Το φάσμα του «αποδημοκρατισμού»

Το φάσμα του «αποδημοκρατισμού»

2' 56" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μ​​ία από τις πιο ανησυχητικές πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων ετών είναι η υποχώρηση των δημοκρατικών θεσμών σε χώρες που είτε είχαν μπει στη διαδικασία του εκδημοκρατισμού, όπως η Ρωσία ή η Τουρκία, είτε έμοιαζαν να έχουν παγιοποιήσει τους δημοκρατικούς τους θεσμούς, όπως πρόσφατα η Πολωνία. Ανάμεσα στις δεύτερες, κεντρικό ρόλο κατέχει η Ουγγαρία, που έχει μπει στο μονοπάτι του «αποδημοκρατισμού» από το 2010. Η εμπειρία της παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με τη χώρα μας, αλλά και σημαντικές διαφορές.

Οπως και στις άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η πτώση του κομμουνισμού προσέφερε στους Ούγγρους την προοπτική ενός καλύτερου μέλλοντος. Παρά το γεγονός πως η προοπτική αυτή πραγματώθηκε σε σημαντικό βαθμό, η μετάβαση αυτή υπήρξε δύσκολη και επίπονη. Το 2010 κατέρρευσε το μετακομμουνιστικό κομματικό σύστημα και επικράτησε με συντριπτική πλειοψηφία (54% των ψήφων και 2/3 των βουλευτικών εδρών) το κόμμα Fidesz του Βίκτορ Ορμπαν. Το 2014, επανέλαβε τον εκλογικό του θρίαμβο, εξασφαλίζοντας μια εξίσου ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Την πλειοψηφία αυτή χρησιμοποίησε για να θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο συστηματικής υπονόμευσης των δημοκρατικών θεσμών της χώρας έτσι ώστε να μακροημερεύσει στην εξουσία επιβάλλοντας ένα είδος «εκλογικής δικτατορίας».

Μεταξύ άλλων, ο Ορμπαν επέβαλε ασφυκτικό κομματικό έλεγχο στον κρατικό μηχανισμό, εξουδετέρωσε την ανεξαρτησία του ανώτατου συνταγματικού δικαστηρίου, άλλαξε τον εκλογικό νόμο για να ευνοηθεί το κόμμα του και αναθεώρησε ριζικά το σύνταγμα. Παράλληλα, σε συνεργασία με φιλικά προσκείμενους επιχειρηματίες, ανέτρεψε το μιντιακό τοπίο, επιβάλλοντας το κλείσιμο εφημερίδων που δεν τον στήριζαν και ελέγχοντας τη ροή της πληροφορίας, ενώ προχώρησε στην κρατικοποίηση πολλών μεγάλων επιχειρήσεων. Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, χειραγώγησε την κοινωνία των πολιτών θέτοντας τις επαγγελματικές οργανώσεις υπό τον έλεγχό του, ενώ πρόσφατα επεδίωξε να τιθασεύσει και το φημισμένο ιδιωτικό Πανεπιστήμιο της Κεντρικής Ευρώπης.

Ο ασφυκτικός έλεγχος της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, σε συνδυασμό με τις κακές οικονομικές επιδόσεις, οδήγησε σε μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας (το «καυτό φθινόπωρο» του 2014), που όμως δεν έχουν μεταφραστεί έως τώρα σε απτό εκλογικό αποτέλεσμα – για τέσσερις κυρίως λόγους. Κατ’ αρχάς, η κυβέρνηση Ορμπαν χρησιμοποιεί έναν έντονο λαϊκίστικο και πολωτικό λόγο που ταιριάζει με τα εθνικιστικά ένστικτα πολλών Ούγγρων, χαρακτηρίζοντας τους αντιπάλους της προδότες και πουλημένους στους ξένους και τους Ευρωπαίους. Ο δεύτερος είναι πως μετέρχεται κάθε βρώμικου μέσου για να διαβάλλει τους αντιπάλους του. Ο τρίτος είναι η πολυδιάσπαση της δημοκρατικής αντιπολίτευσης σε πέντε μικρά και αντιμαχόμενα κόμματα και η άνοδος του ακροδεξιού κόμματος Jobbik ως δήθεν γνήσιου εκφραστή των αξιών της κυβέρνησης. Τέλος, η αποσάθρωση της μεσαίας τάξης λόγω οικονομικής δυσπραγίας και η επικράτηση μιας γενικευμένης απάθειας συμπληρώνουν την απογοητευτική εικόνα της Ουγγαρίας.

Οι ομοιότητες της Ουγγαρίας με τη χώρα μας βγάζουν μάτι. Οπως στην Ουγγαρία, έτσι και στην Ελλάδα, ένα λαϊκίστικο κόμμα πάτησε πάνω στην αποτυχία του πολιτικού κατεστημένου και επιχείρησε να χειραγωγήσει το κράτος, το δικαστικό σύστημα, τα ΜΜΕ και την κοινωνία. Οπως στην Ουγγαρία, έτσι και στην Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ ενισχύει μια κάστα φιλικών προς αυτόν επιχειρηματιών και χρησιμοποιεί έναν βρώμικο επικοινωνιακό πόλεμο εναντίον των αντιπάλων του. Ομως, αντίθετα με τον Ορμπαν, που πέτυχε να υλοποιήσει τα σχέδιά του, ο Τσίπρας απέτυχε για μια σειρά λόγους: τα εκλογικά του ποσοστά ήταν μικρά, το ασφυκτικό πλαίσιο του μνημονίου περιόρισε την ελευθέρια κινήσεών του, η Δικαιοσύνη αντέδρασε όταν έπρεπε και η αντιπολίτευση κατάφερε να ανασυγκροτηθεί και να επανέρθει στο προσκήνιο.

Ομως, το ότι η κυβέρνηση απέτυχε έως τώρα να χειραγωγήσει την ελληνική κοινωνία και να υπονομεύσει τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών δεν σημαίνει πως δεν προσπάθησε και πως δεν θα ξαναπροσπαθήσει στο μέλλον. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η επαγρύπνηση όλων μας.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή