Το δάσος και το δέντρο

4' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Παρακολουθώντας την ειδησεογραφία των τελευταίων ημερών στην Ελλάδα, θα πίστευε κανείς ότι οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα είναι ένα παιγνίδι ισχύος, με τους πιστωτές να μας πιέζουν απρόσμενα. Ομως μια τέτοια θεώρηση χάνει το δάσος για το δέντρο. Η πρόσκαιρη και ατυχής προσπάθεια να αντικαταστήσουμε τα σχετικώς φθηνά δανεικά της τρόικας με ακριβότερα δανεικά από τις αγορές, έδειξε ότι είναι ευκολότερο να διαπραγματεύεσαι με πολιτικούς όρους με τους «ανάλγητους» διεθνείς πιστωτές, απ’ ό,τι με τις αγορές. Ο λόγος είναι απλός: οι ιδιώτες πιστωτές θέλουν να ξέρουν ότι δεν θα χάσουν τα λεφτά τους, όπως τα έχασαν όσοι μας είχαν δανείσει πριν από το 2010. Και για να πειστούν, πρέπει να ξέρουν ότι το κράτος θα είναι ικανό να λειτουργεί αποτελεσματικά, παράγοντας έσοδα που θα αποπληρώνουν δάνεια.

Ο λόγος για τον οποίο το ΔΝΤ και η τρόικα είναι εσχάτως άτεγκτοι, είναι ο ίδιος για τον οποίο οι αγορές, όταν συνειδητοποίησαν το πραγματικό ρίσκο, αντέδρασαν βίαια. Είναι όχι μόνο το γεγονός του ότι το πολιτικό σκηνικό είναι τόσο ρευστό που δημιουργεί σημαντικούς κινδύνους, αλλά και το ότι οι μεταρρυθμίσεις προχωρούν με ρυθμό χελώνας. Οι πολίτες ακούν μεταρρυθμίσεις και καταλαβαίνουν φόρους. Παρά τα δειλά βήματα, ο υγιέστερος ανταγωνισμός και το αποτελεσματικότερο Δημόσιο αργούν. Η αναμόρφωση της Δημόσιας Διοίκησης είναι ακόμη αργή, μ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες του Κυριάκου Μητσοτάκη. Οσο για την αντιπολίτευση, μέλημά της ήταν η προστασία των συντάξεων όσων είχαν πλαστά πιστοποιητικά…

Σημαντικά νομοσχέδια, όπως αυτό για τα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια, που θα μπορούσαν να απεγκλωβίσουν το παραγωγικό δυναμικό της χώρας, αποδυναμώθηκαν όταν την τελική επεξεργασία ανέλαβαν οι μανδαρίνοι του υπουργείου Οικονομικών. Στα εργασιακά, ο φόβος για την αύξηση της ανεργίας οδήγησε στην ανοχή της γκρίζας εργασίας, με αποτέλεσμα τα ασφαλιστικά ταμεία να είναι βέβαιο ότι δεν θα μπορέσουν να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους. Σύσσωμο το πολιτικό σύστημα προσπαθεί να κουκουλώσει το πρόβλημα, μεταθέτοντάς το στο μέλλον, παριστάνοντας ότι όλα είναι εντάξει, και αφήνοντας έκθετα τα παιδιά αυτής της γενιάς που θα βρουν άδεια ταμεία όταν μεγαλώσουν. Τα επαγγέλματα παραμένουν κλειστά. Οι αλλαγές που έχουμε δεσμευτεί να υλοποιήσουμε κολλάνε, και μαζί τους κολλάνε οι προοπτικές των πολλών, και τα προνόμια των «φίλων». Οι νέοι, με ισχνή εκπαίδευση, ψάχνουν ακόμη δουλειά αποτεινόμενοι σε πολιτικούς. Οσον αφορά την αντιπολίτευση, πέρα από την εξαγγελία μείωσης του χρέους, δεν υπάρχει τίποτε που να εξηγεί πώς θα αντιμετωπίσει τα παραγωγικά προβλήματα της χώρας. Ευαγγελίζεται την παλινόρθωση ενός χρεοκοπημένου συστήματος με αοριστολογίες – και την πεποίθηση ότι «κάπως» θα αντιμετωπίσει τη φοροδιαφυγή.

Οι πιστωτές, βλέποντας περιορισμένη πρόοδο, θέλουν να δώσουν μήνυμα τόσο στην κυβέρνηση, όσο και στην αντιπολίτευση. Η αναδιαπραγμάτευση του χρέους απαιτεί πρώτα διαρθρωτική προσαρμογή. Οσο για τη διαπραγματευτική μας θέση, η πραγματικότητα δεν είναι ευχάριστη. Για πρώτη φορά μετά από χρόνο και πλέον, οι Financial Times έγραφαν αυτήν την Πέμπτη, ότι η παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ δεν είναι βέβαια. Σε ιδιωτικό δείπνο στο Ντουμπάι προ ολίγων ημερών, στο πλαίσιο της συνάντησης του WEF, ο κ. Μπαρόζο είπε σε κλειστό κύκλο ότι πιστεύει πως οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα ρωτήσουν τον κ. Τσίπρα, εάν αναλάβει, αν θέλει (και μπορεί) να είναι «μέσα» ή «έξω», καθώς δεν μπορεί να περιμένει ότι θα έχει την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Οι αγορές και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι πλέον προετοιμασμένα, και οι τελευταίοι μήνες δείχνουν ότι η Ελλάδα θεωρείται «μοναδική περίπτωση» (special case) και άρα δεν θα υπάρχει το φόβητρο να συμπαρασυρθεί όλη η Νότια Ευρώπη. Το γεγονός ότι τα επιτόκια του ελληνικού χρέους εκτινάχθηκαν ενόσω τα πορτογαλικά, ισπανικά και ιρλανδικά συνέχισαν την καθοδική τους πορεία τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει πλέον τη γομωμένη χειροβομβίδα που μπορούσε να ανατινάξει το ευρώ. Εάν δοκιμάσουμε, θα αυτο-ακρωτηριαστούμε. Το 2015, δυστυχώς για τη διαπραγματευτική μας θέση, δεν είναι 2012. Και το να οδυρόμαστε πάνω στα οικονομικά μας συντρίμμια για τη μεγάλη αδικία του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, ή να ευαγγελιζόμαστε απέξω την αλλαγή του, δεν θα είναι μεγάλη παρηγοριά.

Το πολιτικό μας σύστημα, τόσο στην κυβέρνηση, όσο και στην αξιωματική αντιπολίτευση, συνεχίζει την τακτική της στρουθοκαμήλου. Ο κ. Σαμαράς ενδίδει στα παλαιοκομματικά του ανακλαστικά, αντί να αξιοποιήσει την τελευταία του ευκαιρία να μη σπιλώσει την υστεροφημία του. Λίγοι υπουργοί στην κυβέρνηση προσπαθούν, και οι περισσότεροι λειτουργούν λες και είμαστε στη δεκαετία του 2000, απλώς με λιγότερα μετρητά. Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τα δειλά ανοίγματα προς τις πραγματικές ευθύνες της διακυβέρνησης, δεν έχει ακόμη εξηγήσει πώς θα ανορθώσει την παραπαίουσα οικονομία, πώς θα αναβαθμίσει ποιοτικά το σαθρό Δημόσιο, πώς θα αντιμετωπίσει τη διαφθορά, πώς θα χρηματοδοτήσει τα φιλόδοξα σχέδιά του και πώς θα κρατήσει τις επενδύσεις. Πιο ριζοσπαστικές δυνάμεις, όπως το Ποτάμι, δεν έχουν ακόμη λάβει ρυθμιστικό ρόλο, και ο κίνδυνος να εκφυλιστούν σε προσωποπαγή κινήματα είναι υπαρκτός. Οσο για τα ΜΜΕ, συνεχίζουν να είναι υπό την επήρεια των κομμάτων ή επιχειρηματιών με κρατικές διασυνδέσεις. Ετσι, δεν είναι περίεργο να χάνουμε το δάσος της πραγματικής αναδιάρθρωσης για το δέντρο της διαπραγμάτευσης. Είναι όμως πολύ επικίνδυνο.

Αντί να παραπονούμαστε για τους πιστωτές, ας δούμε καλύτερα πώς μπορούμε να λύσουμε τα σημαντικά διαρθρωτικά μας προβλήματα, πριν χρειαστούμε την επόμενη κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας.

* Ο κ. Μιχαήλ Γ. Ιακωβίδης κατέχει την Εδρα Επιχειρηματικότητας και Καινοτομίας Sir Donald Gordon στο London Business School.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή