Προϋποθέσεις για να γίνει η Ελλάδα ελκυστική στις επενδύσεις

Προϋποθέσεις για να γίνει η Ελλάδα ελκυστική στις επενδύσεις

4' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τ​​ην τελευταία δεκαετία η Ελλάδα πέρασε τη μεγαλύτερη κρίση της πρόσφατης ιστορίας της. Η διάρκεια και το μέγεθος της κρίσης επιδεινώθηκαν από την άρνησή μας να αποδεχθούμε έγκαιρα το πρόβλημα, να αναγνωρίσουμε τις αιτίες του και να υλοποιήσουμε αποφασιστικά τις αναγκαίες και ρεαλιστικές λύσεις.

Η οικονομική κατάσταση σαφώς βελτιώνεται σήμερα, έπειτα από πολλά χρόνια διστακτικότητας και καθυστερήσεων. Οι πρόσφατες τάσεις των οικονομικών δεικτών είναι θετικές και οι κίνδυνοι περιορίζονται, ιδιαίτερα μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος.

Ωστόσο, μένουν να αντιμετωπιστούν κρίσιμες προκλήσεις. Η ανεργία και η φτώχεια παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους αμφισβητείται. Το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί τροχοπέδη για την αποκατάσταση της υγιούς λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος, ενώ οι ιδιωτικές επενδύσεις έχουν καταρρεύσει σε πρωτοφανή για την Ευρώπη επίπεδα, κοντά στο 11% του ΑΕΠ. Η διατήρηση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων υπονομεύουν την επανεκκίνηση της αναπτυξιακής διαδικασίας.

Ανάλογη επίπτωση έχουν και οι υπερβολικά υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, που τροφοδοτούν τη φοροδιαφυγή και υπονομεύουν την παραγωγική δραστηριότητα και τις επενδύσεις. Τέλος, το μη φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον και οι καθυστερήσεις στις ιδιωτικοποιήσεις αποθαρρύνουν τις αναγκαίες ξένες επενδύσεις.

Χρειάζεται άμεσα αξιόπιστη οικονομική πολιτική. Στόχος είναι να βελτιώσουμε την εμπιστοσύνη των αγορών και της κοινωνίας στις προοπτικές της χώρας και να κερδίσουμε το στοίχημα της επιστροφής σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.

Οι ελληνικές επιχειρήσεις υπέστησαν τεράστια πίεση στη διάρκεια της κρίσης. Καταγράφηκε δραματική μείωση της ζήτησης και του τζίρου των επιχειρήσεων, που προσέγγισε σε ορισμένους κλάδους το 80%-90% (π.χ. τσιμεντοβιομηχανία, λιανικό εμπόριο, εισαγωγές αυτοκινήτων), ασφυκτικές συνθήκες ρευστότητας, υψηλό κόστος δανεισμού, αλλά κυρίως περιορισμένη πρόσβαση στις διεθνείς χρηματαγορές. Σημειώθηκε επίσης μία χωρίς προηγούμενο μείωση των διεθνών πιστώσεων για εισαγωγές αγαθών, ενδιάμεσων προϊόντων και πρώτων υλών. Διαμορφώθηκαν αντιπαραγωγικοί υψηλότεροι φορολογικοί συντελεστές στις συναλλαγές (π.χ. ΦΠΑ), αλλά και στους παραγωγικούς συντελεστές (π.χ. ΕΝΦΙΑ στα βιομηχανικά ακίνητα), ενώ πρωτοφανής ήταν η χαλάρωση των συναλλακτικών ηθών και του κινδύνου αντισυμβαλλομένου. Παράλληλα, κατέρρευσαν οι τιμές των κινητών και ακινήτων αξιών και σημειώθηκε δραματική επιδείνωση του οικονομικού κλίματος, των καταναλωτικών προσδοκιών και της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό. Η αξιοσημείωτη μείωση του κόστους εργασίας δεν ήταν τελικά επαρκής για να αντισταθμίσει το μέγεθος και τη διάρκεια των παραπάνω σημαντικών αρνητικών εξελίξεων.

Οι επιχειρήσεις που άντεξαν αυτή την πρωτοφανή κρίση ήταν εκείνες που είχαν κυρίως εξαγωγικό προσανατολισμό, χαμηλό βαθμό δανεισμού και επαρκή ρευστότητα, που αναδιάρθρωσαν έγκαιρα την παραγωγική τους δομή προς διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και εξορθολόγισαν το κόστος λειτουργίας τους, που αποεπένδυσαν ταχύτατα από φθίνουσες δραστηριότητες και επένδυσαν ίδια κεφάλαια στο μέλλον της επιχείρησής τους. Οι ελληνικές τράπεζες, παρά τα δικά τους σημαντικά προβλήματα, στήριξαν τις βιώσιμες επιχειρήσεις στις δύσκολες μέρες, κυρίως με ρυθμίσεις και αναδιαρθρώσεις υποχρεώσεων.

Οι επιχειρήσεις που επιβίωσαν βγαίνουν σήμερα πιο δυνατές, πιο έμπειρες, χωρίς εξάρτηση από τις κρατικές δουλειές και προμήθειες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι υγιείς μεγάλες επιχειρήσεις δανείζονται σήμερα χωρίς εξασφαλίσεις από τις κεφαλαιαγορές, με ανταγωνιστικούς όρους – κάτι που δεν έχουν κατορθώσει ακόμη οι τράπεζες και το Δημόσιο, παρά μόνο σε περιορισμένο βαθμό.

Οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης και ρόλο για να βγει οριστικά η χώρα από την κρίση. Το θέμα της αξιοπιστίας της χώρας και της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των αγορών στις προοπτικές της αφορά και τον ιδιωτικό τομέα.

Πρέπει να συμβάλουμε και εμείς στη διαμόρφωση ενός θετικότερου κλίματος. Παρά τις όποιες βελτιώσεις, η χώρα δεν θα εξέλθει της κρίσης με τον ιδιωτικό τομέα να απέχει της επενδυτικής δραστηριότητας, με τη ρευστότητα σε αδρανείς ή κερδοσκοπικές τοποθετήσεις.

Η ελληνική επιχειρηματικότητα χρειάζεται να επενδύσει στο παραγωγικό μέλλον της χώρας, συμβάλλοντας στην εξυγίανση των προβληματικών επιχειρήσεων και κλάδων, υλοποιώντας μια σύγχρονη πολιτική κοινωνικής ευθύνης και εταιρικής διακυβέρνησης και αξιοποιώντας τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες. Υπάρχουν σήμερα δεκάδες ελληνικές επιχειρήσεις, αν όχι εκατοντάδες, με σαφή αναπτυξιακό προσανατολισμό και με εδραιωμένο όνομα στην εγχώρια και διεθνή αγορά, που αξιοποιούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Πρέπει να αποτελέσουν τον νέο πυλώνα της ελληνικής επιχειρηματικότητας, δημιουργώντας θέσεις εργασίας, με σύγχρονη διοίκηση που σέβεται τα εργασιακά δικαιώματα, το περιβάλλον, τους θεσμούς.

Η νέα ελληνική επιχειρηματικότητα δεν χρειάζεται κρατικά δεκανίκια και προστασία από τον ανταγωνισμό. Χρειάζεται απλά πράγματα, που καθιστούν μια χώρα ελκυστική για υποψήφιους επενδυτές:

1. Σταθερό πολιτικό και οικονομικό κλίμα. 2. Προβλέψιμη οικονομική πολιτική. 3. Αποτελεσματικούς θεσμούς, ιδιαίτερα εποπτείας, δικαιοσύνης, δημόσιας διοίκησης.

4. Ανταγωνιστικούς φορολογικούς συντελεστές. 5. Ικανοποιητικές υποδομές, συμπεριλαμβανομένων των τηλεπικοινωνιών και των ψηφιακών δυνατοτήτων. 6. Σύγχρονη παιδεία και έρευνα, διασυνδεδεμένες με την παραγωγική διαδικασία. 7.Ξεκάθαρους κανόνες αναφορικά με τη χρήση γης, το περιβάλλον, τη χωροταξία. 8. Ανοικτές ανταγωνιστικές αγορές. 9. Ισχυρό και αξιόπιστο τραπεζικό σύστημα. 10. Ολοκληρωμένο, μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό σχέδιο.

Η χώρα μας βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Ας προχωρήσουμε αποφασιστικά, πέρα και πάνω από ιδεολογικές εμμονές, αδιέξοδες αναμετρήσεις και λαϊκιστικές προσεγγίσεις, σε μια νέα αναπτυξιακή πορεία και σε αποκατάσταση της διεθνούς μας εικόνας. Ας αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις μέσα από την άνθηση της επιχειρηματικότητας και των ιδιωτικών επενδύσεων και ας διαμορφώσουμε μια σύγχρονη πολιτική ευκαιριών και προστασίας για τα ασθενέστερα στρώματα. Ολοι έχουμε να ωφεληθούμε από την επιτυχία μας.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Καραφωτάκης είναι CEO του ομίλου Εταιρειών Olympia.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή