Μετακομμουνιστικά τοπία

3' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​Υπάρχει κάτι το ιδιαζόντως θλιβερό στο πρόσφατο φωτογραφικό οδοιπορικό του Γιάννη Μπεχράκη, που δημοσίευσε το πρακτορείο Reuters. Ο γνωστός φωτογράφος αποτυπώνει με τον φακό του τα, διάσπαρτα σε ολόκληρη τη χώρα, κουφάρια των εργοστασίων που κάποτε αντιπροσώπευαν το φωτεινό της μέλλον. Οι εικόνες εκπέμπουν μια έντονη αίσθηση εγκατάλειψης και παρακμής και παραπέμπουν στα σκοτεινά μεταβιομηχανικά τοπία που συναντάει κανείς σήμερα ιδίως στις χώρες που γνώρισαν την εμπειρία του κομμουνισμού και της (αποτυχημένης) προσπάθειας να αναπτυχθούν μέσα από τη βαριά βιομηχανία.

Στο ξεκίνημα της κρίσης, πριν από έξι χρόνια, έγραφα πως ο όρος «ελληνική περεστρόικα» μου φαινόταν ως ο πλέον δόκιμος για να περιγράψει το μέγεθος της πρόκλησης που είχε μπροστά της η χώρα. Οπως η Σοβιετική Ενωση στα τέλη της δεκαετίας του ’80, έτσι και η Ελλάδα καλούνταν να προχωρήσει σε μια συνολική και ριζική αλλαγή του οικονομικού της μοντέλου, αντικαθιστώντας ένα κρατικοκεντρικό οικονομικό σύστημα χαμηλής ανταγωνιστικότητας με ένα νέο, ευέλικτο και λειτουργικό σύστημα ανοιχτό στις διεθνείς προκλήσεις. Η χώρα, δηλαδή, έπρεπε να περάσει από την παραγωγή «μη εμπορεύσιμων αγαθών» στην παραγωγή «εμπορεύσιμων αγαθών», για να αναφέρω την οικονομική ορολογία που έκανε ευρύτερα γνωστή ο Αρίστος Δοξιάδης στο «Αόρατο ρήγμα».

«Περεστρόικα» ονομάστηκε η προσπάθεια του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ να περισώσει τη Σοβιετική Ενωση, μεταρρυθμίζοντας την οικονομία της. Οπως γνωρίζουμε, ο Γκορμπατσόφ απέτυχε και η Σοβιετική Ενωση τελείωσε, παραχωρώντας αρχικά τη θέση της σε ένα καθεστώς αναρχίας και αργότερα σε μια ψευτοδημοκρατία βασισμένη στο πετρέλαιο και στον ρωσικό εθνικισμό. Αντίθετα, στην Κίνα η μετάβαση πέτυχε, γιατί ευθύς εξαρχής το καθεστώς διαχώρισε την πολιτική σφαίρα, όπου το κομμουνιστικό κόμμα διατήρησε το μονοπώλιο της εξουσίας, από την οικονομική σφαίρα, όπου πέτυχε ξέφρενους ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης. Πέρα από τα δύο αυτά υποδείγματα που αφορούν χώρες με χαρακτηριστικά υπερδυνάμεων, διαθέτουμε πολλές περιπτώσεις μεγαλύτερης ή μικρότερης παρακμής (π.χ. Κεντρική Ασία, Βαλκάνια) και κάποιες περιπτώσεις επιτυχίας (π.χ. Τσεχία, Πολωνία). Το ζητούμενο για εμάς, υποστήριζα το 2009, ήταν στην έξοδο της κρίσης να μοιάσουμε στην Πολωνία και όχι στη Γεωργία.

Πέρασαν λοιπόν έξι χρόνια και όχι μόνο δεν έχουμε εξέλθει από την κρίση, αλλά κινδυνεύουμε να περάσουμε σε ένα άλλο, ακόμα πιο επικίνδυνο και σκοτεινό στάδιο. Ανεξάρτητα όμως από το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα (και δυστυχώς ακόμη και το πιο αισιόδοξο σενάριο δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστο), αξίζει να αναρωτηθούμε ποιο θα είναι τελικά το φορτίο που θα μας κληροδοτήσει αυτή η παρατεταμένη εμπειρία που μάθαμε να αποκαλούμε κρίση, και που στην ουσία της είναι ένα οξύ κοκτέιλ που συναποτελείται από ένα εντονότατο οικονομικό σοκ που ήρε όλες σχεδόν τις βεβαιότητές μας, μια ακραία πολιτική τοξικότητα κι ένα συνδυασμό ψυχολογικών δυσλειτουργιών, από την υστερία έως την κατατονία. Ποιες λοιπόν θα είναι οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της εμπειρίας αυτής;

Δεν είναι εύκολο να δοθεί μια καθαρή απάντηση στο ερώτημα αυτό. Θα είναι τα ίχνη της κρίσης επιδερμικά ή θα ριζώσουν βαθιά στην ψυχή μας; Είναι, για παράδειγμα, ενδεχόμενο, με το που θα ξεκινήσει (όταν ξεκινήσει…) η ανάκαμψη, να ξεχαστεί όλη αυτή η εμπειρία σαν ένας εφιάλτης. Οι άνθρωποι είναι ευπροσάρμοστα όντα και οι ψυχολόγοι κάνουν λόγο για το φαινόμενο που ο Ευάγγελος Παπανούτσος αποκαλούσε «αισιοδοξία της ανάμνησης» και που μας επιτρέπει να προσπερνάμε ή ακόμη και να ξεχνάμε τις πιο δυσάρεστες εμπειρίες μας. Από την άλλη πλευρά, όμως, γνωρίζουμε πως η εμπειρία της μεγάλης αμερικανικής Υφεσης του 1929-1939 σημάδεψε ανεξίτηλα μια ολόκληρη γενιά.

Φοβάμαι πως πλησιάζουμε επικίνδυνα, εάν δεν είμαστε ήδη μέσα, στο δεύτερο ενδεχόμενο, αυτό δηλαδή στο οποίο η εμπειρία της κρίσης μεταλλάσσει ριζικά τον χαρακτήρα μας ως έθνους. Ο κίνδυνος είναι, δηλαδή, να κυριαρχήσει ένας συνδυασμός δομικής απογοήτευσης και απόλυτης παραίτησης: να φέρουμε την ψυχοσύνθεσή μας στα μέτρα της δυσάρεστης πραγματικότητας, να αποκτήσει η ψυχή μας τα χαρακτηριστικά αυτών των μεταβιομηχανικών τοπίων που αποτυπώνει τόσο γλαφυρά ο Γιάννης Μπεχράκης στις φωτογραφίες του.

Το παράδειγμα των μετακομμουνιστικών χωρών που δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από το τέλμα μάς δίνει ένα μέτρο του τι περίπου είναι αυτό στο οποίο θα μοιάσουμε αν τα πράγματα πάρουν όντως μια τέτοια τροπή: γκρίζες, γερασμένες, παρακμιακές, ουσιαστικά νεκρές κοινωνίες που αποφέρουν μια έντονη οσμή αποσύνθεσης. Πραγματικά, δεν είναι εύκολο να περιγράψει κανείς με λόγια την αίσθηση αυτή, αλλά όσοι έχουν ταξιδέψει ή ζήσει εκεί αντιλαμβάνονται τι εννοώ.

Ελπίζω ολόψυχα τα πράγματα να μην είναι έτσι. Πως, ας πούμε, η ζωοδότρα δύναμη του ήλιου και της θάλασσας της Ελλάδας είναι τέτοια που θα μπορέσει να λειτουργήσει ως αντίβαρο στην τάση αυτή. Αλλά η αλήθεια είναι πως όσο περισσότερο παραμένουμε μέσα στο τέλμα στο οποίο βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή, τόσο πιο πολύ θα πλησιάζουμε σε μια τέτοιου είδους έκβαση.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή