Κύριε διευθυντά
Τώρα που πλησιάζει η 28η Οκτωβρίου, νιώθω την ανάγκη να μοιρασθώ με την «Καθημερινή» και τους αναγνώστες της την ατμόσφαιρα που επικρατούσε την ηρωική εκείνη εποχή σε εμάς, τους νεαρούς τότε γυμνασιόπαιδες, σε ένα προάστιο της Αθήνας, τη Φιλοθέη.
Η Φιλοθέη τότε ήταν, τοπογραφικά, τελείως διαφορετική απ’ ό,τι τώρα.
Ηταν σαφώς χωρισμένη σε δύο τομείς, τον Ανω και τον Κάτω Τομέα με τίποτε ανάμεσά τους και εμείς, δεκαεξάχρονα παιδιά, κυκλοφορούσαμε με τα πόδια ή και με ποδήλατα στους έρημους από αυτοκίνητα δρόμους, άφοβα και με μεγάλη άνεση.
Θυμάμαι ότι στην κενή κοινόχρηστη γη που χώριζε τους δύο τομείς καλλιεργούσαμε σιτάρι για την κοινότητα που το διένειμε στα σπίτια για να τρώμε ψωμάκι.
Τα σχολεία, τόσο επί πολέμου όσο και επί εχθρικής κατοχής, λειτουργούσαν περιστασιακά, προς μεγάλη μας χαρά, διότι έτσι είχαμε την ευκαιρία να διασκεδάζουμε.
Παίζαμε το «γερμανικό» στους δρόμους, ποδόσφαιρο επίσης στους δρόμους, αγόρια και κορίτσια, με τρόπο τέτοιο που δημιουργήθηκαν δεσμοί ειλικρινούς φιλίας για τα επόμενα χρόνια.
Επίσης, ακούγαμε όλοι με ενθουσιασμό τα πολεμικά ανακοινωθέντα από το ραδιόφωνο της ΕΒΓΑ, του μαγαζιού της πλατείας του Ανω Τομέα που ήταν και ο τόπος συγκέντρωσής μας, και γεμίζαμε χαρά όταν νικούσαμε και αμηχανία όταν ο στρατός μας υποχωρούσε.
Μερικοί από εμάς, όμως, είχαν άλλες βλέψεις και κυρίως κάτω από την πεισματική επιρροή των γονέων τους, δεν ξέδιναν παίζοντας στους δρόμους αλλά έμεναν στα σπίτια τους, μελετώντας συνέχεια, ώρες ατελείωτες, σε τρόπο ώστε, με το τέλος του πολέμου, μπήκαν στο περίφημο τότε Πολυτεχνείο της Αθήνας και αφού αποφοίτησαν, μετανάστευσαν, κυρίως στην Αμερική, όπου και εμεγαλούργησαν, προβάλλοντας έτσι το όνομα της Ελλάδος στη νιοστή δύναμη.
Ενα τέτοιο παιδί της Φιλοθέης του πολέμου και της Κατοχής ήταν ο Γιώργος Χατσόπουλος, ο οποίος πέθανε προ διετίας, στα ενενήντα του, χωρίς να του έχει γίνει στη γενέτειρά του εκτεταμένο requiem, όπως θα άρμοζε σε πρόσωπο που, μεταξύ πολλών άλλων δραστηριοτήτων, υπήρξε συνομιλητής και άτυπος σύμβουλος Αμερικανών προέδρων καθώς και του αμερικανικού Κογκρέσου.
Θα ήταν ευχής έργον εάν η «Καθημερινή», αυτή δηλαδή η εφημερίδα που νοιάζεται για την προκοπή της Ελλάδος και, κυρίως, για το όνομα της χώρας μας στο εξωτερικό, επεδίωκε να ερευνήσει με λεπτομέρεια τη ζωή του σπουδαίου Γιώργου Χατσόπουλου και να τη δημοσιεύσει, κυρίως για να παραδειγματίσει τους νέους μας και να τους δώσει κίνητρο για την ανάδειξη της χώρας μας.