Αγαπημένα μας χωριά, χαίνουσες πληγές από την εγκατάλειψη

Αγαπημένα μας χωριά, χαίνουσες πληγές από την εγκατάλειψη

Κύριε διευθυντά

Η εγκατάλειψη και ερήμωση της ελληνικής υπαίθρου έλαβε δραματικές διαστάσεις ιδίως στη Μακεδονία και όλως ιδιαιτέρως στις ακριτικές περιοχές. Η γήρανση και η αραίωση του πληθυσμού σε συνδυασμό με τη φθίνουσα πορεία της οικονομίας εν μέσω οξύτατης κρίσης οδηγεί μαθηματικώς στον θάνατο των χωριών. Είναι μια προοπτική με το τέρμα της σχεδόν προδιαγεγραμμένο. Στη δραματικότερη μορφή της, ο θάνατος έχει ήδη επέλθει και προσφέρει, από σήμερα, ένα δείγμα του αμέσως προσεχούς μέλλοντος. Για την ακρίβεια, ωστόσο, της περιγραφής, θα έπρεπε να λαμβάνονται υπόψη και άλλες παράμετροι, που έχουν σχέση με τη συνολική μεταβολή των συνθηκών και με τη διαμόρφωση νέου οικιστικού τύπου στην ύπαιθρο και διαφορετικών μορφών και σχέσεων παραγωγής. Στη σύνθετη αυτή εικόνα, η οποία κυριαρχείται από τη μελαγχολία και την οδύνη του τέλους μιας προαιώνιας μορφής ζωής, αλλά έχει και το ρεαλιστικό της αντίβαρο της προσαρμογής, ανταποκρίνεται η περίπτωση που εκτίθεται κατωτέρω, ως δείγμα εκ του όλου και ως συμβολή στην κατανόησή του: Το τοπίο στην περιοχή Boΐου είναι συνταρακτικό. Μιλάει την ανάγλυφη γλώσσα των γεωλογικών αιώνων. Χέρια γιγάντων με δυο τσεκουριές σχημάτισαν τις αντικριστές όχθες μιας βαθιάς τομής του εδάφους. Χαίνουσα πληγή στον φλοιό της γης, που στην επιδερμική της ανάπλαση συνεργάστηκαν οι χιλιετίες, οι όμβροι των εποχών, τα σφρίγη της άνοιξης και τα ρίγη των χειμώνων, η ικμάδα της γονιμότητας και η στειρότητα της αποσάθρωσης, του Απόλλωνα τα σπέρματα και τα ωδινήματα της γης. Στον επιμήκη άξονα αυτού του πίνακα φιδοσέρνονται το καλοκαίρι οι απορροές του ορεινού διαχωρισμού των υδάτων και της σταλακτικής απομείωσης του όγκου των αιωνίων χιόνων ή κατέρχονται βρυχώμενες τον χειμώνα οι «κατεβασιές» των μικρών ποταμών, τιθασεύοντας μέχρι πλήρους ταπεινώσεως τα «δειλά τολμήματα» της παραποτάμιας βλάστησης, για να σωρεύσουν και να εκτονώσουν την οργή τους στις πλατιές κοίτες του Αλιάκμονα. Στα παράπλευρα προσχωσιγενή πεδία, που το πλάτος τους δεν υπερβαίνει τα 300-500 μέτρα, η ανθρώπινη φιλοπονία και η επιείκεια της φύσεως είχαν δημιουργήσει λειμώνες καταφυγής και απλού αγροτικού βίου. Και στο απώτατο βάθος, διαμέσου όρθιων συντεταγμένων, που δίνουν την αίσθηση μιας τηλεσκοπικής εστίασης στην παρατήρηση, υψώνεται επιβλητικό το μέγεθος του Σμόλικα και διαγράφονται οι περίτεχνες επάλξεις των κορυφογραμμών του. Κρεμασμένο στην οφρύ της αριστερής όχθης της Πραμόριτσας, ανάερο κι ανάλαφρο, το ελληνικό χωριό της παράδοσης και της ελληνικής περιπέτειας γράφει κι αυτό την ιστορία του. Είχε μνήμες που βυθίζονταν στις ομίχλες αμνημόνευτων χρόνων και παρήγε, μέχρι προ ολίγων δεκαετιών, μνήμες που προορίζονταν για το μέλλον. Αλλά μιλάει τώρα κι αυτό τη σπαρακτική γλώσσα της σύγχρονης εποχής, «Είναι η καρδιά μου σφαλιστή, σαν μια Μητρόπολη σβηστή», λέει ο ποιητής. Δεν υπάρχουν, όμως, καθόλου καρδιές πλέον σ’ αυτό το ελληνικό χωριό. Η εκκλησία είναι μόνη και μόνιμα κλειστή. Τα σπίτια μετρούν τα χρόνια της ερημιάς, της μοναξιάς και της ερείπωσης. Το σχολείο βουβό. Οι αυλές χωρίς ανθρώπινες πατημασιές. Και όμως… Ολες οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ακόμα και το εκχερσωμένο δάσος, είναι καλλιεργημένες από τους σύγχρονους αγρότες με τα τρακτέρ και τα μεγάλα γεωργικά μηχανήματα, οι οποίοι ζουν στη γειτονική πόλη και φιλοπονούν στην ύπαιθρο, με τη μορφή πλέον επιχειρηματικής γεωργικής εκμετάλλευσης.

Ενα χωριό πεθαμένο σε μια ζωντανή γη. Το Παρόχθιο, πρώην Συγκόλι. Κάπου στη Δυτική Μακεδονία…

Γερασιμος Μιχ. Δωσσας, Θεσσαλονίκη

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή