Κύριε διευθυντά
Κάθομαι στο μπαλκόνι, εδώ στο χωριό, και αγναντεύω τα πέριξ. Πίσω μου η Γκιώνα, η Ασέλανος των Δωριέων, καθότι η σελήνη έδυε νωρίς πίσω της, τα Βαρδούσια, η Οίτη, το Καλλίδρομο, ο Παρνασσός.
Ανάμεσά τους η δωρική Τετράπολις, το λίκνο των Δωριέων. Από εδώ ξεκίνησαν, πήγαν στη Ναύπακτο (νους + πήγνυμι), διεκπεραιώθηκαν απέναντι στην Πέλοπος νήσον και από εκεί απλώθηκαν στον τότε γνωστό ελληνικό χώρο.
Κι εγώ από εδώ ξεκίνησα και κατέβηκα στην Αθήνα ως «ανταρτόπληκτος», καθότι το σχολείο είχε κλείσει από τα ημέτερα εμφυλιοπολεμικά στρατεύματα, κάτι που δεν είχε γίνει επί Κατοχής. Ποιος σου έβγαλε, λέει, το μάτι; – Ο αδελφός μου. – Α, γι’ αυτό είναι τόσο βαθιά. (Ο αείμνηστος Αντώνης Καρκαγιάννης, αριστερός με φυλακίσεις και εξορίες, προέκρινε τον όρο ανταρσία αντί του Εμφυλίου.)
Στην Αθήνα ανέβαινα συχνά στο κοντινό Ποικίλον Ορος (πόσοι «Αθηναίοι» το ξέρουν;) κάτι που μου θύμιζε το χωριό, και από εκεί θαύμαζα τα χρώματα που ντυνόταν ο αττικός ουρανός, όταν ο ήλιος ανέτειλε το πρωί από τον Τρελό (τον Υμηττό) και έδυε το βράδυ στο Δαφνί (το τρελοκομείο). Ανάμεσά τους η Αθήνα!