Κύριε διευθυντά
Οποιος έχει την τύχη να ταξιδέψει στο Ικάριο Πέλαγος με κάλμα μπουνάτσα, με τον φλόκο του ιστιοφόρου να ψιλοαφουγκράζεται κάποιο αναποφάσιστο βοριαδάκι, συνεπαρμένος από τη σιωπή της μεγάλης θάλασσας του Αιγαίου, αμέριμνα και ανάλαφρα έρμαιος απύθμενων νερών και ρευμάτων – όποιος ναυσιπλόος έχει την τύχη να ονειρευτεί καταμεσήμερα αγκαλιά με το νεκρό του πηδάλιο κάπου μεταξύ Ικαρίας και Σάμου, θα πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του διπλά ευλογημένο: όχι μόνο επειδή συμμετέχει με ψυχή και σώμα στην πλήρη κοινωνία της ανθρώπινης φύσης με το φυσικό της περιβάλλον, αλλά και επειδή, παρά τα όσα χρόνια έχει ζήσει στον πλανήτη, αξιώνεται ώρες αγαλλίασης και αρμονικής συνύπαρξης με τον κόσμο γύρω του.
Χωρίς να ακούγεται ήχος κανείς, απρόσμενα αλλά όχι ξαφνικά, δευτερόπριμα, αχνίζοντας μέσα στο φως, τινάζεται ίσως και δύο μέτρα πάνω από τη θάλασσα το ίσιο, τεράστιο, τεντωμένο, αστραφτερό σώμα ενός ξιφία, σαν ασημένιος φτερωτός πήγασος που προκαλεί τον ήλιο. Ο παφλασμός της πτώσης γεμίζει την ψυχή χαρά.
Οταν επέστρεψα δυο μέρες αργότερα στο νησί ρώτησα έναν γέρο ψαρά που ξέρω από παιδί γιατί οι ξιφίες πηδάνε έξω από τη θάλασσα. «Δεν έχουν τι να κάνουν στις μπουνάτσες, βαριούνται, βγαίνουν στον ήλιο να χασμουρηθούνε».