Το παράδειγμα της Σιγκαπούρης

Το παράδειγμα της Σιγκαπούρης

Κύριε διευθυντά

Στη διοικητική επιστήμη (management) υπάρχει ο όρος benchmarking, που σημαίνει ότι τα διευθυντικά στελέχη των επιχειρήσεων μπορούν να συγκρίνουν τις πρακτικές και τις επιδόσεις τους με τις αντίστοιχες των επιχειρήσεων που θεωρούνται οι πιο επιτυχημένες και ηγέτιδες στον κλάδο τους, έτσι ώστε να υιοθετήσουν με τη σειρά τους τις καλύτερες πρακτικές (best practices) των ηγετών. Η χώρα μας με την κατάρρευση του ΑΕΠ, με δημόσιο χρέος κοντά στο 180% του ΑΕΠ, με ιδιωτικό χρέος που δεν εξυπηρετείται στα 77 δισ. ευρώ, με αύξηση της ανεργίας κοντά στο 27%, με αδυναμία να προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις, καθώς αυτές ανέρχονται στα 2,3 δισ. ευρώ αντιπροσωπεύοντας μόλις το 1,2% του ΑΕΠ, με έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο που ανέρχεται στο 10% του ΑΕΠ και με το 35,7% των Ελλήνων να βρίσκονται στα όρια της ανέχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, σίγουρα έχει ανάγκη να μπει σε μια διαδικασία benchmarking. Ετσι, στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός νέου προτύπου και μοντέλου ανάπτυξης που έχει ανάγκη η χώρα και που πολλοί δικαίως υποστηρίζουν, θα πρέπει να μελετήσουμε τι έκαναν άλλες χώρες που βρέθηκαν σε ακόμη χειρότερη κατάσταση από τη δική μας και κατάφεραν μέσα σε λίγα χρόνια να πετύχουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Μια τέτοια χώρα είναι η Σιγκαπούρη. Η Σιγκαπούρη όταν απέκτησε την  ανεξαρτησία της το 1965 ήταν ένα φτωχό ψαροχώρι, με κατά κεφαλήν εισόδημα μόλις 320 δολάρια, με πολύ φτωχές υποδομές και μεγάλη ανεργία. Σήμερα, θεωρείται μία από τις πλέον ευημερούσες χώρες και ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά και χρηματοοικονομικά κέντρα στον κόσμο. Πραγματικά, αξίζει κανείς να μελετήσει πώς μία από τις φτωχότερες οικονομίες έγινε μέσα σε λίγες δεκαετίες μια από τις πιο ανταγωνιστικές στον κόσμο καταλαμβάνοντας για σειρά ετών τη 2η θέση στο Δείκτη της Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας (η Ελλάδα είναι στην 91η θέση). Το μοντέλο ανάπτυξης που υιοθέτησε ήταν η δημιουργία ενός φιλικού προς τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις οικονομικού περιβάλλοντος με εξωστρεφές πολιτικό πλαίσιο σε συνδυασμό με δημόσιες επενδύσεις σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η Σιγκαπούρη κατατάσσεται στην 1η θέση (μεταξύ 189 χωρών) στον δείκτη που μετράει το πόσο φιλικό είναι το επιχειρηματικό περιβάλλον. Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 61η θέση. Η Σιγκαπούρη ίδρυσε το Συμβούλιο Οικονομικής Ανάπτυξης (Economic Development Board – EDB) με έναν προϋπολογισμό 100 εκατ. δολαρίων με σκοπό να προβάλει τη χώρα σε ξένους επενδυτές ως μια χώρα φιλική προς τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις. Ξεκίνησε έτσι το πρόγραμμα βιομηχανοποίησης της Σιγκαπούρης και άρχισε η παραγωγή προϊόντων όπως νήματα, υφάσματα, παιχνίδια και προϊόντα  ξύλου. Ο κλάδος της βιομηχανίας αποτέλεσε το στήριγμα της οικονομικής ανάπτυξης, παρά το γεγονός  ότι η Σιγκαπούρη δεν έχει ούτε φυσικούς πόρους, όπως πετρέλαιο ή φυσικό αέριο, ούτε αγροτική βάση.

Ετσι οι επιχειρήσεις ανελίχθηκαν στην αλυσίδα αξίας και   εντατικοποίησαν τη χρήση της τεχνολογίας, ενώ ο κλάδος των υπηρεσιών, π.χ. τράπεζες, τηλεπικοινωνίες και μεταφορές,  αποτέλεσε  την κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης. Σήμερα, οι τράπεζες της Σιγκαπούρης αντιπροσωπεύουν το 3% του παγκόσμιου ενεργητικού των τραπεζών, με 590 χρηματοοικονομικά ιδρύματα να λειτουργούν στη χώρα, η οποία, επίσης, θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά και διαμετακομιστικά κέντρα στον κόσμο και παγκόσμια ηγέτις στη διύλιση πετρελαίου. Επιπλέον η Σιγκαπούρη έχει ταχύτατα αναπτύξει τις βιοϊατρικές επιστήμες και σήμερα εκεί λειτουργούν τα κέντρα Ερευνας και Ανάπτυξης των έξι από τις δέκα μεγαλύτερες φαρμακοβιομηχανίες στον κόσμο.

Αποτελέσματα: To ΑΕΠ της χώρας εκτιμάται το 2014 στα 304 δισ. δολάρια δίνοντας ένα κατά κεφαλήν εισόδημα γύρω στα 55 χιλιάδες δολάρια, με πλεόνασμα του εμπορικού ισοζυγίου γύρω στο 23% του ΑΕΠ και με εξαγωγές που ανέρχονται στα 461 δισ. δολάρια, δηλαδή στο 150% του ΑΕΠ! Η χώρα διαθέτει συναλλαγματικά έσοδα ύψους 610 δισ. δολάρια και συναλλαγματικά αποθέματα (πλην χρυσού) 989 δισ. δολάρια. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις ανέρχονται στα 57 δισ. δολάρια γύρω στο 20% του ΑΕΠ και με σχεδόν απειροελάχιστη ανεργία (2%) και χαμηλό πληθωρισμό (2,4%).

Επίσης, σύμφωνα με έρευνα του Bloomberg, η Σιγκαπούρη έχει το πιο αποτελεσματικό σύστημα υγείας στον κόσμο, ενώ, όσον αφορά την παγκόσμια κατάταξη πανεπιστημίων για το 2013–2014 που δημοσιεύθηκε στο Times Higher Education, τόσο το Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σιγκαπούρης (NUS) όσο και το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο (Nauyang Technological University – NTU) βρίσκονται ανάμεσα στα πανεπιστήμια που κατέχουν τις υψηλότερες θέσεις της κατάταξης.

Συμπερασματικά λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το μοντέλο κράτους – επιχειρηματία (state – corporalist) που υιοθέτησε η κυβέρνηση της Σιγκαπούρης συνδυάζοντας ένα φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον με ένα στάνταρ συντελεστή φορολόγησης 17% , με  σχεδόν μηδενική διαφθορά, με υψηλές επενδύσεις σε κλάδους αιχμής και με πολύ αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, οδήγησε τη χώρα σε πρωτοφανή επίπεδα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.

Γεωργιος Ι. Αυλωνιτης

Καθηγητής, αναπληρωτής πρόεδρος Συμβουλίου Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών

Eπικίνδυνες καταστάσεις

Κύριε διευθυντά

Τον τελευταίο καιρό έχει εκσπάσει μία κόντρα μεταξύ των πέντε Δικαστικών Ενώσεων αφενός και του υπουργείου Οικονομικών αφετέρου, η οποία οδηγεί σε ακραίες καταστάσεις με δυσμενείς αλλά και επικίνδυνες επιπτώσεις. Δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι και οι δύο πλευρές έχουν η κάθε μία τα δίκαιά των. Οι δικαστικές ενώσεις όντως διαμαρτύρονται για τις απαράδεκτες και εξοντωτικές μειώσεις των αποδοχών των μελών των, αφού σήμερα οι μισθοί των έχουν υποστεί μείωση πάνω από 50%, ενώ περιεκόπησαν και κατά τα 16% οι αποδοχές των με την κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού ετησίως. Ενώπιον της καταστάσεως αυτής υπήρξε μία δικαστική απόφαση του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου που κατά ένα τρόπο έδωκεν μία έστω και Σολομώντειον λύση στο ακανθώδες αυτό ζήτημα.

Αντιθέτως το υπουργείον Οικονομικών, αντιλαμβανόμενον ότι δεν είναι σε θέση έστω και μερικώς να ικανοποιήσει τα δίκαια αιτήματα των δικαστών, αντί να βγει δημοσίως με τον αρμόδιον υπουργόν του και να δηλώσει ευθαρσώς ότι δεν έχει στο ταμείον του τα ανάλογα χρήματα που δικαίως ζητούν οι δικαστές για μία αξιοπρεπή διαβίωση, όπως γίνεται σε όλες τις δημοκρατικές χώρες και τούτο γιατί ανάξιοι και επικίνδυνοι πολιτικοί ηγέτες λάμβαναν από τους τοκογλύφους δανεικά και τα σπαταλούσαν σαν μαρουλόφυλλα, με αποτέλεσμα ο στόλος των Ι.Χ. αυτοκινήτων ιδία του μεγάλου κυβισμού στη χώρα κατά μία και μόνον πενταετία να αυξηθεί κατά τρία εκατομμύρια, ο αρμόδιος αναπληρωτής υπουργός εξεφράσθη κατά τρόπον άκομψον απάδοντα σε υπουργόν κατά των Δικαστικών Ενώσεων, με αποτέλεσμα ο λαός να είναι σήμερα διχασμένος στα αιτήματα των δικαστών.

Καιρός είναι λοιπόν, κάποτε ο πρωθυπουργός της χώρας ή κατ’ εντολήν του ο αρμόδιος υπουργός, να βγει στο γυαλί και να δηλώσει ευθαρσώς προς τον ελληνικόν λαόν ότι δεν μπορεί να ικανοποιήσει τα δίκαια αιτήματα όχι μόνον των δικαστών αλλά και όλων των λοιπών τάξεων, αφού η κακή διαχείριση του δημόσιου χρήματος από ανάξιους πολιτικούς ηγέτες της μεταπολίτευσης, οι οποίοι ενώ δανείζοντο από τους τοκογλύφους και μάλιστα με υπερβολικά επιτόκια, τρία δισεκατομμύρια κατά μήνα, τα σπαταλούσαν αλόγιστα δίδοντας ετήσιους μισθούς των 1.200.000 ευρώ σε αεριτζήδες και παράλληλα δημιουργώντας ΜΚΟ χωρίς αισθήματα λογικής και ευθύνης και έτσι οδήγησαν τη χώρα στον γκρεμό.

Αυτή είναι η αλήθεια.

Tασος Nασοπουλος – Δικηγόρος παρ’ Α.Π. & ΣτΕ

Ο κ. Μουζακίτης

Κύριε διευθυντά

Στο φύλλο της εγκρίτου εφημερίδος σας της 4ης Νοεμβρίου ε.έ. ανεφέρετο ότι ο πρώην οικονομικός εισαγγελέας κ. Σπύρος Μουζακίτης, παραιτηθείς από το εισαγγελικό σώμα, δικηγορεί πλέον και υπερασπιζόμενος πελάτη του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών εδήλωσε ότι «εκ της μελέτης της δικογραφίας και της εκτιμήσεως του αποδεικτικού υλικού επείσθη για την αθωότητα του κατηγορουμένου και ότι αυτό το λέει μετά λόγου γνώσεως έχοντας 32 και πλέον χρόνια εισαγγελικής διαδρομής».

Δεν αμφισβητώ ούτε την ορθότητα της κρίσεως ούτε την νομικήν κατάρτισιν του κ. Μουζακίτη, εκείνο όμως το οποίο με ενοχλεί είναι η δυνατότητα που έδωσε με την νομολογία του το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο στους συνταξιούχους δικαστικούς όλων των βαθμίδων, να δικηγορούν μετά την συνταξιοδότησή τους με όλους τους κινδύνους που αυτό ενέχει για την αμερόληπτη απονομή της δικαιοσύνης και ειδικώτερον κατά την διαμόρφωσιν της περί των πραγμάτων κρίσεως τόσον της κατηγορούσης αρχής όσον και του δικάζοντος δικαστού.

Φιλολαος Αντωνοπουλος – Συνταξιούχος Δικηγόρος

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή