«Τεισία, τι κάνεις, τρελάθηκες; Μπαζώνεις το ρέμα;» – σε ελεύθερη μετάφραση

«Τεισία, τι κάνεις, τρελάθηκες; Μπαζώνεις το ρέμα;» – σε ελεύθερη μετάφραση

Κύριε διευθυντά

Οι φονικές πλημμύρες στη Δυτική Αττική –φονικές εξαιτίας των μπαζωμένων ρεμάτων στην περιοχή βεβαίως– μου έφεραν στον νου έναν ιδιωτικό λόγο του Δημοσθένη (55: Προς Καλλικλέα περί χωρίου βλάβης), όπου ένας Αθηναίος πηγαίνει στα δικαστήρια τον γείτονά του με την κατηγορία ότι, μπαζώνοντας το ρέμα που σχεδόν χώριζε τις περιουσίες τους, προξένησε μεγάλες ζημιές στο χωράφι του έπειτα από μια ιδιαίτερα δυνατή βροχή. Ο λόγος γράφεται για λογαριασμό του κατηγορουμένου Τεισία, ο οποίος υποστηρίζει ότι, αν υπήρξε μπάζωμα, αυτό έγινε από τον πατέρα του πριν από 15 τόσα χρόνια, και σε όλο αυτό το διάστημα, κατά το οποίο δεν έλειπαν φυσικά οι ραγδαίες βροχές, ο πατέρας του μηνυτή δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ, αλλά ούτε επιχείρησε να εμποδίσει τον δικό του πατέρα στην αρχή, τότε δηλαδή που υποτίθεται ότι έκτισε το ρέμα. Κανονικά όμως, ισχυρίζεται, αυτό έπρεπε να είχε γίνει. Βλέποντας να μπαζώνεται το ρέμα, να πάει αγανακτισμένος στον πατέρα μου και να του πει: «Τεισία, τι είναι αυτά που κάνεις; Κτίζεις το ρέμα; Αλλά έτσι το νερό της βροχής θα πλημμυρίσει το χωράφι μου». (§ 5: Τεισία, τι ταύτα ποιείς; αποικοδομείς την χαράδραν; Είτ’ εμπεσείται το ύδωρ εις το χωρίον το ημέτερον). Ετσι ώστε ή να σταματούσε ο πατέρας μου το μπάζωμα και να μην υπήρχε τώρα αυτή η προστριβή μεταξύ μας ή, αν αδιαφορούσε και γινόταν αυτό που έγινε τώρα, να είχες μάρτυρες της τότε διαμαρτυρίας του πατέρα σου. Κι έπρεπε βέβαια να έδειχνες σε όλους αυτό το ρέμα, ώστε να αποδείκνυες το άδικο του δικού μου πατέρα στην πράξη και όχι μόνο στα λόγια όπως τώρα. Τίποτε όμως από αυτά δεν θεωρήσατε σκόπιμο να κάνετε τότε.

Στην πραγματικότητα, συνεχίζει ο Τεισίας, δεν υπήρχε κανένα ρέμα, αλλά αυτό που χώριζε τις περιουσίες μας ήταν ένας δημόσιος δρόμος. Επειδή όμως βρισκόμαστε σε πλαγιά βουνού, όταν έβρεχε, το νερό έπεφτε και στον δρόμο και στα χωράφια μας. Επειδή όμως στον δρόμο το νερό έβρισκε μερικές φορές εμπόδια και δεν μπορούσε να φεύγει ελεύθερα, εκτρεπόταν αναγκαστικά στα γύρω χωράφια και τα πλημμύριζε. Βλέποντας, λοιπόν, ο πατέρας μου τις ζημιές που προκαλούσαν αυτές οι πλημμύρες στο χωράφι του, το περιέφραξε με μια ξερολιθιά (§ 11: την αιμασιάν περιωκοδόμησε ταύτην). Κανένα ρέμα, επομένως, δεν τον έβλαψε επειδή μπαζώθηκε, όπως με συκοφαντεί ο Καλλικλής, διότι στο μέρος αυτό υπήρχαν άλλωστε διάφορα δέντρα, αμπέλια και συκιές, πριν ακόμη κτίσει ο πατέρας μου τη μάντρα, κι επιπλέον ένα παλιό οικογενειακό νεκροταφείο προτού αγοράσει καν το χωράφι. Είναι δυνατόν να υπήρχαν όλα αυτά μέσα σ’ ένα ρέμα;

Δεν χρειάζεται να επεκταθώ στα υπόλοιπα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ο κατηγορούμενος για να υπερασπιστεί τον εαυτό του και ν’ αποφύγει την καταβολή μιας τεράστιας αποζημίωσης που διεκδικεί ο κατήγορος. Θα αναφέρω όμως ότι, περνώντας στην αντεπίθεση, κατηγορεί τον μηνυτή του ότι ο ίδιος ευθύνεται που πλημμύρισε το χωράφι του, γιατί, ενώ σήκωσε κι αυτός μάντρα για να προστατεύσει την περιουσία του από τα νερά της βροχής, την έκτισε πάνω στον δημόσιο δρόμο, ώστε να φέρει τα δέντρα που υπήρχαν σε αυτόν μέσα στο δικό του χωράφι, αλλά κάνοντάς τον έτσι στενότερο (§ 22: εξημάρτηκε, πρώτον μεν την οδόν στενοτέραν ποιήσας, εξαγαγών έξω την αιμασιάν, ίνα τα δένδρα της οδού ποιήσειεν είσω). Επιπλέον, πέταξε όλα τα άχρηστα οικοδομικά υλικά και άλλα απορρίμματα στον δρόμο, με αποτέλεσμα να ανεβάσει την επιφάνειά του κι έτσι να κάνει ευκολότερη την εκτροπή του νερού στο χωράφι του.

Ολα τα παραπάνω μαρτυρούν ότι σε πολλά πράγματα η νοοτροπία, η συμπεριφορά, και οι συνήθειες των προγόνων μας δεν ήταν πολύ διαφορετικές από τις αντίστοιχες δικές μας. Αλλά υπάρχει και μια αξιοσημείωτη διαφορά. Μολονότι η έκβαση αυτής της δίκης δεν μας είναι γνωστή και, επομένως, δεν ξέρουμε αν η κατηγορία που αντιμετώπιζε ο πελάτης του Δημοσθένη ήταν πραγματική ή προσχηματική, για να αποσπάσει ο μηνυτής εκβιαστικά χρήματα ή γη από τον κατηγορούμενο, το αδιαφιλονίκητο γεγονός είναι ένα: στην αρχαιότητα, ένας ιδιώτης διώκει δικαστικά τον γείτονά του για τη βλάβη που υπέστη από το υποτιθέμενο μπάζωμα ενός ρέματος που έγινε αιτία να πλημμυρίσει το χωράφι του και να υποστεί ζημιές. Σήμερα, άνθρωποι πνίγονται από τις πλημμύρες που αναμφίβολα προκάλεσαν τα μπαζωμένα ρέματα της περιοχής, αλλά κανένας δεν διανοείται, παρότι έχουμε ξαναθρηνήσει θύματα για τους ίδιους ακριβώς λόγους, ούτε ιδιώτης ούτε –πολλώ μάλλον– κάποιος δημόσιος φορέας, να ασκήσει συγκεκριμένη και προσωποποιημένη δίωξη εναντίον αυτών που μπάζωσαν τα ρέματα και τους οποίους όλοι γνωρίζουμε. Διότι η δίωξη κατά παντός υπευθύνου, ως εάν οι υπεύθυνοι να ήταν άγνωστοι, είναι απλώς ένα θλιβερό ανέκδοτο.

Τασος Νικολαϊδης, Ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή