Το Σύνταγμα και οι εξωκοινοβουλευτικοί πρωθυπουργοί

Το Σύνταγμα και οι εξωκοινοβουλευτικοί πρωθυπουργοί

3' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με άρθρο τους στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» (31 Οκτωβρίου 2015) οι καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου Φ. Σπυρόπουλος και Γ. Γεραπετρίτης, ενόψει του κωλύματος εκλογιμότητας που έχει ο εκ των υποψηφίων για την αρχηγία της Νέας Δημοκρατίας κ. A. Τζιτζικώστας, υποστήριξαν ότι, κατά το Σύνταγμα, αυτός αποκλείεται να λάβει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε περίπτωση που εκλεγεί αρχηγός, εφόσον δεν μπορεί να εκλεγεί βουλευτής. Κατά την άποψή τους, στην περίπτωση αυτή η Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος θα πρέπει να εκλέξει κάποιο μέλος της για την ανάθεση της διερευνητικής εντολής, με αποτέλεσμα το Σύνταγμα να «ανέχεται», λένε, έναν δυισμό μεταξύ του μη κοινοβουλευτικού αρχηγού του κόμματος και του κοινοβουλευτικού πρωθυπουργού.

Φυσικά το «ανέχεται» δεν είναι ακριβές. Κατά την άποψή τους, το Σύνταγμα επιβάλλει ασυμβίβαστο μεταξύ μη κοινοβουλευτικού αρχηγού κόμματος και πρωθυπουργού. Μολονότι στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα ο πρωθυπουργός είναι συνήθως μέλος του Κοινοβουλίου, είναι δύσκολο να δεχτεί κανείς ότι η ιδιότητα του βουλευτή αποτελεί απαράβατο όρο για τον διορισμό του. Το ίδιο το Σύνταγμα δεν αποκλείει τη δυνατότητα μη κοινοβουλευτικού πρωθυπουργού (περιπτώσεις Ξ. Ζολώτα και Λ. Παπαδήμου) κατά το στάδιο που έπεται των διερευνητικών εντολών. Οι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι ο διορισμός μη κοινοβουλευτικού πρωθυπουργού αποτελεί εξαίρεση, επιτρέπεται μόνο «ως τελευταίο καταφύγιο για τον σχηματισμό βιώσιμης πολιτικής κυβέρνησης». Ετσι όμως δημιουργείται το εξής παράδοξο: να μην επιτρέπεται να διορισθεί πρωθυπουργός ο εξωκοινοβουλευτικός αρχηγός κόμματος κατά τη φάση των διερευνητικών εντολών, να μην αποκλείεται, όμως, ο ίδιος να λάβει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης μετά το στάδιο των διερευνητικών εντολών.

Ο αποκλεισμός της δυνατότητας μη κοινοβουλευτικού πρωθυπουργού δεν είναι κάποια ήσσονος σημασίας συνταγματική ρύθμιση και φυσικά θα περίμενε κανείς να υπάρχει ρητή συνταγματική πρόβλεψη για το θέμα. Κι όμως τέτοια ρύθμιση δεν υπάρχει. Οι συγγραφείς τη συνάγουν διαβάζοντας το άρθρο 37 παρ. 4, όπως αναθεωρήθηκε το 1986, το οποίο προβλέπει ότι «στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ανατίθεται, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ή διερευνητική εντολή σε αρχηγό κόμματος, αν το κόμμα δεν έχει αρχηγό ή εκπρόσωπο, ή αν ο αρχηγός ή εκπρόσωπός του δεν έχει εκλεγεί βουλευτής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει την εντολή σ’ αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος». Θεωρούν ότι με τη διάταξη αυτή, που θεσπίστηκε με την αναθεώρηση του 1986, επήλθε, ας σημειωθεί, χωρίς καν κάποια συζήτηση, ανεπαισθήτως, μια τόσο σημαντική συνταγματική τροποποίηση που αφορούσε τoν θεσμό του πρωθυπουργού.

Το κύριο επιχείρημά τους είναι η διατύπωση της διάταξης: «Από τη διατύπωσή της […] και την ένταξή της στη μηχανική του κοινοβουλευτικού συστήματος και της κομματικής δημοκρατίας συνάγεται ότι αποσκοπεί εκείνος που λαμβάνει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ή τη διερευνητική εντολή να είναι βουλευτής. Αλλως, η διάταξη δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα…» Με άλλα λόγια θεωρούν ότι εμμέσως θεσπίζεται ο αποκλεισμός του μη κοινοβουλευτικού πρωθυπουργού, αλλιώς δεν έχει νόημα να επιβάλλεται πρόταση της κοινοβουλευτικής ομάδας όταν υπάρχει αρχηγός του κόμματος, ο οποίος θα μπορούσε να πάρει την εντολή. Δηλαδή διά της εις άτοπον απαγωγής, της μη ύπαρξης άλλου νοήματος, συνάγουν ότι θεσμοθετήθηκε μια τόσο σημαντική αλλαγή.

Σπάνια, όμως, οι διατυπώσεις είναι μονοσήμαντες, γι’ αυτό άλλωστε και η γραμματική ερμηνεία των κανόνων δεν οδηγεί μακριά.

Δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς διαφορετικό νόημα σε αυτήν τη διατύπωση από αυτό που προτείνουν οι συγγραφείς. Θα μπορούσε, π.χ., εύλογα να υποστηρίξει ότι σε περίπτωση μη εκλογής βουλευτή του αρχηγού ενός κόμματος, κάτι οπωσδήποτε ασυνήθιστο, δίνεται η δυνατότητα στην Κοινοβουλευτική Ομάδα που θα κληθεί να παράσχει ψήφο εμπιστοσύνης να επιβεβαιώσει αν θα προτείνει τον μη εκλεγέντα αρχηγό ή θα επιλέξει άλλο πρόσωπο για να λάβει την εντολή. Αν ο αρχηγός δεν έχει εκλεγεί βουλευτής, το Σύνταγμα επιτάσσει να υπάρχει πρόταση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Δεν υποστηρίζω ότι με αυτή την ερμηνεία η διάταξη καθίσταται σοφή, αλλά μου φαίνεται προτιμότερη από μια ερμηνεία που εμμέσως οδηγεί στη θεσμοθέτηση μιας σημαντικής οργανωτικής αρχής.

Κατά την άποψή μου, λοιπόν, το Σύνταγμα δεν φράζει στον κ. Α. Τζιτζικώστα τον δρόμο προς το ύπατο αξίωμα. Μόνο η φρόνηση των ψηφοφόρων μπορεί…

* Ο κ. Σταύρος Τσακυράκης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή