Αναμνήσεις ενός πολεμιστή, ετών 100

Αναμνήσεις ενός πολεμιστή, ετών 100

Κύριε διευθυντά

Ονομάζομαι Κωνσταντίνος Γκόβαρης, γεννηθείς εις Βυτουμά Καλαμπάκας τον Φεβρουάριο του 1918, και είμαι συνταξιούχος του ΟΓΑ. Στρατεύτηκα το 1939. Η 6η Απριλίου του 1941 με βρίσκει να υπηρετώ στα οχυρά του Μεταξά στο οχυρό ΚΕΛ ΚΑΓΙΑ, ως επιδιορθωτής όπλων. Υπηρετούσα στο εν λόγω φυλάκιο υπό τις διαταγές του λοχαγού Πάγκαλου Ιωάννη. Ημασταν ενενήντα (90) άνδρες, εκ των οποίων οι δέκα (10) σκοτώθηκαν την 6η και την 7η Απριλίου 1941. Στις πρωινές ώρες της 6ης Απριλίου οι Γερμανοί μάς κήρυξαν τον πόλεμο. Ο πρώτος νεκρός του φυλακίου μας ήταν ο ανθυπασπιστής Αμυγδαλάκης. Το μεσημέρι της 6ης Απριλίου, ενώ επισκεύαζα ένα όπλο στο πολυβολείο με αριθμό Π18, εισήλθε μια σφαίρα από τη θυρίδα και με τραυμάτισε στο αριστερό χέρι. Ταυτόχρονα, συντρίμμια από τσιμέντα, πέτρες και χώματα με τραυμάτισαν στο πρόσωπο. Οι νοσοκόμοι περιποιήθηκαν τα τραύματά μου.

Κατόπιν, πήγε ο οπλοδιορθωτής Γκολφινόπουλος στη θυρίδα Π18 να επισκευάσει το οπλοπολυβόλο. Ομως εισήλθε μια οβίδα από τη θυρίδα και τον τραυμάτισε θανάσιμα. Οταν ο νοσοκόμος μού μετέφερε το δυσάρεστο νέο, μου είπε πόσο τυχερός ήμουν, έκανα τον σταυρό μου και ευχαρίστησα τον Θεό που εγώ ζούσα με τραύματα.

Την επόμενη ημέρα, 7 Απριλίου, περί ώρα 11 π.μ. εξαιτίας της φλεγόμενης βενζίνης που χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί κάνοντας την όλη κατάσταση ανυπόφορη, υποχρεωθήκαμε να παραδοθούμε.

Ενας συμπολεμιστής μου (ονόματι Μίγος από τη Μεσοχώρα) προσπάθησε να περάσει πιο μπροστά και την ώρα που βρέθηκε μπροστά μου μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα. Οι δύο ή τρεις πρώτοι οι οποίοι βγήκαν έξω τούς πυροβόλησαν οι Γερμανοί και τους σκότωσαν. Κατόπιν μας μετέφεραν αιχμαλώτους, στην Ανω Τζουμαγιά της Βουλγαρίας.

Ενώ βρισκόμασταν εκεί αιχμάλωτοι, ένας Γερμανός ταγματάρχης ζήτησε από τον Ελληνα ανθυπίατρο, ο οποίος ήταν διερμηνέας, να του πει ποιος σκοπευτής με το αντιαεροπορικό του οχυρού Ιστίμπεη κατέρριψε αεροπλάνα γερμανικά. Ο ανθυπίατρος είπε στον ονόματι Τσινής να βγει και να αναφερθεί, όπως και έγινε.

Ο Γερμανός ταγματάρχης, αφού έπλεξε το εγκώμιο του Τσινή για τη γενναιότητά του με την οποία πολέμησε παρά τον απηρχαιωμένο εξοπλισμό, τον συνεχάρη για το άψογο των βολών του.

Παρά τη συνθηκολόγηση, δεν μας άφησαν όλους να φύγουμε αμέσως αλλά μετά μερικές ήμερες (εκτιμώ λόγω τραυματισμού). Στη συνέχεια, από το Πετρίτσι με τα πόδια εμείς και οι Γερμανοί με τις μοτοσικλέτες μάς μετάφεραν στις Σέρρες. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής είχαμε διψάσει τόσο πολύ (ήδη ήταν μήνας Μάιος και έκανε ζέστη), ήπιαμε νερό από τον Στρυμόνα ποταμό ενώ τα πτώματα περνούσαν από εμπρός μας.

Στη συνέχεια μεταφερθήκαμε στη Θεσσαλονίκη, κατόπιν με πεζοπορία τριών ημερών από Θεσσαλονίκη έφτασα στο χωριό Κυπάρισσο Λαρίσης, όπου και ζω μέχρι σήμερα.

Αναφέρω ακόμη τρία (3) ονόματα συμπολεμιστών μου που θυμάμαι: Στεργιόπουλος, Παράσχος Λάμπρος και Γωγάκος.

Μετά την απελευθέρωση κατατάχθηκα στον τακτικό στρατό, όπου και υπηρέτησα για ένα έτος στη Λάρισα.

ΥΓ.: Τώρα που κλείνω έναν αιώνα ζωής και βλέποντας την πατρίδα μου να είναι και πάλι σκλαβωμένη οικονομικά, όπως και το 1897, θεωρώ ότι είναι χρέος μου να φωνάξω και να πω «Μάνα Ελλάδα, μην ξεχνάς τα παιδιά σου».

Η πατρίδα δεν με τίμησε για την προσφορά μου ούτε με ένα χαρτί, έτσι για να θυμίζει στου απογόνους μου την αληθινή ιστορία και όχι την ιστορία που γράφουν οι λίγοι για του ολίγους. Για μένα και πολλούς άλλους στρατιώτες δεν υπάρχει καμιά αναφορά, λυπάμαι.

Η Ελλάδα ανήκει σε όλους τους απανταχού Ελληνες.

Κωνσταντινος Γκοβαρης

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή