Κύριε διευθυντά
Τρεις (δικαίως) ονομαστοί Ελληνες λόγιοι παραπονούνται από τις στήλες της «Καθημερινής» για τη γλωσσική ανεπάρκεια των νέων. Ο Βασίλης Κ. Γούναρης, ο Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος και, παλαιότερα, ο Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος επισημαίνουν τις αδυναμίες πολλών φοιτητών σε δύο (από τα τέσσερα) πεδία της γλωσσικής επαρκείας: στην ανάγνωση και κατανόηση κειμένου και στην παραγωγή γραπτού λόγου. Αλλά και στα άλλα δύο, στην κατανόηση και στην παραγωγή προφορικού λόγου, διαπιστώνει κανείς φοβερές ελλείψεις, ιδίως στους νεότερους.
Πρώτον, το φαινόμενο δεν είναι νέο. Πάντοτε οι σχετικώς εύγλωττοι ήσαν λίγοι. Και ελάχιστοι είχαν, στο παρελθόν, τη χρονική και υλική άνεση να καλλιεργήσουν τη γλώσσα. Για ένα τετράδιο δώδεκα ολοκλήρων φύλλων εκαυχάτο ο πατέρας μου ως μαθητής της Μέσης Εμπορικής Σχολής Πειραιώς τη δεκαετία του 1940. Και το μοιραζόταν με τρεις συμμαθητάς και φίλους του, ως μέλος μιας ιδιοτύπου «συμμορίας των τεσσάρων». Η τεχνική πρόοδος έφερε απείρως μεγαλυτέρα υλική άνεση, αλλά έφερε και περισπασμούς. Ιδίως η εικόνα, ακίνητη και κινητή, με πρώτη την τηλεόραση, καθιστά τον θεατή της παθητικό δέκτη. Ας μην την υποτιμούμε, πάντως. Πολλά πρακτικά πράγματα μπορεί να δείξη ιδίως η κινουμένη εικόνα, που ο γραπτός λόγος τα προσπαθεί με απελπιστική αδεξιότητα. Κλασικό παράδειγμα οι γραπτές «οδηγίες χρήσεως» και συναρμολογήσεως κάθε λογής συσκευών. Ηταν και είναι παροιμιώδες το ακατάληπτόν τους, ακόμη και στους μεμυημένους.
Δεύτερον, είναι εξόχως μεγάλη η ευθύνη των δασκάλων για το γλωσσικό κατάντημα. Δεν είναι μόνο το «δημοκρατικό πέντε», του οποίου αξιούνται, τελικώς, και οι πλέον άγλωσσοι. Εχετε δει τα σχολικά βιβλία και τα πανεπιστημιακά εγχειρίδια; Χρόνο με τον χρόνο, γίνονται όλο και πιο πολυσέλιδα, όλο και πιο φλύαρα και ανούσια, όλο και πιο ογκώδη και ασήκωτα σε βάρος. Αν συγκρίνει κανείς τα συνοπτικά βιβλία, από τη δεκαετία του 1950, του (πολύ ιδιορρύθμου) καθηγητού του Αστικού Δικαίου στην Ανωτάτη Εμπορική Κωνσταντίνου Φουρκιώτη με τα συγγράμματα των σημερινών (γνησίως) αριστέων του Αστικού Δικαίου, τα πρώτα είναι αριστουργήματα βραχυλογίας, που σέβονται τον χρόνο του αναγνώστου. Την υπεροχή του γραπτού, αναγιγνωσκομένου λόγου, που είναι η πολύ μεγαλυτέρα ταχύτης προσλήψεώς του, σε σύγκριση με την κινουμένη εικόνα, την κατασπαταλούν πρώτοι οι πολυλογάδες δάσκαλοι. Αλλά, βεβαίως, είναι ευκολότερο να γράψει κανείς φλύαρα, παρά συνοπτικά. Κοιτούν, λοιπόν, και οι δάσκαλοι την ευκολία τους, και όχι μόνον οι φοιτητές. Τα δε αμαρτήματα του λόγου αφθονούν και στα γραφόμενα των δασκάλων. Πριν από επτά –και βάλε– ολόκληρα χρόνια, η «Καθημερινή» είχε δημοσιεύσει άρθρο δύο καθηγητών πανεπιστημίου, στο οποίον εκείνοι διεκτραγωδούσαν τη μεγάλη επιρροή «μειοψηφούντων… δυνάμεων» στα πανεπιστήμια. Ναι, έτσι σόλοικα έγραφαν.
Μία λύση, λοιπόν, από αυτές που δεν μπορεί, όπως γράφει, να προσφέρει ο σεβαστός κ. Γούναρης, είναι να απομακρυνθούν οι γλωσσικώς ανεπαρκείς από τη διδασκαλία στα πανεπιστήμια. Ας μείνουν στην «έρευνα», να ταλαιπωρούν με τη βαθυστόχαστη σοφία τους τουλάχιστον μόνον τους ομοτίμους τους.
Τρίτον, οι δυσμενείς συνέπειες της αγλωσσίας δεν περιορίζονται στο πεδίον της εκπαιδεύσεως, και δη της ανωτάτης. Είναι πολλαπλασίως σοβαρότερες στο πεδίον της καθημερινότητος. Απελπίζεται κανείς όταν διαβάζει νόμους και κανονιστικά κείμενα. Και αν κανείς ανθέξει το ύφος, το περιεχόμενο είναι (όπως με ασφάλεια γνωρίζω) σκοπίμως δυσνόητο έως αντιφατικό και ακατάληπτο. Είναι αδύνατον, λοιπόν, να εφαρμόσουν τον νόμο σαφώς οι ίδιοι οι συντάκτες του. Οι υπάλληλοι του Δημοσίου δεν είναι σε θέση να διαβάσουν και να κατανοήσουν, εκτός από τους ιδίους τους νόμους, και τις αναφορές των πολιτών, ακόμη και όταν, σπανίως, το θέλουν. Τις διαβιβάζουν αδιάβαστες στην εκάστοτε προϊσταμένη αρχή, με αποτέλεσμα πλείστες να καταλήγουν στα δικαστήρια, προς ζημίαν και της Δικαιοσύνης. Αφού, βεβαίως, είτε τις διαβάσουν είτε δεν τις διαβάσουν, τον ίδιο μισθό παίρνουν, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, οι υπάλληλοι, κατανοεί κανείς τη στάση τους.
Τέλος, υπάρχει και ο, δολίας εμπνεύσεως, εξοστρακισμός του γραπτού λόγου από τον ιδιωτικό τομέα. Προσπαθήστε να επικοινωνήσετε γραπτώς με ένα από τα μέλη του ελλαδικού σοβιέτ των τηλεπικοινωνιών (τρεις «ανεξάρτητες» επιχειρήσεις σε μία συσκευασία, όπως τα «ανεξάρτητα» συνοδοιπορούντα «κόμματα» επί κομμουνισμού). Μόνο με επίδοση από δικαστικό επιμελητή, με τίμημα περίπου τετρακοσίων (400) ευρώ τη φορά, είναι αυτό δυνατόν. Γιατί, όμως, το κάνουν; Μα, διότι τα γραπτά μένουν. Και οι τηλεπικοινωνίες είναι, υποτίθεται, η πύλη για να μπει η χώρα μας στην 4η βιομηχανική επανάσταση! Με επιστροφή στην προϊστορία, στα χρόνια πριν από την εφεύρεση της γραφής…
Η ίδια η λειτουργία της δημοκρατίας προϋποθέτει την ύπαρξη μιας κοινής γλώσσης επικοινωνίας. Και έναν ελάχιστο παρονομαστή κοινών αξιών, βεβαίως. Αλλά, χωρίς την επικοινωνία, η δημοκρατία είναι αδύνατη. Δεν φταίει, φυσικά, η αγλωσσία για την αναπόφευκτη ηθελημένη ασυνεννοησία (και ανοησία) στην πολιτική διαμάχη. Αλλά, όπως γράφει ο Τζορτζ Οργουελ στο περίφημο δοκίμιό του «Η πολιτική και η αγγλική γλώσσα»: Επειδή λέμε ανοησίες, ο λόγος μας είναι ακαλαίσθητος. Ο ακαλαίσθητος λόγος, όμως, αφ’ εαυτού, μας οδηγεί στο να λέμε όλο και περισσότερες ανοησίες, σε έναν αυτοτροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο.