόμαστε ούτε για το πόση δουλειά μένει, αλλά ούτε και για το πόσοι κίνδυνοι ελλοχεύουν.

Οι υπολογισμοί των νέων μας πιστωτών προϋποθέτουν ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να αναδιαρθρώσει τον δημόσιο τομέα και να περιορίσει τις διαρθρωτικές της αγκυλώσεις κατ’ ελάχιστον με την εφαρμογή των βασικών προτάσεων του ΟΟΣΑ και των όσων διάγγειλε ο κ. Μητσοτάκης. Αυτό παραμένει αβέβαιο, και όσο περιορίζεται η αίσθηση της κρίσης, τόσο θα αυξάνεται η πίεση να παραμείνουμε προσκολλημένοι σε ένα παρωχημένο μοντέλο. Η ανάγκη να άρουμε τις στρεβλώσεις που συντηρούν μικρομονοπώλια και προστατεύουν συντεχνιακές ομάδες και να εξορθολογικεύσουμε το Δημόσιο είναι επιτακτική, και δυστυχώς βρισκόμαστε ακόμη στο επίπεδο των εξαγγελιών. Ελάχιστα έχουν γίνει, και συγχρόνως συντεχνίες, συνδικάτα και αφανείς ομάδες πίεσης εμφανώς αντιτίθενται στις βαθιές αλλαγές δομών που απαιτούνται.

Για να μπορέσει μια προσπάθεια αλλαγής να πετύχει, χρειάζονται ακόμη και αποφασισμένοι πολιτικοί, καθώς και τεχνοκράτες και διαχειριστές της αναγκαίας αλλαγής. Αντ’ αυτών, τοποθετήσεις, από τον Πολιτισμό μέχρι τα ΕΛΠΕ, δείχνουν ότι ο κ. Σαμαράς δεν έχει αντιληφθεί τη σημασία του ανθρώπινου δυναμικού μιας κυβέρνησης και της διοίκησης, και διέπεται από κομματικά ανακλαστικά. Ας ελπίσουμε πως η πρόσφατη κρίση θα αλλάξει την προοπτική του, ή ότι θα ανδρωθούν σοβαρότερες πολιτικές εναλλακτικές. Οι επόμενες εβδομάδες θα δείξουν και ποιες άλλες πολιτικές δυνάμεις, της μείζονος ή ελάσσονος αντιπολίτευσης, θα μπορέσουν να καταθέσουν ρεαλιστικές προτάσεις. Το μεγαλύτερο «ελληνικό ρίσκο» είναι πολιτικό.

Μένουν και άλλα μέτωπα που ακόμη δεν έχουν τύχει προσοχής. Οι τράπεζες έχουν μεγάλο αριθμό προβληματικών επιχειρήσεων, οι οποίες δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται και αρκετές από τις μεγάλες επιχειρήσεις που είναι μεν κερδοφόρες, αλλά δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους. Εκεί θα χρειαζόταν μια αναδιάρθρωση, με αλλαγή τόσο στην ιδιοκτησία όσο και τη διοίκηση, για να μπορέσει να απελευθερωθεί το λιμνάζον δυναμικό της οικονομίας. Η Τράπεζα της Ελλάδος κάνει ακόμη δειλά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή.

Μια χώρα σαν την Ελλάδα, με μια πολιτική οικονομία αμοιβαίων εξυπηρετήσεων και προστασίας μικροσυμφερόντων, δεν αλλάζει εύκολα. Και όμως, ήδη έχουν αρχίσει να διαφαίνονται αλλαγές. Θα μπορούσαν να είχαν γίνει πολύ περισσότερα, με μικρότερο κοινωνικό κόστος, αλλά τουλάχιστον η δυναμική έχει αρχίσει, και η διεθνής οικονομική συγκυρία (για την ώρα) βοηθά. Κοιτώντας μπροστά, θα πρέπει να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε τις επιτυχίες μας, χωρίς να εθελοτυφλούμε. Είτε μας αρέσει είτε όχι, σε αυτό θα βοηθήσει και η αυξανόμενη χρήση του νέου δανεισμού από τις αγορές κεφαλαίου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι αγορές προσαρμόζονται γρήγορα, και ότι μια ενδεχόμενη πολιτική κρίση εύκολα μπορεί να μεταβάλει τον ενθουσιασμό σε απογοήτευση και απότομη αύξηση επιτοκίων. Η άντληση κεφαλαίων από την αγορά μάς επιτρέπει μεν να παρακάμψουμε την τρόικα και τις αναδιαπραγματεύσεις με πολιτικούς όρους, αλλά επιτάσσει δε να πείθουμε τις αγορές με οικονομικούς όρους. Με άλλα λόγια, να συμπεριφερόμαστε σαν ενήλικο κράτος, με αυτοπεποίθηση και χωρίς αυταπάτες.

* Ο κ. Μιχ. Γ. Ιακωβίδης κατέχει την Εδρα Επιχειρηματικότητας και Καινοτομίας Sir Donald Gordon στο London Business School.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή