Οταν οι δικαστές αδικούνται…

Οταν οι δικαστές αδικούνται…

Κύριε διευθυντά

Ο έγκριτος δημοσιογράφος της «Καθημερινής» Πάσχος Μανδραβέλης ασχολήθηκε σε δύο άρθρα του (12 και 13.12.2017) με τους δικαστές, στα οποία αναφέρει την κρατούσα γι’ αυτούς αντίληψη, εκφράζοντάς την με τον δικό του άμεσο και περιγραφικό λόγο: «Δίνουν πάλι αυξήσεις στον εαυτό τους», «και πώς να το κάνουμε, είναι πρόβλημα η άρνηση των δικαστών να υποστούν τη μοίρα των άλλων δημόσιων λειτουργών, δηλαδή να υποβάλλουν δήλωση “πόθεν έσχες”», «πρόβλημα το γεγονός ότι εκδόθηκε πρόσφατα από το ΣτΕ απόφαση που ακυρώνει τον έλεγχο των δηλώσεων του “πόθεν έσχες”». Ας δούμε, λοιπόν, τις αιτιάσεις αυτές:

Α. Με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001, δυνάμει του άρθρου 98 αυτού, ορίσθηκε το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 99, ως αρμόδιο για υποθέσεις μισθών και συντάξεων των δικαστών. Το δικαστήριο αυτό αποτελείται, όπως ορίζουν τα άρθρα αυτά, από τον πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως πρόεδρο, έναν σύμβουλο της Επικρατείας, έναν αρεοπαγίτη, έναν σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τρεις τακτικούς καθηγητές των νομικών σχολών των πανεπιστημίων της χώρας και τρεις δικηγόρους, μέλη του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου των δικηγόρων. Τούτο έγινε για να εκλείψει ο θόρυβος ότι οι δικαστές «ευλογούσαν τα γένια τους» και «έδιναν πάλι αυξήσεις στον εαυτό τους» (αλήθεια, γνωρίζουν οι επικριτές ότι ο μισθός των δικαστών έχει μειωθεί από την έναρξη της κρίσεως μέχρι σήμερα κατά 74% και ότι ο μισθός του προέδρου του Αρείου Πάγου είναι μικρότερος του στρατηγικού συμβούλου του πρωθυπουργού, σερβιτόρου, κ. Καρανίκα;). Επισημαίνει ο αξιότιμος αρθρογράφος ότι οι δικαστές πρέπει να αυτοεξαιρούνται όταν το δικαστήριο δικάζει υποθέσεις που αφορούν τους μισθούς και τις συντάξεις τους. Επικαλείται, προς τούτο, τη διάταξη του άρθρου 52 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Πλην, όμως, η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή στη περίπτωση αυτή, διότι το θέμα ρητώς προβλέπεται από το ίδιο το Σύνταγμα, το οποίο στο άρθρο 99 ορίζει ότι «από τα μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου εξαιρείται κάθε φορά εκείνο που ανήκει στο σώμα ή στον κλάδο της Δικαιοσύνης που για ενέργεια ή παράλειψη λειτουργών του καλείται να αποφανθεί το δικαστήριο». Οταν, επομένως, εκδικάζεται ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου προσφυγή δικαστού της τακτικής δικαιοσύνης, εξαιρείται ο αρεοπαγίτης, και όταν εκδικάζεται προσφυγή δικαστού των διοικητικών δικαστηρίων, εξαιρείται ο σύμβουλος της Επικρατείας. Οπως προκύπτει από τη σύνθεση του Ειδικού Δικαστηρίου, οι μετέχοντες δικαστές είναι μια μικρή μειοψηφία (το 1/3 των μελών του). Επομένως, δεν δίνουν αυξήσεις στον εαυτό τους, ούτε ευλογούν τα γένια τους. Διότι απλούστατα δεν έχουν τέτοια ευχέρεια. Θα μπορούσε, ενδεχομένως, κάποιος να διερωτηθεί «και γιατί να μην αυτοεξαιρούνται όλοι οι δικαστές που μετέχουν στο Ειδικό Δικαστήριο;». Μα, διότι, τότε, δεν θα υπήρχε δικαστήριο: Το άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι «η Δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα απο τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία» και το άρθρο 88 παρ. 1 ορίζει ότι «οι δικαστικοί λειτουργοί διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με νόμο που ορίζει τα προσόντα και τη διαδικασία της επιλογής τους, και είναι ισόβιοι». Επομένως, αν αυτοεξαιρεθούν όλοι οι δικαστές του Ειδικού Δικαστηρίου, αυτό δεν θα μπορεί να λειτουργήσει, διότι αφενός μεν τα εναπομένοντα έξι μέλη δεν επαρκούν για τη συγκρότησή του, αφού είναι εννεαμελές, και αφετέρου τα μέλη αυτά δεν είναι δικαστές αλλά καθηγητές και δικηγόροι, μετέχουν δε του δικαστηρίου περιστασιακά, όπως και οι ένορκοι στα μεικτά ορκωτά δικαστήρια, τα οποία δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσουν με μόνους τους ενόρκους (τα λαϊκά δικαστήρια είναι ευτυχώς μακριά ακόμη).

Β. Ο έγκριτος δημοσιογράφος της «Καθημερινής» ανέφερε στο άρθρο του της 12.12.2017, ότι «και πώς να το κάνουμε, είναι πρόβλημα η άρνηση των δικαστών να υποστούν τη μοίρα των άλλων δημόσιων λειτουργών, δηλαδή να υποβάλλουν δήλωση “πόθεν έσχες”», «πρόβλημα το γεγονός ότι εκδόθηκε πρόσφατα από το ΣτΕ απόφαση που ακυρώνει τον έλεγχο των δηλώσεων του “πόθεν έσχες”» και, τέλος, «ο ανώτατος δικαστικός (αναφέρεται στον κ. Ν. Σακελλαρίου, πρόεδρο του ΣτΕ) θεωρεί ότι η Δικαιοσύνη πρέπει να είναι βιλαέτι των δικαστών. Αυτοί να κανονίζουν τους μισθούς τους και τα αναδρομικά τους», «μόνοι τους θα εξαιρούν τον εαυτό τους από τους γενικούς κανόνες που αφορούν τους δημόσιους λειτουργούς». Κατ’ αρχήν πρέπει να σημειωθεί ότι οι δικαστές υποβάλλουν δήλωση «πόθεν έσχες», ανελλιπώς, την τελευταία εικοσαετία. Τέτοια δε δήλωση υποβάλλουν, μάλιστα, και όταν αποχωρήσουν από την υπηρεσία, επί τρία συνεχή έτη. Περαιτέρω, με την υπ’ αριθ. 2649/2017 (ολομελείας) απόφασή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας επέλυσε δύο ζητήματα. Πρώτον, έκρινε ότι είναι αντισυνταγματική η ρύθμιση του ν. 3213/2003 περί «πόθεν έσχες», με την οποία ο έλεγχος των δηλώσεων των δικαστών έχει ανατεθεί σε επιτροπή υπαλλήλων, ενώ ο έλεγχος των δηλώσεων του πρωθυπουργού, των υπουργών, των βουλευτών και των περιφερειαρχών έχει ανατεθεί σε επιτροπή της Βουλής, υπό τον πρόεδρο της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, στην οποία μετέχουν και τρεις ανώτατοι δικαστές. Δηλαδή, ο νομοθέτης απαξίωσε τους δικαστές, αναθέτοντας τον έλεγχο των δηλώσεών τους σε επιτροπή υπαλλήλων, ενώ τον έλεγχο των εκπροσώπων των δύο άλλων εξουσιών τον ανέθεσε στην επιτροπή της Βουλής. Και αυτή η απαξίωση γίνεται εντονότερη όταν ο νομοθέτης, αντί να υποβάλει στον έλεγχο της επιτροπής της Βουλής και τους εκπροσώπους της τρίτης συνταγματικής εξουσίας, τους δικαστές, υπέβαλε τους περιφερειάρχες! Δεύτερον, το ΣτΕ έκρινε ότι αντιβαίνουν στο Σύνταγμα οι διατάξεις του παραπάνω νόμου, με τις οποίες υποχρεούνται οι υποβάλλοντες δήλωση «πόθεν έσχες» να δηλώσουν μετρητά χρήματα που δεν περιλαμβάνονται σε καταθέσεις, ως και τα κινητά πράγματα, αξίας άνω των 30.000 ευρώ. Οπως αποδεικνύεται, λοιπόν, το ΣτΕ ακύρωσε τη σχετική ΚΥΑ για τυπικό λόγο, συνιστάμενο στο ότι πρέπει να ελέγχονται οι δηλώσεις των δικαστών από όργανο στο οποίο να μετέχουν και δικαστές. Αυτό το φοβερό έκρινε το «βιλαέτι» των δικαστών! Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει να τους λιθοβολήσουμε; Και, τέλος, όσον αφορά τα χρήματα και τα κινητά αξίας, το «βιλαέτι» αυτό έκρινε, όχι ειδικώς για τους δικαστές, αλλά ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ όσοι υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση «πόθεν έσχες», ότι η υποχρέωση αυτή δεν είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα. Πού είδε, λοιπόν, ο υπουργός, και όσοι άλλοι τα όμοια φρονούν, ότι και στην περίπτωση αυτή οι δικαστές ευλόγησαν τα γένια τους; Επιμύθιο: Αλίμονο στην κοινωνία της οποίας οι δικαστές πένονται και λιθοβολούνται από τους εκπροσώπους των δύο άλλων εξουσιών…

Λουκας Λυμπεροπουλος, Επίτιμος αρεοπαγίτης, Δ.Ν.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή