Ερ. Λιούις: «Τοξικά προϊόντα σχεδιασμένα να αποτύχουν πωλούσε η Goldman Sachs»

Ερ. Λιούις: «Τοξικά προϊόντα σχεδιασμένα να αποτύχουν πωλούσε η Goldman Sachs»

3' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Ερικ Λιούις, συνεταίρος στη νομική εταιρεία Lewis Baach της Ουάσιγκτον, πέτυχε μία δικαστική νίκη έναντι της Goldman Sachs που κρίθηκε ένοχη για τα τοξικά προϊόντα που πωλούσε στους πελάτες της. Το δικαστήριο έκρινε ότι τα «ψιλά γράμματα» δεν ήταν αρκετά για να την προφυλάξουν από αστικές ευθύνες. «Είναι σημαντικό διότι η Goldman Sachs είναι ένα σύμβολο όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και διεθνώς. Αυτό που βλέπω με πολλούς πελάτες σε όλον τον κόσμο είναι ότι όταν η Goldman Sachs τους τηλεφωνούσε προσφέροντας προϊόντα, αισθάνονταν ότι ήταν τιμή τους που ήθελε να κάνει μπίζνες μαζί τους», λέει σε συνέντευξή του στην «Κ».

Η Goldman Sachs, εξηγεί, αξιοποίησε τη φήμη της ώστε να προωθήσει πολύ κερδοφόρους τίτλους στεγαστικών δανείων, που έβγαζε στην αγορά με την καλύτερη αξιολόγηση ΑΑΑ ενώ ήταν επικίνδυνοι. «Αυτό που έκανε είναι ότι πωλούσε τίτλους που γνώριζε ότι ήταν καταδικασμένοι, ήταν σχεδιασμένοι για να αποτύχουν, τους χρηματοδοτούσε και στοιχημάτιζε εναντίον τους. Βασικά πωλούσαν εισιτήρια για τη χθεσινή ιπποδρομία. Βρήκαμε εσωτερικές επικοινωνίες που έλεγαν ότι αυτή είναι «χάλια συμφωνία». Πωλούσαν κάτι που έμοιαζε με ομόλογα, ενώ ήταν χαμένα στοιχήματα».

Οχι τυχαία, λέει ο κ. Λιούις, ένας μεγάλος όγκος αυτών των προϊόντων κατευθύνθηκε στην ευρωπαϊκή αγορά. «Ηθελαν τράπεζες που ήταν αρκετά εκλεπτυσμένες στον χώρο τους, αλλά που δεν καταλάβαιναν μία αγορά που ήταν πολύ αδιαφανής και περίπλοκη». Η πολυπλοκότητα είναι άλλωστε «ένα πολύ καλό εργαλείο για να κρύψει κανείς τον κίνδυνο», σημειώνει. Πλέον, ανησυχεί για πιθανή «φούσκα» στο 1 τρισ. δολάρια τιτλοποιημένων σπουδαστικών δανείων, γνωστών ως SLABS, που πωλούνται σε όλο τον κόσμο. «Πιθανώς τράπεζες στην Ελλάδα να τα αγοράζουν», λέει χαρακτηριστικά.

Ο κ. Λιούις θεωρεί ότι όταν τα σπουδαστικά δάνεια τιτλοποιούνται, «γίνονται το ίδιο με τα στεγαστικά δάνεια». Ισως δε να είναι ακόμη πιο επικίνδυνα, διότι ένα πτυχίο δεν είναι το ίδιο με ένα σπίτι που μπαίνει ενέχυρο, δεν υπάρχει καμία εγγύηση. Οπως λέει, και τα δύο αποτελούν υπόσχεση του αμερικανικού ονείρου: «Το αμερικανικό όνειρο είναι να έχεις το δικό σου σπίτι και πιστεύαμε ότι όλοι θα πληρώνουν το δάνειο και θα είναι ευτυχισμένοι. Σήμερα πιστεύουμε ότι όλοι πρέπει να πηγαίνουν στο πανεπιστήμιο ώστε να βρουν μία καλύτερη δουλειά και να αποπληρώσουν το σπουδαστικό τους δάνειο. Αν όμως δεν βρουν δουλειά, δεν μπορούν να αποπληρώσουν το δάνειό τους και τότε τα ποσοστά χρεοκοπίας αυξάνονται και τα ομόλογα πέφτουν».

Οπως προειδοποιεί, οι επενδυτές πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί: «Τα δομημένα προϊόντα δεν είναι το ίδιο με την αγορά ομολόγων, είναι μία μοχλευμένη αγορά που έχει περισσότερο κίνδυνο από τις μετοχές». Ούτε οι ισολογισμοί των τραπεζών μπορούν να αντέξουν μεγάλη έρευνα «διότι έχουν ακόμη πολλούς σκελετούς στα βιβλία τους, καθώς το εύρος των ζημιών δεν έχει αναγνωριστεί στην αγορά ακινήτων». Ο κ. Λιούις παρατηρεί «μία συλλογική αμνησία», καθώς αν οι επόπτες αναγνωρίσουν τις ζημίες στους ισολογισμούς, θα έχουν μεγαλύτερο τραπεζικό πρόβλημα από αυτό που μπορούν να διαχειρισθούν: «Αν υπάρξει ένα σοκ στα επιτόκια, θα δείτε δυσκολίες όχι μόνο στη Νότια Ευρώπη, αλλά παγκοσμίως».

Στο ερώτημα πού εισέρχεται ο νόμος, απαντάει ότι «χρειάζεται ένα ισχυρό σύστημα Δικαιοσύνης». Θεωρεί ότι το Ποινικό Δίκαιο αποδείχθηκε αποτυχημένο, καθώς «δεν υπάρχουν καταδίκες. Ακούει κανείς επιχειρήματα ότι αν καταδικάζαμε μία τράπεζα, θα ήταν οικονομικά κακό ή ότι δεν είναι νόμιμο ή ότι θα χάναμε. Πρέπει όμως να είσαι διατεθειμένος να πας σε δίκη και να χάσεις». Οσο για το εποπτικό σύστημα, «είναι ανεπαρκές και δύσκολα θα βελτιωθεί. Αν αυτή η κρίση δεν προκάλεσε ριζική αλλαγή, δεν είμαι σίγουρος τι θα το καταφέρει». Τι μπορεί να κάνει κανείς, λοιπόν; «Μένει αυτό που κάνουμε εμείς, δηλαδή η χρήση του αστικού κώδικα, διότι οι ιδιώτες είναι οι μόνοι που είναι διατεθειμένοι να κυνηγήσουν τις Goldman Sachs του κόσμου. Το καλό με την κρίση είναι ότι πολλοί μεγάλοι παίκτες επλήγησαν, έχει λοιπόν κανείς τράπεζες να μηνύουν άλλες τράπεζες» και ούτω καθ’ εξής.

Ολα για την προστασία της αξιοπιστίας

Ενα εμπόδιο είναι ότι πολλά από τα πιστωτικά ιδρύματα που επλήγησαν αντί να αναγνωρίσουν πόση ζημία έπαθαν, προτιμούν να μην πουν τίποτε. Οι τράπεζες που έμειναν με τοξικά προϊόντα, ή το κράτος που τις έχει αναλάβει, «θα πρέπει να δουν το χαρτοφυλάκιό τους κατάματα και να εξετάσουν τις επιλογές που έχουν. Λογιστικά, αν μηνύσεις, είσαι αναγκασμένος να αναγνωρίσεις τη ζημία, γι’ αυτό και αρκετά ιδρύματα προτιμούν να πλανώνται ότι είναι αξιόχρεα από το να αναζητήσουν τα λεφτά τους πίσω δικαστικώς. Αυτό αφορά και τα ασφαλιστικά ταμεία που επένδυσαν σε δομημένα ομόλογα». «Είναι ειρωνικό», τονίζει, «ότι αυτά τα προϊόντα προωθούνταν ως τόσο ασφαλή όσο τα γραμμάτια του αμερικανικού κράτους και πωλούνταν σε όσους αναζητούσαν ανθεκτικά χαρτοφυλάκια. Θα ήταν καλύτερα να πάνε στο καζίνο και να βάλουν όλα τους τα λεφτά στο κόκκινο», καταλήγει. Το γεγονός ότι υπάρχει ο σοβαρός κίνδυνος η ιστορία να επαναληφθεί στο προσεχές μέλλον, αυτή τη φορά με τα σπουδαστικά δάνεια, κάνει την υπόθεση να παίρνει πλέον τις διαστάσεις ενός πραγματικού εφιάλτη…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή