Κύριε διευθυντά
Στην «Καθημερινή» της 18/10/ 2018 δημοσιεύονται τα στατιστικά πορίσματα για τον δημογραφικό μαρασμό της χώρας μας και η εκτίμηση ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας θα έχει μειωθεί κατά 2,5 εκατομμύρια το 2050. Σε συσχετισμό με την εφιαλτική προοπτική αυτής της φθίνουσας πορείας διαβάζω (στο βιβλίο «Η Ελλάδα έξω από τα σύνορα» της Ενωσης Ομότιμων Καθηγητών του ΑΠΘ, με συγγραφέα τον κ. Ιωάννη Σ. Τουλουμάκο, ομότιμο καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ) ότι «την άμεση σύνδεση της πατρίδας με την Ομογένεια επιβάλλει η δημογραφική συρρίκνωση […]» και αντιλαμβάνομαι πόση σημασία έχει η πληροφορία στον πρόλογο του βιβλίου ότι «ο αριθμός των Ελλήνων του εξωτερικού ενδέχεται να υπερβαίνει τα 6 εκατομμύρια». Ο κ. Τουλουμάκος χαρακτηρίζει ως ιδιαίτερης σημασίας ιστορικό μέγεθος τη μεγάλη ελληνική Διασπορά, αυτό όμως μου θύμισε τα μελαγχολικά λόγια του Κ. Αμαντου σε μια υποσημείωση του συγγράμματός του «Εισαγωγή εις την Βυζαντινήν Ιστορίαν», εξ αφορμής ενός αρχαίου επιτύμβιου επιγράμματος ελληνικού στην Ισπανία, που παρακαλεί να μην πνίξει «βάτος αυχμηρή» έναν τάφο. Και ο Αμαντος επιλέγει ότι «Βάτος αυχμηρή έπνιξε και τον Ελληνισμό της αρχαίας Διασποράς». Ο κίνδυνος δηλαδή δεν είναι μόνον για τον πληθυσμό που παραμένει στην πατρίδα, επειδή η βαθμιαία και αφανιστική συρρίκνωση απειλεί και τους μετανάστες μας – παλαιότερους και νεότερους, λόγω της σταδιακής αφομοίωσης και αντίστοιχης απομείωσής τους. Αυτό όμως καθιστά πιο επιτακτικά τα καθήκοντα για την ενίσχυση των δεσμών ανάμεσα στην πατρίδα και τα ξενιτεμένα παιδιά της. Καθήκοντα τα οποία με ακρίβεια και πληρότητα καταγράφονται στο εν λόγω βιβλίο, το οποίο αποτελεί πράγματι μια ουσιαστική προσφορά επειδή περιέχει συστηματική καταγραφή – απογραφή των ομογενειακών οργανώσεων σε όλες τις ηπείρους του πλανήτη και δίνει μια εναργή εικόνα του έξω Ελληνισμού, κάτι που πραγματικά έλειπε μέχρι τώρα. Η εικόνα αυτή δημιουργεί τη δυνατότητα για οργανωμένες και αποτελεσματικές δράσεις, προκειμένου να αντιμετωπισθούν προβλήματα τόσο της γενέθλιας γης, όσο και των απανταχού ομογενών. Η πολύτιμη αυτή εργασία έγινε υπό την αιγίδα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ας ελπίσουμε ότι θα αξιολογηθεί και αξιοποιηθεί όπως πρέπει από τους «καθ’ ύλην αρμοδίους».
Γερασιμος Μιχαηλ Δωσσας, Θεσσαλονίκη