Toυ Χρήστου Κόδου – Tax Consultant της Grant Thornton
ΕΝΑ ΑΠΟ τα ζητήματα το οποίο διαχρονικά απασχολεί τον
επιχειρηματικό κόσμο είναι αυτό των εκπιπτόμενων δαπανών. Όσον
αφορά τις επισφαλείς απαιτήσεις παρά το γεγονός ότι από 01/01/2005
καθιερώθηκε, με τις διατάξεις του Ν. 3296/2004, ο σχηματισμός
πρόβλεψης που αναγνωρίζεται φορολογικά προς έκπτωση από τα
ακαθάριστα έσοδα (ανεξαρτήτως εάν υπάρχουν ή όχι επισφαλείς
απαιτήσεις), ακόμη εξακολουθεί να επικρατεί σύγχυση.
Ειδικότερα σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (άρθρο
31§1,περ. θ) η πρόβλεψη υπολογίζεται σε ποσοστό 0,5% επί της
αναγραφόμενης καθαρής αξίας (χωρίς Φ.Π.Α.) στα τιμολόγια πώλησης ή
παροχής υπηρεσιών προς επιτηδευματίες εσωτερικού και εξωτερικού.
Για τον υπολογισμό της ανωτέρω πρόβλεψης αφαιρούνται και δεν
λαμβάνονται υπόψη:
(i)οι επιστροφές ή εκπτώσεις που προκύπτουν από τα βιβλία,
(ii)τα έσοδα που έχουν πραγματοποιηθεί από πωλήσεις ή παροχή
υπηρεσιών προς το Δημόσιο, δήμους – κοινότητες, δημόσιες
επιχειρήσεις, οργανισμούς ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και
Ν.Π.Δ.Δ. λόγω της φερεγγυότητας των πελατών αυτών,
(iii)ο ειδικός φόρος κατανάλωσης πετρελαιοειδών, ο φόρος
κατανάλωσης καπνού και οι λοιποί φόροι που εμπεριέχονται στην τιμή
πώλησης,
(iv)τα έσοδα από λιανικές πωλήσεις ή παροχή υπηρεσιών προς
ιδιώτες, έστω και αν αυτά έχουν πραγματοποιηθεί με πίστωση του
τιμήματος,
(v)οι χονδρικές πωλήσεις για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί
τιμολόγιο πώλησης, για παράδειγμα η πώληση επαγγελματικού
αυτοκινήτου με συμβολαιογραφική πράξη.
H έκπτωση της δαπάνης αυτής από τα ακαθάριστα έσοδα των
επιχειρήσεων εμφανίζεται στα τηρούμενα βιβλία αυτών στο λογαριασμό
44.11 ”Προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις”. H σχηματιζόμενη ως
άνω πρόβλεψη χρησιμοποιείται για την απόσβεση (διαγραφή) πελατών,
οι οποίοι είναι ανεπίδεκτοι είσπραξης. Το ποσό της σχηματισθείσας
πρόβλεψης για κάθε διαχειριστική χρήση, συναθροιζόμενο με το ποσό
της πρόβλεψης που έγινε σε προγενέστερες διαχειριστικές χρήσεις και
η οποία εμφανίζεται στα τηρούμενα βιβλία της επιχείρησης, δεν
μπορεί να υπερβεί το 30% του συνολικού χρεωστικού υπολοίπου του
λογαριασμού ”Πελάτες”, όπως αυτό εμφανίζεται στην απογραφή τέλους
χρήσης.
Πέραν της σχηματιζόμενης κατά τα ανωτέρω πρόβλεψης, κανένα άλλο
ποσό δεν αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα για
απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων, εκτός εάν το ποσό των πράγματι
επισφαλών απαιτήσεων, για τις οποίες έχουν εξαντληθεί όλα τα ένδικα
μέσα, είναι μεγαλύτερο εκείνου που προκύπτει από την εφαρμογή του
αντίστοιχου ποσοστού πρόβλεψης (π.χ. πτώχευση πελάτη, χωρίς να
υφίσταται πτωχευτική περιουσία για την ικανοποίηση της απαίτησης).
Στην περίπτωση αυτή, το επιπλέον ποσό που δεν καλύπτεται από τη
σχηματισθείσα πρόβλεψη, μπορεί να αποσβεσθεί στη διαχειριστική αυτή
χρήση με οριστικές εγγραφές.
Η διαγραφή των ανεπίδεκτων εισπράξεως πελατών γίνεται με χρέωση
του λογαριασμού 44.11 ”Προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις” με
πίστωση των λογαριασμών των απαιτήσεων όταν αυτές καταστούν
ανεπίδεκτες εισπράξεως. Για τους πελάτες που διαγράφονται χωρίς να
έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα, η επιχείρηση υποχρεούται να γνωστοποιεί
σε αυτούς, ότι διέγραψε την επισφαλή απαίτησή της, εφόσον το ποσό
της επισφαλούς απαίτησης, ανά πελάτη, υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ.
Επίσης, για τους πελάτες αυτούς που διαγράφονται χωρίς να ασκηθούν
ένδικα μέσα, η επιχείρηση συντάσσει συγκεντρωτική κατάσταση με
πλήρη στοιχεία για τον καθένα, στην οποία αναγράφονται το
ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία, το επάγγελμα, η διεύθυνση, η δημόσια
οικονομική υπηρεσία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου του πελάτη,
καθώς και το διαγραφέν ποσό. Η πιο πάνω κατάσταση υποβάλλεται στην
αρμόδια για τη φορολογία της επιχείρησης Δ.Ο.Υ. σε 3 αντίγραφα
μέχρι την 30η Σεπτεμβρίου.
Περαιτέρω κρίνεται σκόπιμο στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι ο
χαρακτηρισμός και η διαγραφή ορισμένων πελατών ως επισφαλών είναι
θέμα που κρίνεται από την επιχείρηση, με βάση τα στοιχεία και
έγγραφα που έχει στη διάθεση της και δεν ερευνάται κατά το
διενεργούμενο έλεγχο στην επιχείρηση εκ μέρους της Φορολογούσας
Αρχής, αν πράγματι οι διαγραφέντες πελάτες είναι επισφαλείς ή όχι.
Ωστόσο στην περίπτωση που κάποιος πελάτης κρίθηκε από την
επιχείρηση ως επισφαλής και προέβη στη διαγραφή του και εν
συνεχεία, το ποσό της απαίτησης του εισπραχθεί, η επιχείρηση έχει
υποχρέωση να μεταφέρει το ποσό που εισέπραξε στα αποτελέσματα
χρήσεως.
Το ποσό της πρόβλεψης που εμφανίζεται στο λογαριασμό
”Προβλέψεις για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων”, εκπίπτει και δεν
υπόκειται σε φορολογία εισοδήματος, εκτός και αν στο τέλος κάθε
πενταετίας, αρχής γενομένης από τη διαχειριστική περίοδο 2005
υφίσταται στον ως άνω λογαριασμό υπόλοιπο λόγω του γεγονότος ότι
στο διάστημα της πενταετίας (2005-2009) τα ποσά των επισφαλών
απαιτήσεων που διαγράφηκαν δεν κάλυψαν ολόκληρο το ποσό της
σχηματισθείσας πρόβλεψης στο διάστημα αυτό. Επομένως εάν στο τέλος
της διαχειριστικής χρήσης 2009, υπάρξει υπόλοιπο ποσό πρόβλεψης, το
ποσό αυτό μεταφέρεται στα ακαθάριστα έσοδα της επόμενης
διαχειριστικής χρήσης, ήτοι στη χρήση 2010 και φορολογείται με τις
γενικές διατάξεις συναθροιζόμενο με τα λοιπά φορολογούμενα έσοδα
της επιχείρησης.
Επιχειρήσεις που δικαιούνται να σχηματίσουν πρόβλεψη διαφορετική
του 0,5%
Οι κατωτέρω επιχειρήσεις δικαιούνται να σχηματίσουν πρόβλεψη 1%
:
(α) σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, (β) ύδρευσης και
αποχέτευσης, (γ) παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, (δ) εκμετάλλευσης
συνδρομητικών τηλεοπτικών σταθμών, (ε) διανομής και παροχής φυσικού
αερίου, η πρόβλεψη υπολογίζεται επί της αξίας των αγαθών ή
υπηρεσιών των εκδιδόμενων στοιχείων προς επιτηδευματίες ή ιδιώτες,
με εξαίρεση τις πωλήσεις προς το Δημόσιο, δήμους – κοινότητες,
δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμούς ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας
και Ν.Π.Δ.Δ. Επίσης με το ίδιο ποσοστό υπολογίζουν πρόβλεψη (στ) οι
εμπορικές επιχειρήσεις για τις λιανικές πωλήσεις επί πιστώσει
συγκεκριμένων διαρκών καταναλωτικών αγαθών. Η πρόβλεψη αυτή θα
υπολογίζεται επί της αναγραφόμενης στις αποδείξεις λιανικής πώλησης
αξίας, με την προϋπόθεση ότι στις αποδείξεις αυτές αναγράφεται
διακεκριμένα το είδος, η ποσότητα και η αξία των συγκεκριμένων
αγαθών.
Περαιτέρω οι τράπεζες επιτρέπεται να εκπίπτουν, αντί των ποσών
των αποσβέσεων των επισφαλών απαιτήσεων για τις οποίες έχουν γίνει
οριστικές εγγραφές, ποσοστό στο ποσό του ετήσιου μέσου όρου των
πραγματικών χορηγήσεων, όπως αυτό προκύπτει από τις μηνιαίες
λογιστικές καταστάσεις τους. Στις χορηγήσεις αυτές δεν
περιλαμβάνονται τα δάνεια γενικά προς το Δημόσιο και τα νομικά
πρόσωπα δημόσιου δικαίου, τα δάνεια γενικά για τα οποία δόθηκε
εγγύηση του Δημοσίου και οι καταθέσεις σε άλλες τράπεζες.
Το πιο πάνω ποσοστό ορίζεται:
α. Σε δύο τοις χιλίοις (2‰) για τις κτηματικές τράπεζες του Ν.
3221/1924 με εξαίρεση τις χορηγήσεις προς τις ξενοδοχειακές και
τουριστικές επιχειρήσεις στις οποίες το ποσοστό ορίζεται σε ένα
τοις εκατό (1%).
β. Σε δύο τοις εκατό (2%) για τράπεζες επενδύσεων.
γ. Σε ένα τοις εκατό (1%) για τις άλλες τράπεζες.