Η δύναμη των αριθμών

4' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η​​ συνεχιζόμενη καφκική δίωξη του κ. Γεωργίου της ΕΛΣΤΑΤ δεν μας δείχνει μόνον την απύθμενη επιθυμία πολλών συμπατριωτών μας «να ξορκίσουν το κακό», εθελοτυφλώντας για τα πραγματικά αίτια της κρίσης που συνεχίζει να μας ταλανίζει. Μας υπενθυμίζει επίσης τη δύναμη των αριθμών, των στοιχείων που χρησιμοποιούμε για να αξιολογήσουμε καταστάσεις και να λάβουμε αποφάσεις.

Το φερόμενο ως «έγκλημα» του κ. Γεωργίου ήταν η χρήση ορθών πρακτικών για την αποτύπωση του δημοσιονομικού μας ελλείμματος, η οποία ανέδειξε με επώδυνο τρόπο την επικίνδυνη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει τότε η Ελλάδα, μετά την ανεύθυνη και εγκληματικά επιπόλαιη διαχείριση του τέλους της προηγούμενης δεκαετίας. Η κωμικοτραγική αγωγή κατά του κ. Γεωργίου υποστηρίζει ότι η παραδοχή της αλήθειας σε αυτήν τη δύσκολη συγκυρία ζημίωσε την Ελλάδα, οδηγώντας την στο μνημόνιο, θεωρώντας ότι η συνέχιση της παραποίησης της αλήθειας θα μας είχε χαρίσει χρόνο και πιθανώς και οικονομικά οφέλη.

Αρκετοί άλλοι σχολιαστές, από αυτές τις στήλες, έχουν επισημάνει τον ανερμάτιστο στρουθοκαμηλισμό μιας τέτοιας άποψης. Αυτό όμως που δεν έχει λάβει ακόμη τη σημασία που του αρμόζει είναι η κατανόηση της δύναμης των αριθμών, όχι τόσο ως προς την είσοδό μας στην κρίση, όσο ως προς τη δυνητική έξοδό μας απ’ αυτήν.

Αν και κάποιοι αριθμοί ορίζουν την πολιτική μας ζωή, δυστυχώς δεν είναι αυτοί που πρέπει, αλλά μόνο όσοι ορίζονται από τις συμβατικές μας υποχρεώσεις. Η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει να ακολουθεί, στενά και μόνο, τους άμεσους και βραχυπρόθεσμους στόχους του Μνημονίου, οι οποίοι επικεντρώνονται στα έσοδα και στις δαπάνες του προϋπολογισμού. Η πολιτική συζήτηση και αυτή εστιάζει σε αυτούς τους αριθμούς, οι οποίοι επιτυγχάνονται συχνά με σημαντικότατο οικονομικό κόστος, δυναμιτίζοντας τις μεσοπρόθεσμες δυνατότητες της οικονομίας. Ακόμη χειρότερα, είτε από άγνοια είτε από πρόθεση, παραβλέπουμε την εξέλιξη των σημαντικότερων δεικτών, αυτών που δείχνουν πώς προχωρούν η οικονομία αλλά και η κυβέρνηση:

Πρώτον, στο επίπεδο του χρέους, συνεχίζουμε να κοιτάμε τους λάθος αριθμούς. Η αναφορά στον όρο χρέος ως προς το ΑΕΠ είναι, όσο παράδοξο και αν ακούγεται αυτό, αποπροσανατολιστική και αντιπαραγωγική.

Το χρέος δεν είναι πληρωτέο σήμερα, αλλά ένα ποσό το οποίο έχουμε υποσχεθεί να επιστρέψουμε στο μέλλον, το κόστος του οποίου επηρεάζεται από το επιτόκιο και τη διάρκεια του δανείου. Αρα πρέπει να το υπολογίζουμε σε «τρέχουσα» (δηλ. σημερινή) αξία, όπως κάνουν και οι επιχειρήσεις που ακολουθούν τους διεθνείς κανόνες λογιστικής IPSAS/IFRS. Τόσο το δεύτερο όσο και (κυρίως) το τρίτο Μνημόνιο ενείχε ήδη σημαντική ελάφρυνση του χρέους σε όρους τρέχουσας αξίας με βάση τους διεθνείς αυτούς κανόνες λογιστικής και το κόστος κεφαλαίου της Ελλάδας είναι σήμερα χαμηλό – ένα σημαντικό πλεονέκτημα που μας διαφεύγει. Το παράδοξο είναι ότι αντί να διαφημίζουμε ως χώρα τα πλεονεκτήματα του χρέους μας (τα οποία θα αυξηθούν από περαιτέρω αναδιάρθρωση και reprofiling) συνεχίζουμε να φοβίζουμε την επενδυτική κοινότητα. Επίσης, όσο πλησιάζει η όποια έξοδός μας στις αγορές, θα πρέπει να εστιάζουμε στις αποδόσεις του δημοσίου χρέους.

Δεύτερον, κανείς δεν κοιτά τις συνολικές αποδόσεις του ελληνικού Δημοσίου ως διαχειριστή της περιουσίας του ελληνικού λαού. Θα έπρεπε να παρακολουθούμε όχι μόνον το έλλειμμα της κυβέρνησης ή τη σχέση εξόδων/εσόδων και την απόκλιση από τους στόχους του Μνημονίου, αλλά και το πώς η κυβερνητική πολιτική επηρεάζει την επίδοση της περιουσίας που διαχειρίζεται το Δημόσιο, συμπεριλαμβανομένων μετοχών που κατέχει (π.χ. τραπεζικών μετοχών), ακινήτων κ.λπ. Μια τέτοια ανάλυση θα κατεδείκνυε ότι η παράλογη διαπραγμάτευση Τσίπρα/Βαρουφάκη εξαφάνισε πλέον των 30 δισεκατομμυρίων ευρώ σε απώλεια περιουσίας του ελληνικού λαού από την κατάρρευση των τραπεζών, χωρίς καν να συνυπολογίζουμε τις οικονομικές επιπτώσεις των capital controls ή την απώλεια χρηματιστηριακής αξίας για τους ιδιώτες επενδυτές. Οπως και να έχει, πρέπει να αρχίσουμε να αξιολογούμε τη συνολική διαχειριστική ικανότητα της κυβέρνησης.

Τρίτον, και σημαντικότερο, συνεχίζουμε να μην έχουμε δείκτες επιδόσεων σε κάθε τομέα πολιτικής, από την Υγεία και την Παιδεία στην Κοινωνική Προστασία και στο Περιβάλλον. Χωρίς πραγματικά στοιχεία, χωρίς γνώση για το ποια είναι η επίδοση των υπουργείων και οργανισμών, η χώρα συνεχίζει να πορεύεται χωρίς ουσιαστικό έλεγχο. Καράβι ανερμάτιστο, χωρίς ιδέα για το τι χειροτερεύει, τι βελτιώνεται και από πού μπάζει νερά, συνεχίζουμε την τυφλή μας πορεία και αδυνατούμε να ελέγξουμε τους άρχοντες. Ακόμη χειρότερο, η έλλειψη στοιχείων επιτρέπει στους πολιτικούς να αερολογούν αποφεύγοντας την πραγματικότητα.

Η έλλειψη αξιόπιστων στοιχείων, σε μια χώρα με αμφίβολο επίπεδο δημοσιογραφίας και με χαλιναγωγούμενα/κρατικώς κατευθυνόμενα ΜΜΕ, επιτρέπει στους πολιτικούς να υποκαθιστούν την αντικειμενική παρακολούθηση και αξιολόγηση της πραγματικότητας με γενικολογίες και εξαγγελίες, οι οποίες δεν είναι μετρήσιμες και δεν παρακολουθούνται. Δυστυχώς, η Ελλάδα έχει μείνει πολύ πίσω στις μνημονιακές της υποσχέσεις για καλύτερα δεδομένα στη Δημόσια Διοίκηση. Η σημερινή κυβέρνηση αντιμάχεται ακόμη και το απαραίτητο Ψηφιακό Οργανόγραμμα του Δημοσίου, ευνουχίζοντάς το στο νομοσχέδιο για την

Κινητικότητα, όπως φαίνεται στη διαβούλευση του Ιουλίου, ώστε να μην ξέρουμε καν ποιος είναι υπεύθυνος πού, και πόσοι πραγματικά είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι…

Η έμφαση στους αριθμούς και την παρακολούθησή τους θα πρέπει να αποτελέσει κεντρική επιλογή όσων θέλουν να λογίζονται ως μεταρρυθμιστές, όπου και αν βρίσκονται στην πολιτική σκηνή. Ειδικά δε ο κ. Μητσοτάκης έχει συμφέρον να εστιάσει στην παρακολούθηση των σωστών δεικτών όχι μόνο για τη διαμόρφωση αποτελεσματικής αντιπολιτευτικής πολιτικής, αλλά και για τον μετασχηματισμό του κόμματός του. Η εξουσία είναι γλυκιά και όποιος τη γεύεται προτιμά τις μεγαλόστομες ιστορίες από την επίτευξη μετρήσιμου αποτελέσματος. Ο μόνος τρόπος να πειθαρχηθούν οι κομματικές δομές, είναι να αξιολογούμε την πορεία κάθε πολιτικής, παρακολουθώντας την επίτευξη συγκεκριμένων αποτελεσμάτων. Παρότι οι πολίτες αντιλαμβάνονται το μέγεθος του προβλήματος από την αδυσώπητη καθημερινότητα, χωρίς σωστά νούμερα δεν θα μπορέσουμε να πάμε πουθενά.

*Ο κ. Μιχ. Γ. Ιακωβίδης κατέχει την Εδρα Επιχειρηματικότητας και Καινοτομίας Sir Donald Gordon στο London Business School και είναι Visiting Scholar στη New York Fed.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή